Η ζωή και τα εγκλήματα του διαβόητου Κώστα Πάσσαρη
Οι δολοφονίες, οι ληστείες και οι αποδράσεις του Έλληνα κακοποιού.
- 17 ΦΕΒ 2024
«Έχω παραβιάσει σχεδόν όλους τους νόμους. Και των ανθρώπων και του Θεού». Είχε ήδη συμπληρώσει έξι χρόνια έγκλειστος στις ρουμανικές φυλακές όταν θα έλεγε τα παραπάνω λόγια. Είχε σκοτώσει, είχε ληστέψει, είχε δραπετεύσει και τελικά είχε πιαστεί. Και είχε κάνει το όνομά του συνώνυμο της ανεξέλεγκτης βίας και της εκδίκησης.
Ο Κώστας Πάσσαρης γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1975 και μεγάλωσε σε μία φτωχική γειτονιά του Φαλήρου. Γιος μίας μετανάστριας από τη Ρουμανία, της Μαρίας Αυγούστας και του 17χρονου Ευάγγελου Πάσσαρη, θα μείνει γρήγορα ορφανός από μητέρα, μόλις στα 6 του χρόνια. Το ίδιο νωρίς θα ξεκινήσει και η παραβατική του συμπεριφορά.
Η εφηβεία τον βρίσκει να φοιτά στη Ναυτική Σχολή στις Οινούσες. Έχει ήδη ξεκινήσει τις πρώτες του κλοπές, το όνειρο του καπετάνιου φαίνεται πώς δεν είναι γι’ αυτόν. Θα κάνει επίδειξη των χρημάτων του στη μικρή κοινωνία του νησιού και σύντομα οι αρχές θα τον ανακαλύψουν.
Τους επόμενους έξι μήνες θα τους περάσει στο αναμορφωτήριο. Είναι 15 χρονών και αυτή είναι η πρώτη φορά που θα έρθει αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Όταν θα βγει, θα αρχίσει να ζητιανεύει στους δρόμους, με αποτέλεσμα οι αστυνομικοί να τον συλλάβουν ξανά για επαιτεία. Ο εισαγγελέας θα τον στείλει πίσω στο αναμορφωτήριο για ακόμη πέντε χρόνια.
Όταν θα πλησιάζει τα 20 του χρόνια, θα κληθεί να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία 29ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Κομοτηνή. Ταυτόχρονα θα ξεκινήσει και τις κλοπές εντός του στρατοπέδου και εκτός. Με ένα καλσόν στο κεφάλι θα ανοίγει σπίτια στην πόλη, αφαιρώντας κυρίως μετρητά. Τον Ιανουάριο του 1995 θα τον συλλάβει η στρατονομία και τον επόμενο χρόνο θα τον περάσει έγκλειστος στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας. Στα 21 του θα αποδράσει.
Το 1996 θα δείξει ότι δεν πρόκειται για έναν κοινό εγκληματία, ότι η ανθρώπινη ζωή για εκείνον είναι ένα μέγεθος συγκρίσιμο. Στον σταθμό του ΗΣΑΠ στην Καλλιθέα θα ληστέψει μία πωλήτρια φρούτων υπό την απειλή του όπλου. Οι περαστικοί θα καλέσουν την αστυνομία και οι άνδρες της θα αρχίσουν να τον καταδιώκουν. Ο Πάσσαρης θα πυροβολήσει εναντίον τους εν ψυχρώ, χωρίς ευτυχώς να καταφέρει να τους τραυματίσει. Και πάλι θα συλληφθεί.
Στις φυλακές της Κασσάνδρας θα γνωρίσει τον μελλοντικό συνεργό του, τον συνομήλικό του, Νικολάε Γκορέα. Ο Ρουμάνος κακοποιός θα αποφυλακισθεί στις 12 Νοεμβρίου του 1999 και θα απελαθεί. Θα επιστρέψει παράνομα στη χώρα, θα βρει τον Πάσσαρη έξω απ’ την φυλακή -είχε ήδη αποφυλακιστεί από τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους- και μαζί με ένα ακόμη Ρουμάνο τον Ίον Βασιλι θα ξεκινήσουν μία σειρά από ένοπλες ληστείες.
