Η πρώτη απαγωγή παιδιού στην Ελλάδα έγινε για χρήματα αλλά και για «κοινωνική δικαιοσύνη»
- 11 ΣΕΠ 2021
Ο Ζεΐν Μόναχ είχε έρθει στην Ελλάδα, σχεδόν τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του αιματηρού εμφυλίου στη χώρα του. Ζούσε στη Γλυφάδα, σε μία μεγάλη βίλα μαζί με τα τρία μικρότερα παιδιά του, και οι φήμες ότι ήταν δισεκατομμυριούχος είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν κι εκτός του κύκλου του. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς το επάγγελμα του, άλλοι υποστήριζαν ότι ήταν επιχειρηματίας που ασχολούταν με το εμπόριο και άλλοι ότι ήταν ιδιοκτήτης πετρελαιοπηγών -η πρώτη σκέψη που έκανε ο οποιοσδήποτε κάποτε στη χώρα μας όταν άκουγε τη φράση «πλούσιος Άραβας».
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, ο μικρός Φαρούκ, μετά το φαγητό θα βγει να παίξει στην περιφραγμένη αυλή του σπιτιού του. Αν και γρήγορα θα εξαφανιστεί μυστηριωδώς από προσώπου γης, η μητέρα του θα αργήσει να το παρατηρήσει. Κατά τις 5 το απόγευμα όμως, και αφού πια δεν θα τον βρίσκει πουθενά, ούτε στον δρόμο ούτε στα γειτονικά σπίτια, θα αρχίσει να φοβάται για τα χειρότερα. Και στις 21.30 το βράδυ, ένα απ’ τα χειρότερα σενάρια που είχε στο μυαλό της, θα επιβεβαιωνόταν.
«Έχετε χάσει το παιδί σας. Είναι μαζί μας και είναι καλά. Είμαστε Παλαιστίνιοι και θέλουμε ένα εκατομμύριο δολάρια μετρητά. Αν θέλετε να ξαναδείτε το παιδί σας ζωντανό, μην πείτε τίποτα στην αστυνομία. Αύριο στις 9:00 θα τηλεφωνήσουμε πάλι για να κανονίσουμε πώς θα πάρουμε τα χρήματα».
Ο άντρας που τα είπε όλα αυτά στον πατέρα της οικογένειας σε σπαστά αγγλικά, προσποιήθηκε τον Παλαιστίνιο, ενημερώνοντας τον Μόναχ ότι ο ίδιος και μία ομάδα συμπατριωτών του κρυβόταν πίσω από την απαγωγή.
Ο εύπορος Λιβανέζος απ’ τη μεριά του, δεν θα υπακούσει στην «προσταγή» του απαγωγέα, και ενώ ήδη είχε ειδοποιήσει την αστυνομία για την εξαφάνιση του γιου του από πιο νωρίς, αυτήν τη φορά θα τους ξανακαλέσει για να τους ενημερώσει και για όσα του είπε στο τηλέφωνο ο απαγωγέας.
Όμως οι απαγωγείς είχαν υπάρξει απρόσεκτοι όλο αυτό το διάστημα. Ο εγκέφαλος της ομάδας, που θα αποδεικνυόταν ότι ήταν απλώς ένας Έλληνας από την Αρκαδία, κυκλοφορούσε επί μέρες στην περιοχή κατασκοπεύοντας το σπίτι. Ένας απ’ τους γείτονες, είχε προσέξει το ύποπτο όχημα και είχε κρατήσει την πινακίδα και έτσι πλέον η σύλληψή του Π. Καρζή, ιδιοκτήτη σουπερμάρκετ, ήταν απλά θέμα χρόνου.
Την επόμενη ημέρα ο δήθεν Παλαιστίνιος απαγωγέας θα τηλεφωνήσει ξανά, δύο φορές, και θα είναι πιο απαιτητικός. Θέλει τα λεφτά και γρήγορα. Ο Λιβανέζος επιχειρηματίας με το πρόσχημα ότι ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, ότι οι τράπεζες ήταν κλειστές και ότι επομένως δεν μπορούσε να βρει τα μετρητά, θα τον καθυστερήσει.
Παράλληλα, η αστυνομία έχει ήδη βρει συγγενείς του Π. Καρζή, του ιδιοκτήτη σουπερμάρκετ και αυτοί με τη σειρά τους, τον έχουν ενημερώσει ότι οι αστυνομικές αρχές τον αναζητούν. Εκείνος θα τρομοκρατηθεί. Θα τηλεφωνήσει ξανά το μεσημέρι εκείνης της ημέρας και θα πει: «Δεν θέλουμε τίποτα. Θα φέρουμε εμείς το παιδί στο σπίτι, αρκεί να μην κάνετε καταγγελία στην αστυνομία για απαγωγή. Και να πείτε στους δημοσιογράφους ότι είχατε μαλώσει το παιδί και πήγε σε συγγενικό σας σπίτι».
