Υπόθεση Δημήτρη Λιγνάδη: Το χρονικό της μεγάλης αποκαθήλωσης
Πώς ξέσπασε, πώς εξελίχθηκε και πώς γιγαντώθηκε η υπόθεση που έγινε σύμβολο για το ελληνικό #metoo.
- 13 ΙΟΥΛ 2022
Ένοχος. Με την τελική απόφαση που ανακοινώθηκε σήμερα το μεσημέρι, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο υπέγραψε το στάδιο της νέμεσης για την πολύκροτη υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη, βάσει της ορολογίας του αρχαίου θεάτρου.
Με αυτό ταυτίστηκε ο περιζήτητος σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο οποίος έζησε δέκα χρόνια αποθέωσης στο σανίδι του Εθνικού Θεάτρου, μέχρι τη στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης το Φεβρουάριο του 2021: ο κορυφαίος πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου και για πολλά, συναπτά έτη καθηγητής σε δραματικές σχολές, κατηγορούνταν για κατά συρροή βιασμό ανηλίκων.
Από τις τέσσερις υποθέσεις που ήρθαν στα χέρια της δικαιοσύνης, ο Δημήτρης Λιγνάδης κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία για τα δύο περιστατικά του 2015, ενώ αθωώθηκε για εκείνα τα περιστατικά που αποδίδονται με χρόνο πράξης το 2011 και το 2018 – στο πρώτο λόγω αμφιβολιών και στο δεύτερο επειδή ο μάρτυρας δεν προσήλθε στο δικαστήριο για να καταθέσει, μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου, όπως ορίζει η διαδικασία.
Η τελική ετυμηγορία επισφραγίστηκε με ποινή κάθειρξης 12 ετών, όπως προέκυψε έπειτα από τη συγχώνευση αφενός των 5 ετών για την υπόθεση στην Επίδαυρο και αφετέρου των 10 ετών για την υπόθεση στο Μεταξουργείο. Κανένα ελαφρυντικό δεν αναγνωρίστηκε στον ένοχο για τους δύο βιασμούς, ωστόσο απορίες και αντιδράσεις προκάλεσε το γεγονός πως δόθηκε ανασταλτικός χαρακτήρας στην έφεση, το οποίο σημαίνει ότι ο Λιγνάδης αφέθηκε ελεύθερος μέχρι την εκδίκασή της.
Με αυτή την απόφαση γράφτηκε το –προσωρινό– φινάλε στην ιστορία ενάμισι έτους, που είχε για θεατές το πανελλήνιο. Η αποκαθήλωση του «ισχυρού άνδρα» έγινε το σύμβολο για κάθε κακοποιημένο άτομο ώστε να μιλήσει ανοιχτά για τα τραύματα, τα οποία χρόνια έκρυβε κάτω από το χαλί. Εφόσον έπεσε ο Λιγνάδης, κάθε κακοποιητής, βιαστής μπορεί να πέσει. Γι’ αυτό και η υπόθεσης Λιγνάδη εξελίχθηκε παράλληλα με το ελληνικό κίνημα #metoo. Έστω κι αν το γεγονός πως αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή προκάλεσε εύλογα την οργή της κοινής γνώμης.
Πάμε να δούμε πώς ξεκίνησαν όλα, πώς εξελίχθηκαν και πώς γιγαντώθηκαν, μέχρι τη σημερινή απόφαση του δικαστηρίου.
Ο πρώτος, εκκωφαντικός κρότος
Οι διαρροές για έναν «πασίγνωστο σκηνοθέτη-ηθοποιό που εμπλέκεται σε υποθέσεις βιασμών» ακούγονταν όλο και εντονότερα τα τελευταία χρόνια, από τις καταγγελίες που έφταναν στα χέρια του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, αλλά δεν ήταν παρά μια ανάρτηση από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά (εκείνος προανήγγειλε «το τέλος μιας κυριαρχίας στον χώρο του θεάτρου», σύμφωνα με τον Αλέξη Κούγια που επικαλέστηκε δολοφονία προσώπου). Η ανάρτηση αναδημοσιεύτηκε μέχρι που έφρασε στον λογαριασμό της δημοσιογράφου Έλενας Ακρίτα στις 2 Φεβρουαρίου του 2021 και άνοιξε ο ασκός του Αιόλου δημόσια. Τότε έπεσε για πρώτη φορά στο τραπέζι το όνομα του Δημήτρη Λιγνάδη και το σενάριο της υπουργικής παραίνεσης για την παραίτησή του.