Από τις 31 Ιανουαρίου μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου του 2000, μέσα σε ένα διάστημα μόλις τριών εβδομάδων, θα ληστέψουν ξενοδοχεία, ταξιδιωτικά γραφεία και ανταλλακτήρια συναλλάγματος, όλα στο κέντρο της Αθήνας, όλα κάτω απ’ τη μύτη των αστυνομικών. Σύντομα όμως η τύχη θα τους εγκαταλείψει.
Η συμπλοκή στην Πλατεία Βάθης
Στην Πλατεία Βάθης, το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου θα τους σταματήσουν αστυνομικοί για έναν τυπικό έλεγχο. Οι τελευταίοι ήθελαν μόλις μισή ώρα για να ολοκληρώσουν τη βάρδια τους. Περίμεναν ότι η βυσσινή BMW που σταμάτησε στο νεύμα τους θα ήταν ένα ακόμη αδιάφορο δεκάλεπτο μίας συνηθισμένης μέρας στη δουλειά. Όλα θα άλλαζαν όταν μέσα απ’ το αυτοκίνητο θα έβγαινε ο Κώστας Πάσσαρης μαζί με τους δύο συνεργούς του και θα άρχισαν να αδειάζουν τα αυτόματα Uzi τους πάνω στο περιπολικό. Η οδός Μαιζώνος θα μετατραπόταν σε εμπόλεμη ζώνη. Τρεις αστυνομικοί, ο Ροδόλφος Τολιάτος, ο Παναγιώτης Πολύχρονος και ο Προκόπης Βλάσης θα τραυματιστούν, οι δύο τελευταίοι στα πόδια και στα χέρια. Τα αλεξίσφαιρα γιλέκα θα τους σώσουν τη ζωή. Απ’ την άλλη μεριά, ο Πάσσαρης και ο Γκορέα θα καταφέρουν να ξεφύγουν αφήνοντας πίσω τους το κλεμμένο αυτοκίνητο, ένα απ’ τα όπλα τους αλλά και τον τρίτο της παρέας, νεκρό. Τον 20χρονο Ίον Βασίλι.
Η χειροβομβίδα στο αστυνομικό τμήμα
Μία ημέρα μετά, ξημερώματα, θα εμφανιστεί έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Μάνδρας και θα πετάξει μία χειροβομβίδα -αμυντική ανατολικού τύπου- στον φρουρό που έχει βάρδια. Είναι προφανές πώς τον θέλει νεκρό. Θα γλιτώσει από θαύμα και μόνο η σκοπιά και δύο αυτοκίνητα θα υποστούν υλικές ζημιές. Ο Πάσσαρης θα ξεφύγει και οι αστυνομικοί, μαζί με την κοινή γνώμη θα μάθουν την επόμενη ημέρα τον δράστη της επίθεσης από το ίδιο του το στόμα. Έξαλλος, ο κακοποιός θα βγει στον ραδιοφωνικό σταθμό του Alpha, θα αναλάβει την ευθύνη της επίθεσης και θα πει χαρακτηριστικά: «Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ» (σ.σ. τον θάνατο του Βασίλι).
Η σύλληψη και ο θάνατος του αδερφικού του φίλου
Δύο ημέρες μετά, στις 22 Φεβρουαρίου βρίσκεται σε ένα μπαρ της Πλατείας Αμερικής μαζί με μια κοπέλα. Οι αστυνομικοί τον έχουν εντοπίσει, το μούσι που έχει αφήσει δεν είναι αρκετό για να τους ξεγελάσει. Περιμένουν να βγει. Μόλις ανοίξει η πόρτα θα πέσουν πάνω του και πριν προλάβει να βγάλει το εννιάρι πιστόλι που έχει κρυμμένο, θα τον συλλάβουν.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας θα πέσει νεκρός ο δεύτερος συνεργός του, ο Νικολάε Γκορέα στην Πλατεία της Πετρούπολης.
