Shutterstock
ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ

Υπάρχει μια μητέρα που έχει να δει τα παιδιά της 11 χρόνια

Η Ελένη ήρθε για να δουλέψει στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2009. Τότε ο μεγάλος της γιος, ο Νίκα, ήταν 12 και ο μικρός, ο Γκίκα, ήταν 8. Φέτος συμπληρώνονται 11 χρόνια από την τελευταία φορά που τους είδε από κοντά.

Κάθισε απέναντί μου, έψαξε στην τσέπη της και έβγαλε να μου προσφέρει μια σοκολάτα. Όταν ξεκίνησε να μιλάει (με μεγάλη προσπάθεια καθώς η γλώσσα ακόμα την δυσκολεύει) θυμήθηκα πως πρώτη φορά που είδα τα μάτια κάποιου ανθρώπου να λάμπουν από αγάπη ήταν όταν ρώτησα έναν πατέρα για το τι κάνει ο γιος του. Έκτοτε έμαθα να την αναγνωρίζω αυτήν την λάμψη και σχεδόν πάντα την συναντώ σε ανθρώπους που μιλάνε για τα παιδιά τους. Τα μάτια της Ελένης όμως, όταν μου έδειξε φωτογραφίες των δύο γιων της, έλαμψαν ένα κλικ παραπάνω. Ίσως επειδή καθ’ όλη την διάρκεια της συζήτησής μας ήταν βουρκωμένη.

“Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Γεωργία, στην πόλη Τσκαλτούμπο. Παντρεύτηκα στα 19 μου, όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο, και μέσα σε έναν χρόνο γεννήθηκε ο μεγάλος μου γιος. Για εμάς είναι συνηθισμένο να παντρευόμαστε και να αποκτούμε παιδιά από μικροί. Ο πατέρας μου είχε εστιατόριο, ενώ η μητέρα μου δεν δούλεψε ποτέ. Ο άντρας μου είναι οδηγός σε τουριστικό πούλμαν. Εγώ σπούδασα μικροβιολόγος. Εργάστηκα για πέντε χρόνια σε νοσοκομείο και για δύο χρόνια δίδασκα Βιολογία σε σχολείο”.

Όπως ανακάλυψα αργότερα το Τσκαλτούμπο είναι μια πόλη που έχει ταυτιστεί με τα ιαματικά της λουτρά, ενώ στο παρελθόν αποτέλεσε και ένα από τα δημοφιλέστερα θέρετρα των σοβιετικών. Τη μεγαλύτερη του άνθηση την γνώρισε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τους επισκέπτες να φτάνουν έως και τους 100.000 ετησίως. Για πολλούς είναι γνωστό και ως το Σανατόριο του Στάλιν, καθώς όπως λέγεται είναι μια από τις πόλεις που επισκεπτόταν συστηματικά. Πλέον όμως είναι ελάχιστοι αυτοί που επιλέγουν το Τσκαλτούμπο για τις διακοπές τους. Η κατακόρυφη πτώση του τουρισμού σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που έπληξε την χώρα είχαν ως αποτέλεσμα πολλές οικογένειες, όπως αυτή της Ελένης, να δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα έξοδα.

“Τα χρήματα που βγάζαμε δεν έφταναν για εμάς και τα παιδιά, οι μισθοί ήταν πολύ χαμηλοί. Στην Αθήνα είχα την θεία και την ξαδέρφη μου και έβλεπα πως έστελναν στις οικογένειές τους χρήματα και δέματα με δώρα. Έτσι σκέφτηκα να έρθω στην Ελλάδα για τρία χρόνια για να δουλέψω και να μαζέψουμε κάποια χρήματα. Ο άντρας μου συμφώνησε, αλλά οι γονείς μου δεν ήθελαν να φύγω. Έξι μήνες μετά που έφτασα στην Αθήνα, ο πατέρας μου ξαφνικά πέθανε. Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν μπορώ ούτε να το πιστέψω, ούτε να το σκέφτομαι”.

Σε αντίθεση με το οικονομικό μεταναστευτικό κύμα που ήρθε στην χώρα μας από την Αλβανία την δεκαετία του ’90 και αποτελούνταν αρχικά σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες, το αντίστοιχο κύμα από την Γεωργία σχηματίστηκε στην πλειονότητά του από γυναίκες. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το ΕΛΙΑΜΕΠ, το 2012 το 70% των 13.000 Γεωργιανών κατόχων αδειών παραμονής ήταν γυναίκες, ενώ όπως εξηγεί η σχετική έκθεση, η Ελλάδα αποτελεί πόλο έλξης για τις Γεωργιανές αφενός λόγω του ότι η μετανάστευση προς την χώρα μας κοστίζει πολύ λιγότερο σε σχέση με τη μετανάστευση προς άλλους προορισμούς και αφετέρου επειδή προσφέρει θέσεις εργασίας σε εσωτερικές οικιακές εργάτριες. Φυσικά, τα στοιχεία των κατόχων αδειών που αναφέρονται παραπάνω αντανακλούν μόνο σε ένα σχετικά μικρό τμήμα του Γεωργιανού πληθυσμού, αφού η πλειοψηφία παραμένει στη χώρα μας χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα.

