2021/Evan Agostini/Invision/AP
NETFLIX

Η Sofia Vergara έρχεται στο Netflix για να υποδυθεί μια αιμοδιψή βασίλισσα της κοκαΐνης

Το όνομά της ήταν Griselda Blanco. Και αυτή δικαίως επέλεξαν οι δημιουργοί του Narcos για να της αφιερώσουν την επόμενη σειρά τους.

Αυτή, λογικά, δεν είναι η πρώτη φορά που ακούς το όνομα της Griselda αφού, πέρα από τα ντοκιμαντέρ για τη ζωή της (βλέπε Cocaine Cowboys 2: Hustling with the Godmother), έχει ήδη κυκλοφορήσει μια ταινία για την πάρτη της (το Cocaine Godmother με την Catherine Zeta Jones) και ετοιμάζεται μια ακόμη (με τίτλο Godmother και πρωταγωνίστρια την Jennifer Lopez).

 

Επίσης, κατά καιρούς, κάθε Λατίνα ηθοποιός που σέβεται τον εαυτό της έχει βρεθεί να έχει συνδέσει το όνομά της με κάποιο σχετικό project. Όπως έχει συμβεί στο παρελθόν με τη Salma Hayek που έπαιξε -αριστουργηματικά- ένα χαρακτήρα βασισμένο σε εκείνη στο Savages του Oliver Stone.

Μεταξύ μας η Salma, παρότι Μεξικάνα και όχι Κολομβιανή όπως η Sofia, μου ταιριάζει πολύ περισσότερο (και υποκριτικά και ως σουλούπι, αφού η Griselda είχε μετά βίας 1,52 ύψος) για να υποδυθεί μια γυναίκα το όνομα της οποίας έσπερνε σταθερά τον τρόμο για δυο ολόκληρες δεκαετίες. Πρώτα σε Νέα Υόρκη και μετά στο Μαϊάμι όπου και βρισκόταν το βασίλειό της.

Το νέο project του Netflix

Ωστόσο δεν μπορώ παρά να εμπιστευτώ το casting ένστικτο των δημιουργών του Narcos που, τώρα που τελείωσε και επίσημα η σειρά με την τρίτη σεζόν του Narcos: Mexico, έτρεξαν και έκλεισαν την Vergara (που προφανώς την είδε Breaking Bad φάση) για να πρωταγωνιστήσει στο νέο τους Netflix project σχετικά με την Μαύρη Χήρα.

Ένα φουλ δικαιολογημένο παρατσούκλι αφού, μεταξύ άλλων, δολοφόνησε και δυο από τους τρεις συζύγους της.

Τον ένα μάλιστα μπροστά στον αγαπημένο της γιο, τον Michael Corleone (ναι, αγαπούσε πολύ το κορίτσι μας την συγκεκριμένη ταινία). Με τους διεφθαρμένους Κολομβιανούς αστυνομικούς που είχε προσλάβει να σταματούν το αυτοκίνητο και να φυτεύουν στον πατέρα του αρκετές σφαίρες, ενώ εκείνος παρακολουθούσε από το κάθισμα του συνοδηγού.

Αν και το συγκεκριμένο ήταν πταίσμα μπροστά στη γενικότερη δολοφονική μανία μιας γυναίκας στην οποία χρεώνονται κυριολεκτικά εκατοντάδες φόνοι (γύρω στους 250 για να είμαστε ακριβείς).

Όχι γιατί, όπως ισχυρίζονται μερικοί ερασιτέχνες ψυχολόγοι, προσπαθούσε να αποδείξει στους «συναδέλφους» της πόσο σκληρή είναι, παρότι ήταν γυναίκα. Αλλά απλώς και μόνο επειδή της άρεσε.

Πάντα φταίνε τα παιδικά χρόνια

Συγκεκριμένα της άρεσε να σκοτώνει αυτούς που της χρωστούσαν (συνήθως βάζοντας να τους βασανίσουν ενώ εκείνη γέλαγε σαν μικρό κορίτσι κάθε φορά που άκουγε τα κόκκαλά τους να σπάζουν). Επίσης, της άρεσε να σκοτώνει και αυτούς στους οποίους εκείνη χρωστούσε.

Η πραγματικότητα είναι ότι η βία ήταν η μόνη σταθερά στη ζωή της. Ήδη από τότε που, την περίοδο της μεγάλης σφαγής στην Κολομβία, συνήθιζε ως μικρό παιδί να βλέπει παντού πτώματα ενώ προχωρούσε στο δρόμο. Όπως δηλαδή όλα τα παιδιά της γενιάς της. Παίζοντας μαζί τους αντί για κούκλες στα παραπήγματα πάνω από το Μεντεγίν (χωρίς νερό, ηλεκτρικό, τουαλέτα και σχολείο) όπου μεγάλωσε.

Η πρώτη της εγκληματική πράξη ήταν στα 11 της, όταν απήγαγε ένα συνομήλικό της από ένα καλό σχολείο κάτω στην πεδιάδα (εκεί που ζούσαν οι εύπορες οικογένειες). Και, όταν αρνήθηκαν να της δώσουν τα λύτρα, τον σκότωσε.

Και η πρώτη της μεγάλη επανάσταση στα 13 της όταν, μετά από ένα ακόμη ξυλοδαρμό στα χέρια της αλκοολικής μητέρας της, έφυγε από το σπίτι, τρέχοντας γυμνή στους δρόμους. Εξασκώντας για τα επόμενα 8 χρόνια το επάγγελμα της πόρνης. Και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.