Το ρεπορτάζ της εποχής θέλει τον Πάσσαρη μετά από «πιέσεις» να είναι αυτός που είχε αποκαλύψει τη θέση του φίλου του. Ακόμα δεν ξέρουμε πώς ακριβώς βρέθηκαν στα ίχνη του. Υπήρξε πάντως και ένα τηλεφώνημα για ληστεία από κάτοικο της περιοχής, οποίος είδε έναν άνδρα ύποπτο, να γυροφέρνει το τραπεζικό υποκατάστημα της περιοχής. Ο Γκοράε, με το αλεξίσφαιρο γιλέκο να φουσκώνει κάτω απ’ τα ρούχα του και βαστώντας έναν σάκο με βαρύ οπλισμό δεν θα καταφέρει να πάει μακριά. Στην οδό Δωδεκανήσου θα πέσει νεκρός απ’ τις σφαίρες της Άμεσης Δράσης, με μία σφαίρα να τον βρίσκει στο κεφάλι. Η επίσημη εκδοχή θέλει τον Γκοράε ή να μην υπάκουσε στα κελεύσματα των αστυνομικών και να μη σήκωσε τα χέρια ψηλά ή να έκανε μία ύποπτη κίνηση, την οποία ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Απ’ τον βαρύ οπλισμό στον σάκο του, ξεχωρίζει ένα αυτόματο όπλο MP5. Η συμμορία ήταν πιο καλά οπλισμένη και από ό,τι θα περίμενε και ο πιο απαισιόδοξος αστυνομικός.
Προετοιμάζοντας την απόδραση
Ο Πάσσαρης μετά τη σύλληψή του θα οδηγηθεί στον Κορυδαλλό. Κατηγορείται για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατ’ εξακολούθηση, ληστείες, κλοπές, απειλή και παράβαση του νόμου περί όπλων. Και ακόμα δεν έχει καν εκτελέσει τα μεγαλύτερά του εγκλήματα.
Η Ασφάλεια θα εξιχνιάσει πέντε ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία και έξι μήνες αργότερα, θα συλληφθεί και ο πατέρας του, Βαγγέλης Πάσσαρης. Στην κατοχή του είχε βρεθεί ένας εκρηκτικός μηχανισμός, ο οποίος σύμφωνα με ανακοίνωση της αστυνομίας, προοριζόταν για το αυτοκίνητο ενός διακοσμητή στη Γλυφάδα.
Ο Κώστας Πάσσαρης μέσα στη φυλακή είναι επιθετικός, κάνει παρέα με λίγα και επιλεγμένα άτομα και παρά τη χρήση κοκαΐνης που είναι γνωστό ότι κάνει πριν ακόμα μπει στη φυλακή, έχει 100% διαύγεια. Μέσα στο κεφάλι του η επιθυμία για εκδίκηση έχει γίνει ανυπόφορη. Ο θάνατος του καλύτερου του φίλου, του Νικολάε Γκορέα με τον οποίο δέθηκαν πάρα πολύ από την κοινή τους θητεία στη φυλακή τον έχει συγκλονίσει. Θα αρχίσει να κάνει παράπονα για πονοκεφάλους και επιληπτικές κρίσεις, προκειμένου να του χορηγήσουν άδεια μεταγωγής σε νοσοκομείο για εξετάσεις. Πράγματι, θα εξασφαλίσει δύο άδειες μεταγωγής με παραπεμπτικά σημειώματα για στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, τις οποίες όμως θα αρνηθεί να χρησιμοποιήσει. Όλα δείχνουν ότι με τους συνεργούς του που βρίσκονται ακόμη ελεύθεροι προετοιμάζει την απόδρασή του. Όταν του ήρθαν αυτές οι δύο άδειες δεν ήταν ακόμη έτοιμος. Στην τρίτη όμως που θα του χορηγηθεί όλα τα κομμάτια έχουν πια μπει στη θέση τους.
Η δολοφονία των δύο φρουρών
Ένα χρόνο σχεδόν μετά τη σύλληψή του, στις 16 Φεβρουαρίου 2001, το δικαστικό συμβούλιο θα εγκρίνει τη μεταγωγή του στο νοσοκομείο «Γ. Γεννηματάς». Ο Πάσαρης έχει ήδη προνοήσει και έχει κάνει ανάληψη εκατό χιλιάδων δραχμών από τον λογαριασμό του στο λογιστήριο της φυλακής, κάτι που όσο απίστευτο και αν ακούγεται σήμερα, τότε πέρασε απαρατήρητο. Το μεγαλύτερο λάθος όμως θα γίνει στη συνέχεια. Θα επιβιβαστεί στο όχημα που θα τον οδηγήσει στο νοσοκομείο, χωρίς να τον ψάξει κανείς, χωρίς κανέναν σωματικό έλεγχο, παρά το γεγονός ότι ανήκει στην κατηγορία των επικίνδυνων κρατουμένων. Αυτήν την αμέλεια θα την επιβεβαιώσει αργότερα και ο οδηγός της κλούβας.