Πράγματι, και στην περίπτωση της Ελένης η είσοδος στην Ελλάδα έγινε παράνομα. “Είχα ακούσει πως είναι δύσκολο να περάσεις τα σύνορα, αλλά εγώ δεν θυμάμαι να είχαμε κάποια δυσκολία” μας αναφέρει. Το ταξίδι της κράτησε 4 μέρες: έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με λεωφορείο και εκεί τους περίμενε αυτοκίνητο που τους μετέφερε στον Έβρο. Από τον ποταμό Έβρο ταξίδεψε με βάρκα στην Αλεξανδρούπολη, στην συνέχεια στην Θεσσαλονίκη με αυτοκίνητο και από εκεί με τρένο στην Αθήνα.  Η συμφωνία με τον άνθρωπο που την έφερε στην Ελλάδα ήταν πως θα τον ξεχρέωνε σταδιακά μέσα από τη δουλειά που θα έπιανε.

Η θεία της της έδειξε όσα χρειαζόταν να ξέρει για να φροντίζει ηλικιωμένους και μέσα σε τρεις μήνες βρήκε την πρώτη της δουλειά, στο σπίτι ενός κατάκοιτου άντρα που έμενε μόνος του. “Αρχικά ήμουν πολύ αρνητική στο να φροντίζω άντρες, δεν ήθελα καθόλου. Πήρα τότε τηλέφωνο τον σύζυγό μου και του είπα πως θα γυρίσω πίσω γι’ αυτόν τον λόγο. Ο ίδιος με διαβεβαίωσε πως τον ίδιο δεν τον ενοχλεί και πως μου έχει εμπιστοσύνη. Έτσι το ξεπέρασα και εγώ”.

Μετακόμισε στο σπίτι του όπου καθάριζε, μαγείρευε και είχε τον νου της στον ασθενή, ο ίδιος όμως δεν την ήθελε καθόλου, οπότε δεν είχαν ιδιαίτερη επικοινωνία. “Στην αρχή ήταν όλα πολύ δύσκολα και έκλαιγα συνέχεια. Μια μέρα που ήρθε επίσκεψη η κυρία Μαρία, η κόρη του κυρίου που πρόσεχα, με βρήκε να κλαίω στην κουζίνα. Έκατσε απλά δίπλα μου και μου χάιδευε το χέρι. Μου έλειπαν αφόρητα τα παιδιά μου. Τα τηλεφωνήματα ήταν πολύ ακριβά και έτσι δεν μπορούσα να τους παίρνω συχνά. Κάθε Κυριακή πήγαινα σε ένα internet café και μιλούσαμε από εκεί. Ακόμα θυμάμαι τη μέρα που άλλαξαν όλα και άρχισαν να γίνονται πιο εύκολα: 27 Οκτωβρίου. Ήταν η μέρα που η κυρία Μαρία μου έφερε έναν υπολογιστή στο σπίτι για να μπορώ να καλώ και να βλέπω τα παιδιά όποτε ήθελα. Βέβαια τότε στο σπίτι στην Γεωργία δεν είχαμε υπολογιστή, οπότε πήγαιναν οικογενειακά στους γείτονές μας και μιλούσαμε από εκεί. Στη συνέχεια αγόρασαν και εκείνοι και από τότε μιλάμε συνέχεια. Κάθε, μα κάθε μέρα”.

Όταν συμπληρώθηκαν τα τρία χρόνια που είχε αρχικά η Ελένη στο πλάνο της δεν της πέρασε καν από το μυαλό να γυρίσει στην Γεωργία. Αρχικά καθυστέρησε να ξεχρεώσει τον άνθρωπο που την έφερε στην Ελλάδα. Μπορεί να του έδινε ένα ποσό κάθε μήνα, αλλά τελικά η αμοιβή του είχε και τόκο, οπότε αντί για 3.500€ που αρχικά υπολόγιζε βρέθηκε να χρωστάει 6.000€. Οπότε έπρεπε να συνεχίσει να δουλεύει με τον ίδιο ρυθμό, ενώ όλα τα υπόλοιπα χρήματα τα έστελνε στη Γεωργία.

