EUROKINISSI / ΧΑΣΙΑΛΗΣ ΒΑΪΟΣ
ΕΓΚΛΗΜΑ

Η σοκαριστική δολοφονία στην Εκάλη και η εξαφάνιση του σκοτεινού μπάτλερ

Οι συγγενείς πίστευαν ότι το ζεύγος Χρυσαφίδη μαζί με τα δύο του παιδιά ήταν σε διακοπές. Η σκληρή αλήθεια κρυβόταν στο υπόγειο του σπιτιού τους.

Όταν ο βασικός ύποπτος μίας δολοφονίας είναι ο μπάτλερ της οικογένειας, το μυαλό σχεδόν εκβιάζεται να απωθήσει αυτήν την πιθανότητα. Μοιάζει τόσο πολύ με το παρωχημένο κλισέ των whodunit μυθιστορημάτων, που το προσπερνάς σχεδόν αυτόματα για να μην καταλήξεις να παλεύεις με τα στερεότυπα. Προκύπτει όμως ένα ερώτημα: τι γίνεται όταν αυτό το ιδιότυπο άλλοθι που έχει δώσει ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία στον μπάτλερ, δεν είναι και τόσο ακλόνητο;

Μια τέτοια είναι η περίπτωση του ζεύγους Χρυσαφίδη και των δύο παιδιών τους που πριν από 32 χρόνια βρέθηκαν κατακρεουργημένοι μέσα στη βίλα τους -και με το υπηρετικό προσωπικό ύποπτα απόν. O νούμερο ένα ύποπτος ζει στην Ταϊλάνδη, δεν έχει εκδοθεί ποτέ -αν και έχει εντοπιστεί- και ποτέ δε δόθηκε κάποια απάντηση για το τι ακριβώς συνέβη -ενώ όπως θα δεις εκ πρώτης όψεως φαίνεται ξεκάθαρα η ανάμειξή του.

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου του 1991, ένα μεγαλοπρεπές οίκημα στην Εκάλη ήταν καλά κλειδωμένο, και καλωσόριζε τους περίεργους με ένα χειρόγραφο σημείωμα που ανακοίνωνε ότι η οικογένεια έλειπε σε διακοπές. Θα επέστρεφε -υποτίθεται- στις 26 Ιουνίου.

αστυνομία εγκλημα αστυνομικοί δολοφονια Eurokinissi

Αυτή τη φορά οι «περίεργοι» επισκέπτες ήταν ο ανιψιός του Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης, ο γείτονάς και διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου του, Βασίλης Σαλαπάτας και ο συνεργάτης του, Αντώνης Γεωργιάδης. Με τη βοήθεια ενός κλειδαρά, παραβίασαν την πόρτα και περνώντας από χώρο σε χώρο είδαν τη φρίκη μπροστά τους να κλιμακώνεται.

Το υπόγειο του σπιτιού είχε βαφτεί κόκκινο. Και τα τέσσερα πτώματα κείτονταν σε τρία διαφορετικά δωμάτια, όπως περιγράφει και ο Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του Τα Εγκλήματα που Συγκλόνισαν την Ελλάδα.

Πρώτα εντόπισαν τον 16χρονο γιο της οικογένειας. Στο στόμα του είχε ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα σφιχτά με σχοινί, με το πτώμα του να ξεχωρίζει κάτω από μία κουβέρτα. Το σπασμένο του στέρνο από μια βαριοπούλα και το τελειωτικό χτύπημα που είχε δεχτεί μαρτυρούσαν τον πολύ άγριο βασανισμό του.

Στο διπλανό δωμάτιο, κάτω από κουβέρτες και διάφορες πετσέτες, ξεχώριζαν τα πτώματα του μεγαλύτερου αδερφού του και του πατέρα του. Ενώ ο πρώτος είχε δεμένα τα χέρια και τα πόδια του, ο πατέρας του τα είχε ελεύθερα.

Στο τρίτο δωμάτιο, οι τρεις άντρες ήδη σοκαρισμένοι αντίκρισαν και το τέταρτο πτώμα, εκείνο της μητέρας τους. Η απουσία εσωρούχου κάτω από το ακριβό της φόρεμα οδήγησε στην υποψία ότι προτού θανατωθεί, είχε βιαστεί.

Τα όπλα του φόνου (μια βαριοπούλα, ένα τσεκούρι και ένα σκεπάρνι) βρέθηκαν στο λεβητοστάσιο και κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας, πνιγμένα στο αίμα. Μέσα στο χρηματοκιβώτιο βρέθηκαν χρυσαφικά, ομόλογα και διάφορα ακόμη έγγραφα, αλλά καθόλου χρήματα. Οι αστυνομικοί μπορεί να υπέθεσαν ότι οι δράστες είχαν πάρει κάποια από αυτά, αλλά τους έκανε εντύπωση ότι παρά τις εξονυχιστικές έρευνες στο σπίτι δε βρέθηκε το μπλοκ επιταγών του Χρυσαφίδη και μερικά ακόμη πολύτιμα έγγραφα.

Εντούτοις, και οι τέσσερις δεν είχαν πέσει νεκροί την ίδια μέρα. Ο ιατροδικαστής έβγαλε το συμπέρασμα ότι οι δολοφόνοι είχαν σκοτώσει την οικογένεια σε διαφορετικές ημέρες, κάνοντας την υπόθεση ακόμη πιο φρικιαστική.