Ο Aθανάσιος Δρακόπουλος, 47 ετών, και ο Διονύσιος Aλεβιζόπουλος, 49 ετών, είναι οι δύο αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών που τον συνοδεύουν. Του έχουν περάσει τις χειροπέδες, αλλά με τα χέρια μπροστά, όχι πίσω απ’ την πλάτη όπως θα έπρεπε. Μαζί τους, και ο σωφρονιστικός υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ανδρέας Φυσέκης, 33 ετών, ο μόνος που θα μείνει ζωντανός για να διηγηθεί τι συνέβη.
«Δεν ήξερα ότι είναι ο Πάσσαρης», θα πει στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας, μόλις πέρσι. «Ο Αλεβιζόπουλος τον έπιασε καλά και τον πήγε στο νοσοκομείο μαζί με Δρακόπουλο. Εγώ ακολουθούσα από πίσω. Όπλο μαζί του είχε μόνο ο Αλεβιζόπουλος. Ανεβήκαμε στον 1ο όροφο. Εκεί που γινόταν η συνεννόηση σε ποιο γιατρό πρέπει να τον πάμε, είδα ότι ο Αλεβιζόπουλος τον είχε αφήσει από το χέρι του. Μέχρι να γυρίσω να δω, ακούω μπαμ και τον Αλεβιζόπουλο να φωνάζει “Ωχ, με έφαγε”, να πιάνει την κοιλιά του και να πέφτει κάτω. Δέχτηκα 2 πυρά στο στήθος. Πριν προλάβω να δω είχε πυροβολήσει τρεις φορές και είχε σκοτώσει το Δρακόπουλο. Πήδηξε τη σκάλα κι έφυγε».
Μία αντίστοιχη εκδοχή είχε υποστηρίξει και το 2001 μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες. Ο ίδιος ο Πάσσαρης σε συνέντευξή του θα πει ότι δεν είχε σκοπό να σκοτώσει τους δύο αστυνομικούς, ότι τους πυροβόλησε ενστικτωδώς, μόλις είδε το χέρι του Αλεβιζόπουλου να πηγαίνει προς το όπλο του. Όπως και να ‘χει, στο κεφαλόσκαλο του πρώτο ορόφου του Κτιρίου 3, έξι σφαίρες θα φύγουν από το όπλο του, ένα πιστόλι σοβιετικής κατασκευής, και θα υπογράψουν μία από τις πλέον διαβόητες δολοφονίες αστυνομικών στην Ελλάδα. Ο 33χρονος Φυσέκης, μετά από μάχη στο νοσοκομείο θα καταφέρει να κρατηθεί στη ζωή.
Ο 26χρονος πια κακοποιός θα εκμεταλλευτεί τον πανικό που έχει προκαλέσει και θα αρχίσει να τρέχει. Θα περάσει στο διπλανό νοσοκομείο, στο «Σωτηρία», θα μπει στο αυτοκίνητο του κηπουρού και θα το σκάσει.
«Με σταμάτησε ένας νεαρός, κουνώντας τα χέρια του, στην αυλή του νοσοκομείου», θα πει στη δίκη που έγινε πριν ένα χρόνο ο κηπουρός. «Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Έβγαλε ένα πιστόλι και μου το κόλλησε στα πλευρά. Μου είπε να κατευθυνθώ προς την έξοδο του νοσοκομείου και μάλιστα να χαμογελάω, για να μην καταλάβουν οι φύλακες ότι κάτι συμβαίνει».
Μέχρι σήμερα κανείς δεν γνωρίζει ποιος του προμήθευσε το όπλο, ποιος ήταν ο συνεργός του. Ο Πάσσαρης δεν αποκάλυψε ποτέ.