“Τα παιδιά στην αρχή έκλαιγαν πολύ, με ρωτούσαν πότε θα γυρίσω. Κάθε Σάββατο τους έστελνα δέματα με γλυκά και παιχνίδια για να νιώσουν καλύτερα. Μεγαλώνοντας κάπως ξεχάστηκαν. Από την γειτόνισσά μου έμαθα πως και ο άνδρας μου για δύο μήνες από όταν έφυγα έβγαινε έξω από το σπίτι, καθόταν σε μια καρέκλα και έκλαιγε. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό πως μπορεί να χωρίσουμε ή να βρει άλλη γυναίκα. Από χρήματα στέλνω κάθε μήνα περίπου 500 με 600€. Πλέον έχουμε αγοράσει και σπίτι”. Ο πρώτος ηλικιωμένος που φρόντιζε η Ελένη πέθανε μετά από 4 χρόνια. Η κόρη του την σύστησε σε ένα ζευγάρι που χρειαζόταν βοήθεια και έτσι η Ελένη μετακόμισε σε νέο σπίτι. Η ιστορία αυτή έχει επαναληφθεί πολλές φορές μέσα στα τελευταία χρόνια, καθώς κάθε απώλεια σημαίνει για την ίδια μια αλλαγή με κοινά χαρακτηριστικά. Στον πυρήνα όλων ο υπολογιστής της, το κινητό και η καθημερινή επικοινωνία με την οικογένειά της.

“Πολύ συχνά σκέφτομαι πως έχω κάνει λάθος. Αυτά τα 11 χρόνια που έχω χάσει από τη ζωή τους δεν γυρίζουν πίσω, δεν μπορώ να τα αναπληρώσω. Έχασα τον γάμο του γιου μου, αν και με πήραν με βιντεοκλήση και παρακολουθούσα από το κινητό… Έχασα τη γέννηση της εγγονής μου, που έχει και το όνομά μου. Τώρα φτιάχνω τα χαρτιά μου για να μπορέσω να ταξιδέψω, ελπίζω μέχρι τα Χριστούγεννα να είναι έτοιμα. Το πλάνο μου είναι να μείνω 5 – 6 μήνες και να επιστρέψω”.

Μέσα σε αυτά τα 11 χρόνια έχει επιστρέψει στον εαυτό της 3 ρεπό -για έναν γάμο, μία βάφτιση και για να δει μια συγγενή της που είχε να την συναντήσει 9 χρόνια. Ακόμα και όταν της δίνουν ρεπό από τα σπίτια που μένει έχει κανονίσει να δουλέψει κάπου αλλού. “Δεν έχω πάει ούτε μια φορά για καφέ, ούτε έχω πολλές φίλες στην Αθήνα. Όταν σκεφτόμουν να έρθω και οι συγγενείς μου εδώ μου έλεγαν “μην το κάνεις, είναι πολύ δύσκολα”, είχε περάσει από το μυαλό μου πως ίσως δεν με θέλουν κοντά τους. Έλεγαν όμως την αλήθεια. Και εμένα αν με ρωτούσε τώρα κάποια κοπέλα τα ίδια θα την συμβούλευα, να μην φύγει”.

Σκέφτομαι πως κατά κάποιο τρόπο η Ελένη, και η κάθε Ελένη, έχει βρεθεί μετέωρη, ανάμεσα σε δύο χώρες. Στην Ελλάδα είναι σχεδόν αόρατη: κινείται ελάχιστα και μόνο σε μια συγκεκριμένη ακτίνα, με περιορισμένες δραστηριότητες και ελάχιστη εξωστρέφεια, ενώ σε καθημερινή βάση η συναισθηματική της ενέργεια διοχετεύεται μέσω της τεχνολογίας στην Γεωργία -εκεί που χτυπάει και η καρδιά της. Για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας αυτή η αχνή εικόνα υπόστασης των οικονομικών μεταναστριών είναι άλλωστε και η ιδανική συνθήκη: γνωρίζουμε την ύπαρξή τους, τις αναζητούμε όταν τις χρειαζόμαστε, μπαίνουμε για λίγο στον μικρόκοσμό τους -στην καλύτερη περίπτωση νιώθουμε και καλά με τον εαυτό μας που “τους δίνουμε δουλειά”- και την αμέσως επόμενη στιγμή τις ξεχνάμε. Και τότε αυτές μαζεύουν με προσοχή την βαλίτσα τους, φροντίζουν να μην ξεχάσουν στο παλιό τους δωμάτιο το κινητό και τον φορτιστή τους και απλά αναρωτιούνται αν το επόμενο σπίτι που θα βρουν θα έχει καλό wi-fi.