Ένα πολύ τεταμένο και υπερβολικά πυκνό σε εξελίξεις διάστημα ακολούθησε. Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχης, δεδομένου ότι ο Δημήτρης Λιγνάδης δεν ανέλαβε τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου κατόπιν διαγωνισμού, αλλά από την προσωπική απόφαση της υπουργού Λίνας Μενδώνη. Οι πρώτες καταγγελίες φτάνουν στους πηχυαίους τίτλους των ειδησεογραφικών Μέσων και η υπόθεση Λιγνάδη μετατρέπεται σε πολιτικό ζήτημα, εις βάρος της κυβέρνησης.
Τελικά, ο Δημήτρης Λιγνάδης υποβάλλει την παραίτησή του το Σάββατο 6 Φεβρουαρίου και μερικές εβδομάδες μετά, στις 19 Φεβρουαρίου και ύστερα από τον σάλο που έχει προκληθεί σε κοινωνία και κοινοβούλιο, η υπουργός Λίνα Μενδώνη σε έκτακτη συνέντευξη Τύπου δηλώνει εξαπατημένη. Το κεντρικό επιχείρημα μέχρι εκείνη την ημέρα είναι ότι δεν υπήρχαν επώνυμες καταγγελίες.
Όπως φαίνεται από τα τωρινά δεδομένα, η πρώτη μήνυση κατατέθηκε τη Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου: επρόκειτο για έναν άνδρα κοντά στα 40 έτη, ο οποίος υποστήριξε ότι είχε βιαστεί πριν χρόνια από τον Δημήτρη Λιγνάδη (το αδίκημα πλέον είχε παραγραφεί) αλλά η μήνυσή του υπέδειξε ακόμη ένα άτομο, του οποίου η καταγγελία δικαιώθηκε από τη σημερινή απόφαση του δικαστηρίου. Μέσα σε διάστημα δέκα ημερών, είχαν αυξηθεί στους δύο οι μάρτυρες που απευθύνθηκαν στις εισαγγελικές αρχές, καταγγέλλοντας διαφορετικά περιστατικά.
Τελικά, το ένταλμα σύλληψης εκδίδεται στις 20 Φεβρουαρίου, ενώ ο Λιγνάδης είχε ήδη προσέλθει αυτοβούλως στη Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής. Για το κακούργημα του βιασμού κατά συρροή, ο κατηγορούμενος παραμένει υπό κράτηση, μέχρι την κρίση του εισαγγελέα. Στο ενδιάμεσο, το ΣΕΗ είχε καταθέσει όσα στοιχεία είχε στα χέρια του από παλαιότερες υποθέσεις. Δέκα ημέρες αργότερα, στις 3 Μαρτίου, η ανακρίτρια εκδίδει ένταλμα για την έρευνα στο σπίτι του κατηγορούμενου, προκαλώντας την αντίδραση της κοινής γνώμης για την αδικαιολόγητη ολιγωρία.
Από τη ΓΑΔΑ στις φυλακές Τρίπολης
Από τον χρόνο καταλαβαίνεις τη σημασία της δικαστικής υπόθεσης: στις 26 Φεβρουαρίου, η κατάθεση Λιγνάδη κράτησε 15 ώρες ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Οι δύο μάρτυρες που είχε δηλώσει ο Δημήτρης Λιγνάδης προς υπεράσπισή του αρνήθηκαν ξεκάθαρα κάθε σχέση με την ουσία της υπόθεσης («αγνοούμε τους λόγους, για τους οποίους τα στοιχεία μας ανακοινώθηκαν δημοσίως στον Τύπο από την υπεράσπιση του κ. Λιγνάδη»), ενώ εκείνος χαρακτήρισε «μυθοπλασίες» όσα του καταλογίζονται από τους δύο παθόντες.