4 μήνες εκτός ελέγχου
Ο Τύπος οργιάζει, η τηλεόραση δεν σταματά να μιλά για εκείνον, η αστυνομία θεωρεί πλέον ζήτημα τιμής τη σύλληψή του. Είναι πλέον ο no1 καταζητούμενος στη χώρα και αντί να κρυφτεί, αντί να προσπαθήσει να περάσει απαρατήρητος θα ξεκινήσει ένα όργιο βίας, ληστειών και δολοφονιών.
Στις 26 Φεβρουαρίου θα κλέψει από ένα κατάστημα μία μηχανή Honda και τρεις ημέρες αργότερα, μαζί με έναν ακόμη κουκουλοφόρο θα εισβάλει στη ΔΕΗ στο Περιστέρι. Με ένα εννιάρι Luger στο χέρι θα αναγκάσει τους υπαλλήλους να του δώσουν τρία εκατομμύρια δραχμές. Βρίζει, απειλεί αλλά δεν πυροβολεί. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Κατά την έξοδό του, και ενώ έχει επιβιβαστεί στη μηχανή που οδηγεί ο συνεργός του, ο φύλακας και ένας 36χρονος υπάλληλος θα τον κυνηγήσουν. Ο φύλακας θα πυροβολήσει στον αέρα για εκφοβισμό και τότε ο Πάσσαρης, λίγο πριν εξαφανιστεί φέρεται να πυροβόλησε προς τη μεριά τους και να βρήκε με δύο σφαίρες τον υπάλληλο, στο πόδι και στον δεξιό πνεύμονα, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει. Στη δίκη πάντως που έγινε το 2019 θα αθωωθεί λόγω αμφιβολιών για αυτήν τη δολοφονία.
Στις 8 Μαΐου, θα ληστέψει ένα ταξιδιωτικό γραφείο στον Πειραιά, χτυπώντας με τη βάση του όπλου του την υπάλληλο στο πρόσωπο. Θα της προκαλέσει δύο θλαστικά τραύματα. Στη συνέχεια θα την κλειδώσει στην τουαλέτα, θα πάρει 200 χιλιάδες δραχμές και θα εξαφανιστεί.
Στις 10 Μαΐου θα δολοφονήσει μία ιερόδουλη, αφού πρώτα θα περάσει το βράδυ μαζί της σε ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής στο Μοσχάτο. Η 22χρονη Μπλάγκα Σλάβτσεβα θα βρεθεί νεκρή στο άλσος του Τροκαντερό με μία σφαίρα στον κρόταφο. Προηγουμένως είχαν φύγει μαζί από το ξενοδοχείο και είχαν μπει σε μία κλεμμένη BMW. Ο λόγος που τη σκότωσε ήταν μάλλον ο φόβος του πώς τον είχε αναγνωρίσει και πώς αν άφηνε ζωντανή τη νεαρή Βουλγάρα, θα τον κατέδιδε.
Μόλις δύο ώρες μετά, θα σταματήσει με το αυτοκίνητο μπροστά από ένα ταξιδιωτικό γραφείο επί της Ποσειδώνος. Θα μπει μέσα και με την απειλή του όπλου θα κλειδώσει τις δύο υπαλλήλους στην τουαλέτα, θα κλέψει 500 χιλιάδες δραχμές και θα εξαφανιστεί. Την ίδια μέρα, λίγη ώρα αργότερα θα ληστέψει και ένα χρωματοπωλείο στον Πειραιά με την ίδια μέθοδο. Η λεία του αυτήν τη φορά είναι μόλις 80 χιλιάδες δραχμές. Όμως η κόρη της ιδιοκτήτριας που μαζί με τη μητέρα της κλειδώθηκαν στο υπόγειο θα καταφέρει να λυθεί και να καλέσει την αστυνομία. Το περιπολικό της Άμεσης Δράσης θα εντοπίσει την BMW του Πάσσαρη και μετά από μία άγρια καταδίωξη θα τον στριμώξουν σε ένα αδιέξοδο. Θα βγει με το πιστόλι στο χέρι και πυροβολώντας εναντίον τους, χωρίς ευτυχώς να τους τραυματίσει, και θα εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα.