Σκοτώνοντας τους συζύγους της

Ποιος να το περίμενε τότε ότι η συγκεκριμένη γυναίκα-αγρίμι θα εξελισσόταν στην πρώτη γυναίκα δισεκατομμυριούχο; Αν και, προκειμένου να συμβεί αυτό, χρειάστηκε να παντρευτεί (και μετά να σκοτώσει) τον πρώτο της σύζυγο με τον οποίο έκανε τρεις γιους (που και οι τρεις αργότερα σκοτώθηκαν λόγω της εμπλοκής τους στο εμπόριο ναρκωτικών).

Και μετά να παντρευτεί ένα δεύτερο, μικροκακοποιό στο επάγγελμα, μαζί με τον οποίο μετακόμισε -προφανώς παράνομα- στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στη Νέα Υόρκη. Σκέψου ότι όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη είχε πάνω της περίπου 30.000 δολάρια, που αντιπροσώπευαν τις οικονομίες μιας ζωής.

Ένα ακριβώς χρόνο μετά έβγαζε 10.000.000 δολάρια την εβδομάδα πουλώντας το εθνικό της προϊόν στους λαίμαργους Αμερικάνους. Έχοντας εξολοθρεύσει τον ανταγωνισμό, μεταξύ των οποίων και αυτόν από τις πέντε μαφιόζικες οικογένειες της πόλης.

Η επιτομή του Αμερικάνικου ονείρου που της τελείωσε σχετικά νωρίς όταν η στρατοσφαιρική επιτυχία της την έκανε στόχο για τις αρχές. Πριν προλάβουν να τη συλλάβουν, ωστόσο, επέστρεψε για λίγο στην Κολομβία. Πριν μετακομίσει μόνιμα στο Μαϊάμι όπου και εδραίωσε την αυτοκρατορία της για τα επόμενα 10 χρόνια.

Στο μεσοδιάστημα σκότωσε και τον δεύτερο σύζυγό της, σε μια διαφωνία οικονομικής φύσεως, σε μια θρυλική μονομαχία έξω από ένα nightclub στην Μπογκοτά με 7 νεκρούς (ο σύζυγος και 6 σωματοφύλακες) και εκείνη να αποχωρεί ελαφρώς τραυματισμένη.

Συγκεκριμένα το διάστημα 1975-1985, μέχρι που μπήκε δηλαδή στην φυλακή, η Griselda ήταν η πιο τρομακτική φιγούρα της πόλης. Εκείνη που όλοι οι υπόλοιποι εγκληματίες φοβόντουσαν γιατί η οργή της ήταν μυθική.

Ένας θηλυκός Scarface που ζούσε σαν πραγματική βασίλισσα. Αγόραζε διαμάντια από την Evita Peron και είχε φτιάξει μια προτομή του εαυτού της που κάθε επισκέπτης στη βίλα της στο Μαϊάμι ήταν υποχρεωμένος να χαϊδεύει μπαίνοντας και βγαίνοντας για καλή τύχη.

Πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα του αγαπημένου της λυκόσκυλου, ονόματι Χίτλερ. Στόχος της ήταν να εξοντώσει κάθε ανταγωνιστή της. Γιατί με την Griselda δε διαπραγματευόσουν ποτέ. Είτε έμπαινες στην ομάδα της είτε φρόντιζες να φύγεις από το δρόμο της.

Κάπου εκεί, στο 1985, και αφού είχε καταφέρει να ξεφύγει από αναρίθμητες απόπειρες κατά της ζωής της, η «πιο τρομακτική γυναίκα που έχει ποτέ αναπνεύσει», όπως συνήθιζε να περιγράφει τον εαυτό της, μπήκε τελικά στη φυλακή. Συνεχίζοντας να κουμαντάρει την αυτοκρατορία της και πίσω από τα σίδερα, μέχρι το 2004 που την απέλασαν πίσω στην Κολομβία.

Για την ακρίβεια είχε καταφέρει να εκτίσει την ποινή της σε φυλακή μειωμένης ασφαλείας. Πληρώνοντας 1.500 δολάρια τους φρουρούς για να της επιτρέψουν να κάνει σεξ, όποτε το επιθυμούσε, με το -Αφροαμερικάνικης καταγωγής- πρωτοπαλίκαρο της.

Kαι σχεδιάζοντας να απαγάγει τον JFK Junior προκειμένου να υποχρεώσει τους Kennedy να την αποφυλακίσουν. Προσλαμβάνοντας μάλιστα Κολομβιανούς απαγωγείς, έναντι 5 εκ. δολαρίων, που κατάφεραν να φτάσουν κοντά στον JFK Junior και να του χαϊδέψουν το σκυλί πριν τους σταματήσει η αστυνομία.

Το τέλος της γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 2012 έξω από ένα κρεοπωλείο στο Μεντεγίν, όταν εκείνη ήταν απλώς μια 69χρονη συνταξιούχα. Τότε που μια μηχανή με δυο άτομα ήρθε κοντά της, με τον συνεπιβάτη να τη γαζώνει με σφαίρες. Αυτός δηλαδή που ήταν και ο δικός της αγαπημένος τρόπος να εκτελεί τους αντιπάλους. Μια καρμική ειρωνεία που είμαι σίγουρος ότι δεν μπορεί παρά να εκτίμησε.

Στο τέλος της ημέρας η La Madrina υπήρξε ένας larger than life χαρακτήρας που ποτέ δε σταμάτησε να προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο με τον μοναδικό τρόπο που γνώριζε, δηλαδή την αγνή, ανόθευτη σαν καθαρή κόκα, βία. Αυτό δεν την καθιστά προφανώς πρότυπο. Αλλά δικαιολογεί πλήρως την εμμονή που έχει φάει το Χόλιγουντ μαζί της. Γιατί γυναίκες σαν εκείνη -ευτυχώς- δε γεννιούνται κάθε μέρα.