Τα παιδιά δολοφονήθηκαν στις 20 Ιουνίου, ο πατέρας στις 21 και η μητέρα, στις 23 Ιουνίου. Για όσο καιρό δηλαδή περνούσαν απ’ έξω οι γείτονες κι έβλεπαν το σημείωμα «λείπουμε σε διακοπές», κάποια απ’ τα θύματα ήταν ζωντανά μέσα στο σπίτι τους και βασανίζονταν.

Πώς κατάφεραν όμως οι δράστες να παραπλανήσουν τόσο καλά φίλους και συγγενείς; Πώς για σχεδόν πέντε μέρες θεώρησαν ότι πράγματι η οικογένεια Χρυσαφίδη έλειπε;

Θα πρέπει να ρίξουμε μία ματιά στην τελευταία μέρα που τους είδαν ζωντανούς, στις 19 Ιουνίου.

Εκείνη τη μέρα, ο Αντώνης Γεωργιάδης είδε για τελευταία φορά τον Μιχάλη Χρυσαφίδη στα γραφεία της εταιρείας του. Το ίδιο βράδυ, η Αγγελική Παπαλεξανδράτου, φίλη της Λιζ Χρυσαφίδη, επισκέφθηκε το σπίτι τους και έκατσε μέχρι τα μεσάνυχτα. Έφυγε χωρίς να αντιληφθεί κάτι ύποπτο και χωρίς να περιμένει ότι θα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα τους έβλεπε ζωντανούς.

Στις 20 Ιουνίου, ο Χρυσαφίδης χωρίς καμία εξήγηση δεν εμφανίστηκε στο γραφείο και ο στενός του συνεργάτης τηλεφώνησε στο σπίτι του να μάθει τον λόγο. Και εδώ μπαίνει στην ιστορία ο μπάτλερ που για σχεδόν δύο χρόνια ήταν στην υπηρεσία τους. Ο 28χρονος Τάι (Πρασέρτ Σερτουσουάνα), πληροφόρησε τον Γεωργιάδη ότι η οικογένεια είχε φύγει σε διακοπές και ότι θα επιστρέψει την άλλη Παρασκευή, στις 28 Ιουνίου.

Πλέον γνωρίζουμε ότι από τις 20 Ιουνίου μέχρι τις 23 που πέθανε και το τελευταίο θύμα, η οικογένεια ήταν αιχμάλωτη μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Το ερώτημα είναι από ποιους; Από τον μπάτλερ και τη σύζυγό του; Η αστυνομία φαίνεται να εξετάζει και μία διαφορετική εκδοχή από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι ο μπάτλερ και η σύζυγός του έφυγαν απ’ την Ελλάδα στις 21 Ιουνίου. Εφόσον ο ιατροδικαστής γνωμάτευσε ότι η άτυχη Λιζ Χρυσαφίδη δολοφονήθηκε στις 23 του μήνα, δεν θα μπορούσε να είχε γίνει από τον μπάτλερ.

Η αστυνομία πιστεύει ότι είχε συνεργούς, οι οποίοι δεν τους βασάνισαν μόνο από το σαδιστικό τους ένστικτο, αλλά και γιατί ήθελαν να αποσπάσουν από τον επιχειρηματία κάποιο βαρύ μυστικό. Εξετάστηκε ακόμη και το ενδεχόμενο ο Ταϊλανδός να μην είχε άμεση εμπλοκή με την υπόθεση, να ήταν και εκείνος όμηρος και να του επετράπη από τους αληθινούς δολοφόνους να διαφύγει. Άλλωστε πίσω του άφησε έγγραφα, προσωπικά αντικείμενα και γενικά ένα σωρό πράγματα που δείχνουν κατά κάποιον τρόπο ότι η φυγή του δεν ήταν και τόσο καλά προετοιμασμένη. Μάλλον λίγο ξαφνική ήταν.

Ένα ακόμη στοιχείο που προβλημάτισε ήταν το χειρόγραφο σημείωμα που άφησε πίσω του ο επιχειρηματίας με το οποίο όριζε τη διαθήκη του. Έγραφε πως αν πέθαιναν όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η περιουσία του θα περνούσε στον ανιψιό του, Αλέξανδρο Μακρίδη. Ωστόσο, οι έρευνες ποτέ δεν υπέδειξαν ως ύποπτο τον συγγενή.

Οι ελληνικές αρχές προσπάθησαν να συνεργαστούν με τις αντίστοιχες αρχές της Ταϊλάνδης για να ανακρίνουν τον Τάι, αλλά η απάντηση της άλλης πλευράς δεν ήταν θετική. Το 1993 και το 1995 που έφτασαν στη χώρα μας ανώτεροι αξιωματικοί της αστυνομίας της Ταϊλάνδης και εισαγγελικοί λειτουργοί, μελέτησαν τον ογκοδέστατο φάκελο και αποφάνθηκαν ότι τα στοιχεία ήταν ανεπαρκή για να προκύψουν ποινικές ευθύνες για τον συμπατριώτη τους. Έτσι, δεν τον ανέκριναν ποτέ.

Η υπόθεση μέχρι και σήμερα καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου και όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο απίθανη φαντάζει και η λύση της.

Το 2000 στη σειρά Κόκκινος Κύκλος προβλήθηκε το επεισόδιο «ο Επισκέπτης», εμπνευσμένο απ’ τα τραγικά γεγονότα.