Το φιάσκο στον Νέο Κόσμο
Τέλη Ιουνίου φτάνουν πληροφορίες στην αστυνομία για ένα διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο, στην οδό Ιππάρχου 52-54, μέσα στο οποίο υπάρχουν όπλα και ναρκωτικά. Θα κάνουν έφοδο και θα συλλάβουν έναν πρώην κρατούμενο, τον 24χρονο Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, τον άνθρωπο που θα είναι υπεύθυνος για τη διακίνησή τους, γιατί πράγματι, οι πληροφορίες θα βγουν αληθινές. Μέσα στο σπίτι θα βρουν ένα Καλάσνικοφ, τρία πιστόλια, δύο χειροβομβίδες, φορητούς ασυρμάτους της αστυνομίας, δύο πιάτα με κοκαΐνη και εκατοντάδες σφαίρες.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ο Πολυδωρόπουλος θα μιλήσει και θα τους πει κάτι αναπάντεχο, ότι το διαμέρισμα επισκέπτεται συχνά κι ένας πρώην συγκρατούμενός του, ο Κώστας Πάσσαρης. Οι αξιωματικοί της αστυνομίας θα πιστέψουν ότι βρήκαν την ευκαιρία που έψαχναν.
31 Ιουλίου 2001. Δεκάδες αστυνομικοί θα ακροβολιστούν γύρω από την πολυκατοικία. Επτά εκπαιδευμένοι άνδρες των ΕΚΑΜ βρίσκονται μέσα στο διαμέρισμα και τον περιμένουν εκεί, στο σκοτάδι. Στις 10.30 το βράδυ αστυνομικοί θα τους πουν ότι ένας ύποπτος άντρας με μακριά μαλλιά και γυαλιά μόλις μπήκε στο κτίριο. Είναι πράγματι ο Πάσσαρης. Θα φτάσει στο διαμέρισμά, θα βάλει το κλειδί στην πόρτα, θα ξεκλειδώσει και μόλις την έχει μισανοίξει, θα ακούσει ένα πρόωρο «ΑΚΙΝΗΤΟΣ». Θα τραβήξει αμέσως το όπλο του, και πριν προλάβει να ρίξει, οι άνδρες των ΕΚΑΜ θα τον πυροβολήσουν τρεις φορές. Θα κλείσει την πόρτα πίσω του και τραυματισμένος στο πόδι, θα κατέβει τα σκαλιά και θα βγει στον δρόμο. Ο ίδιος θα πει αργότερα σε συνέντευξή του πώς όταν μπήκε στο διαμέρισμα πρόλαβε να δει δύο άνδρες των ΕΚΑΜ και όχι επτά, και πώς τους πέταξε χειροβομβίδα χωρίς πρώτα να έχει τραβήξει την περόνη.
Όσο για τη διαφυγή του, αυτήν την αποδίδει στην τύχη. Και πράγματι, είναι δύσκολο να καταλάβεις πώς ενώ κατέβηκε δύο ορόφους με χτυπημένο πόδι, και βγήκε στον δρόμο ανάμεσα σε τόσους αστυνομικούς, δεν τον σταμάτησε κανείς. Από ό,τι φαίνεται τον είχαν περάσει για ένοικο που φοβήθηκε από τους πυροβολισμούς. Σε αυτό βοήθησε και το γεγονός πώς οι άνδρες των ΕΚΑΜ που βρίσκονταν μέσα στο διαμέρισμα δεν ειδοποίησαν ότι ο Πάσσαρης είχε καταφέρει να τους ξεφύγει.
Η τύχη του όμως δεν σταμάτησε εκεί. Με το που βγήκε στον δρόμο κι έστριψε προς την οδό Εκαταίου, είδε να περνάει από μπροστά του ένα ταξί. Το σταμάτησε, μπήκε μέσα και εξαφανίστηκε.
Αυτή θα είναι η τρίτη φορά που θα ξεφύγει μέσα από τα χέρια των αρχών, πλήγμα ανεπανόρθωτο για το κύρος της αστυνομίας και που θα οδηγήσει και στην παραίτηση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ., Αντιστράτηγου Ιωάννη Γεωργακόπουλου.