Πανικοβλημένος, θα κάνει πράξη την υπόσχεσή του. Το ίδιο βράδυ, οι απαγωγείς θα αφήσουν ελεύθερο το παιδί σε ένα ζαχαροπλαστείο στην περιοχή του Φλοίσβου. Θα ειδοποιήσουν τους γονείς, οι οποίοι και θα βρουν το παιδί τους, πράγματι, «σώο και αβλαβές».
Τις επόμενες δύο ημέρες θα συλληφθούν δύο άντρες, οι οποίοι και θα αναγνωριστούν από τον μικρό Φαρούκ ως συνεργοί του απαγωγέα. Επρόκειτο για τους Θεόδωρο Τσαβαλιά, υπάλληλο στο σουπερμάρκετ του Καρζή, και τον Αριστοτέλη Κορμπίλα, συμπατριώτη του δεύτερου.
Ο ίδιος ο Καρζής, απελπισμένος, μία ημέρα αργότερα, θα παραδοθεί.
Πού βρισκόταν όμως τόσο καιρό ο μικρός; Πώς ακριβώς έγινε η απαγωγή;
Εκείνο το μεσημέρι, όπου έπαιζε στην αυλή του σπιτιού του αμέριμνος, ο μικρός άκουσε να τον φωνάζουν μέσα από ένα άγνωστο αυτοκίνητο. Πλησίασε και οι «άγνωστοι κύριοι» τον έπεισαν να μπει μέσα, λέγοντας ότι θα τον πήγαιναν στον πατέρα του. Όταν όμως ο μικρός θα άρχιζε να φοβάται, να φωνάζει και να κλαίει, θα ανάγκαζε τους απαγωγείς του να αλλάξουν το αρχικό τους σχέδιο. Παρότι είχαν νοικιάσει ένα σπίτι στην Αργυρούπολη ήδη από τον Σεπτέμβριο για να τον κρατήσουν εκεί, φοβήθηκαν ότι οι φωνές του θα γίνονταν αντιληπτές από τα γύρω διαμερίσματα κι έτσι οι δύο συνεργοί τον οδήγησαν εκτός Αθηνών, στο πατρικό σπίτι του Καρζή, κοντά σε ένα χωριό στην Ακράτα της Αχαΐας. Ο εγκέφαλος της απαγωγής έμεινε στην Αθήνα, προκειμένου να κάνει τις διαπραγματεύσεις, όμως δεν είχε υπολογίσει πολλά πράγματα. Και όλα πήγαν στραβά.
Όταν κατάλαβε ότι η αστυνομία τον έχει βρει και υποσχέθηκε στους γονείς να αφήσει το παιδί ελεύθερο, αναγκάστηκε να οδηγήσει πίσω μέχρι την Ακράτα, για να φέρει τους συνεργούς του και το παιδί στην Αθήνα, γιατί το αυτοκίνητο τους είχε χαλάσει! Άφησε το παιδί στο ζαχαροπλαστείο και μετά για μια ολόκληρη ημέρα περιπλανιόταν χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Μέχρι που κατάλαβε ότι τέλος στο αδιέξοδό του, μπορούσε να βάλει μόνο η παράδοσή του στις αρχές.
«Δεν με ενδιέφεραν τα λύτρα. Ήθελα να χτυπήσω τις κοινωνικές αδικίες» θα δηλώσει μετανιωμένος κατά τ’ άλλα στην απολογία του, επιμένοντας ότι εκείνος παρέσυρε και τους συνεργούς του. «Το χρυσάφι έρεε πακτωλός» θα πει για τον Μόναχ, «η περιουσία του ήταν αμύθητη. Δεν θα πείραζα το παιδί. Ήθελα να νιώσω επίσης τη συγκίνηση μιας μεγάλης περιπέτειας». Το ίδιο μετανιωμένοι εμφανίστηκαν και οι δύο άνθρωποι που τον βοήθησαν να οργανώσει και να εκτελέσει την απαγωγή.
Λίγους μήνες αργότερα, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, θα τους έριχνε στα μαλακά. Θα καταδίκαζε τον Π. Καρζή σε 7,5 χρόνια κάθειρξη και τους δύο συνεργούς του, σε 5,5 χρόνια τον κάθε ένα.