Η δολοφονία της γιατρού
Στις 28 Αυγούστου, ο Πάσσαρης θα μπει σε ένα φαρμακείο στην Κυψέλη. Είναι λίγο μετά το μεσημέρι και μέσα στο κατάστημα βρίσκεται η ιδιοκτήτρια και η αδερφή της, μία μικροβιολόγος. Θα τους φωνάξει να μείνουν ακίνητες και μέσα σε μια στιγμή σύγχυσης θα πυροβολήσει εν ψυχρώ και τις δύο από πολύ κοντινή απόσταση. Θα φύγει χωρίς να πάρει τίποτα μαζί του, ούτε χρήματα ούτε φάρμακα. Οι γείτονες θα ακούσουν τις φωνές της ιδιοκτήτριας, θα σπεύσουν να τη βοηθήσουν και θα δουν δίπλα της την 50χρονη Μαρία Σαφού να κείτεται νεκρή. Το ασθενοφόρο θα φτάσει στην οδό Πιπίνου 19-21 και θα παραλάβει έγκαιρα τη φαρμακοποιό. Θα καταφέρει να γλιτώσει τη ζωή της.
Στη δίκη που έγινε πέρσι, ο σύζυγος της θα καταθέσει:
«Ο Πάσσαρης μπήκε μέσα στο φαρμακείο φορώντας σκούφο και είχε χαμηλωμένο το βλέμμα. Η αδερφή της γυναίκας μου τον αναγνώρισε και της φώναξε “Πρόσεχε, είναι ο Πάσσαρης”. Τότε, εκείνος, έβγαλε πιστόλι, τη σκότωσε και πυροβόλησε τη γυναίκα μου 5 φορές. Για πολύ καιρό δεν γνωρίζαμε αν θα ζήσει. Υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη».
Δύο ακόμη δολοφονίες πριν τη σύλληψη
Τον Σεπτέμβριο του 2001 θα διαφύγει με πλαστό διαβατήριο στη Ρουμανία. Φαίνεται ότι πια οι διασυνδέσεις του με τους συμπατριώτες της μητέρας του είναι πολύ ισχυρές. Δυο μήνες αργότερα -τα ξημερώματα της 25ης Nοεμβρίου- θα εισβάλει μαζί με δύο ακόμα Ρουμάνους σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος στο Βουκουρέστι. Θα σκοτώσει τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο, θα κλέψει 16 χιλιάδες δολάρια, όμως κατά τη διαφυγή του θα του πέσει το κινητό τηλέφωνο.
Οι Ρουμάνοι αστυνομικοί θα ψάξουν τις τελευταίες κλήσεις του και σχεδόν αμέσως θα συλλάβουν έναν ύποπτο, που όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια ήταν μπλεγμένος με κυκλώματα μαστροπείας. Ο Πάσσαρης θα του τηλεφωνήσει και με την υποψία ότι τους παρακολουθεί η αστυνομία, θα αφήσει δήθεν να του ξεφύγουν πληροφορίες ότι έχει φύγει από το Βουκουρέστι. Οι αστυνομικοί όμως δεν θα πέσουν στην παγίδα του. Όταν μάλιστα θα φτάσει στα αυτιά τους μια αξιόπιστη πληροφορία ότι ο Έλληνας δολοφόνος κρύβεται στο διαμέρισμα μίας σερβιτόρας, θα αποφασίσουν να κάνουν έφοδο. Στις 27 Νοεμβρίου ο Κώστας Πάσσαρης θα πέσει επιτέλους στα χέρια της αστυνομίας. Θα αρνηθεί τα πάντα, αλλά οι κηλίδες από το αίμα των θυμάτων του πάνω στα ρούχα του και οι δεσμίδες χαρτονομισμάτων με τη σφραγίδα του ανταλλακτηρίου που θα βρεθούν στο διαμέρισμα έχουν μιλήσει ήδη αντί για αυτόν. Γρήγορα θα πάρει τον δρόμο για τη σκληρή φυλακή της Κραϊόβα.
Λίγο αργότερα θα τον επισκεφτούν στη φυλακή οι δύο Έλληνες αστυνομικοί υποδιευθυντές, Δημήτρης Γαλλίκας και Γιάννης Ραχοβίτσας. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, θα είναι προκλητικός και θα τους πει: «Μ’ αρέσει να σκοτώνω κυρίως ένστολους, γιατί όσοι έχουν πιστόλι πρέπει να είναι έτοιμοι να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν».
Όταν θα τον ρωτήσουν για τις ληστείες θα απαντήσει ότι τις έκανε για πλάκα και ότι δεν θυμόταν πόσες ακριβώς είχε κάνει. Θα τους πει επίσης ότι σε κάθε ληστεία φορούσε συγκεκριμένα αθλητικά παπούτσια και ένα ρολόι έξω από το μανίκι του μπουφάν, για να τον αναγνωρίζουν όταν θα έβλεπαν τα βίντεο. Ήθελε να ξέρουν ότι είναι αυτός.
Η ρουμανική δικαιοσύνη στις 30 Ιουλίου του 2003 θα τον καταδικάσει σε δις ισόβια για τη ληστεία και τη διπλή ανθρωποκτονία.
Αντίθετα, η δίκη του για τα εγκλήματα που διέπραξε επί ελληνικού εδάφους θα καθυστερήσει πολύ και μετά από πολλά αιτήματα και παλινωδίες, θα γίνει το 2019. Στις 8 Μαϊου του 2019 θα καταδικαστεί σε τέσσερις φορές ισόβια -μία για κάθε δολοφονία που διέπραξε- και 49 χρόνια κάθειρξης για τις συνολικά έξι απόπειρες ανθρωποκτονίας. Θα του επιβληθούν επίσης δέκα χρόνια φυλάκιση για αρπαγή, δέκα χρόνια για κάθε μία από τις συνολικά τρεις ληστείες που διέπραξε και πέντε χρόνια για διακεκριμένη κλοπή.
Η στροφή στη θρησκεία
Ο Πάσσαρης δεν έχει εκδοθεί ακόμη στην Ελλάδα και εκτίει ακόμα την πρώτη του ποινή στις ρουμανικές φυλακές. Ενδιαφέρον έχουν προκαλέσει τα όσα ακούγονται τα τελευταία χρόνια για τη στροφή του στον Θεό. Ο πατέρας Γερβάσιος, πιο γνωστός ως «ο άγιος των φυλακισμένων» που τον επισκεπτόταν στη φυλακή της Ρουμανίας μέχρι και τον θάνατό του τον Μάρτιο του 2020, είχε πει για τον κακοποιό σε τηλεοπτική εκπομπή:
«Πήγα στη Ρουμανία και επισκέφθηκα δύο φυλακές. Αυτός το έμαθε αυτό και μου διαμήνυσε και μου είπε “Ο πατήρ Γερβάσιος δεν έχει λίγη αγάπη και για μένα;”. Ήταν μία πρόκληση… Μας υποδέχτηκαν ωραία, αλλά μας έβαλε ο διευθυντής σε ένα γραφείο που είχε τζαμαρία, γιατί αυτό; Γιατί τον είχαν ως το μεγαλύτερο θεριό των Βαλκανίων και ήταν υπεύθυνος ο διευθυντής αν εμένα με έπνιγε. Ανεβήκαμε πάνω εξομολογήθηκε μιάμιση ώρα, δεν τον ρώτησα τίποτα, δεν ξύνω πληγές που ματώνουν την ψυχή. Του διάβασα την συγχωρητική ευχή, του έδωσα θάρρος, όταν τελειώσαμε την εξομολόγηση, λέει: “σήμερα για πρώτη φορά ένιωσα τι θα πει αγάπη”».
Ήταν ο ίδιος άνθρωπος, ο οποίος είχε αποκαλύψει ότι ο Πάσσαρης σκέφτεται να μονάσει.
«Είναι σε μια κατάσταση καλής μετανοίας. Διαβάζει θρησκευτικά βιβλία. Έγινε θεολόγος θα έλεγα. Αν κάποιος μιλούσε μαζί του, θα του έδινε την εντύπωση ότι κατέχει θεολογικές γνώσεις και θέλει να γίνει μοναχός. Όταν βγει από τις φυλακές θα γίνει μοναχός, θα πάει κατευθείαν στο Άγιο Όρος. Εξέφρασε τη σκέψη αυτή. Εγώ τον κοινωνώ για να του δείξω ότι ο Θεός δεν τον έχει ξεχάσει. Ο Θεός ήρθε πρώτα για τους αμαρτωλούς».
Από τότε, ο Πάσσαρης έχει καταθέσει αρκετές αιτήσεις αποφυλάκισης, οι οποίες όλες έχουν απορριφθεί, ενώ και ο Άρειος Πάγος έχει αρνηθεί την μείωση της ποινής του, η οποία παραμένει στα 4 φορές ισόβια.