Ο Λιγνάδης κρίθηκε προφυλακιστέος και αποφασίστηκε η μεταγωγή του στις φυλακές Τρίπολης, οι οποίες προορίζονται για άτομα που κατηγορούνται είτε έχουν καταδικαστεί για σεξουαλικά εγκλήματα καθώς και εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
Ο Αλέξης Κούγιας, ο οποίος είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου την υπεράσπιση του Δημήτρη Λιγνάδη, μετά την απομάκρυνση του Νίκου Γεωργουλέα, επέμενε στο επιχείρημα της σκευωρίας, λέγοντας ότι ο πελάτης του έχει πέσει θύμα ενώ ο πραγματικός «στόχος είναι η Μενδώνη». Οι εξελίξεις κατά το διάστημα κράτησης του Λιγνάδη στις φυλακές Τρίπολης θα κατέρριπταν και την τελευταία υπόνοια ενός δόλιου σχεδίου.
Δεύτερο κύμα αποκαλύψεων
Δεν πέρασαν μερικές ημέρες από την προφυλάκιση του Δημήτρη Λιγνάδη στις φυλακές Τρίπολης και νέα στοιχεία ήρθαν στο φως: ένας άνδρας ηλικίας 24 ετών υπέδειξε το όνομα του άλλοτε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για βιασμό επτά χρόνια πριν, όταν ο ίδιος ήταν στην ηλικία των 17 ετών. Ταυτόχρονα περίπου, ένα ακόμη αντίστοιχο περιστατικό έρχεται να προστεθεί στη λίστα που βαραίνει νομικά το πρόσωπο του Λιγνάδη: για πρώτη φορά ήταν ενήλικος άνδρας, ηλικίας 46 ετών, που μίλησε για βιασμό ύστερα από νάρκωση.
Δεν έμενε παρά να ζητήσει ο ανακριτής την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης εις βάρος του Λιγνάδη. Κατά συνέπεια, οι υποθέσεις αυξήθηκαν σε τέσσερις, ενώ ακόμη έμεναν μερικοί μήνες μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο Μικτό Ορκωτό Αθηνών, τους πρώτους μήνες του ’22. Το περιρρέον κλίμα γινόταν παράλληλα όλο και πιο έκρυθμο: το κίνημα #metoo είχε γιγαντωθεί στην ελληνική κοινωνία, όσο η μία καταγγελία μετά την άλλη δημοσιεύονταν σε εφημερίδες και ιστοσελίδες.
Ανάμεσά τους, και η πρώτη καταγγελία εναντίον του Λιγνάδη από το άτομο, του οποίου η κακοποίηση είχε πλέον παραγραφεί. Το περιστατικό του 1984 που έζησε ο 14χρονος τότε μαθητής Δ.Π. από τον άνθρωπο του θεάτρου που «αναζητούσε νέα ταλέντα», πέρα από ανατριχιαστικό ήταν και πολύ ενδεικτικό για τη νοοτροπία μιας κοινωνίας που έκρυβε τα τραύματά της: μετά την κακοποίηση που υπέστη, ο σπουδαστής της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου πήγε στο αστυνομικό τμήμα μαζί με τη μητέρα του, ο Δημήτρης Λιγνάδης συνελήφθη, αλλά όταν η υπόθεση έφτασε στο ακροατήριο, η μητέρα του παιδιού απέσυρε κάθε κατηγορία.
Δημήτρης Λιγνάδης: Μια ιδιαίτερη δίκη για μία ιδιαίτερη περίπτωση
Αυτό το γεγονός εξετάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στην τωρινή δίκη, όχι ως αποδεικτικό στοιχείο, αλλά ως ιστορικό και χρήσιμο για το προφίλ του δράστη. Πράγματι, εντοπίστηκε μια συνέπεια στη δράση του Δημήτρη Λιγνάδη: τα άτομα στα οποία απευθυνόταν ήταν ευάλωτα, παιδιά μεταναστών, ανήλικα, τα οποία μπορούσε να χειραγωγήσει με το παρουσιαστικό και το κύρος του.
Αυτός ήταν ο κανόνας που εντόπισε το δικαστήριο στη συμπεριφορά του δράστη, ύστερα από 30 συνεδριάσεις. Ήταν πράγματι μια απαιτητική και ιδιαίτερη δίκη: δρακόντεια ήταν τα μέτρα προστασίας για να μην υπάρξει κάποια έκρηξη από τους πολίτες που ήταν συγκεντρωμένοι έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου κάθε φορά, ενώ λόγω της προστασίας από την πανδημία, αποφασίστηκε δικαίωμα εισόδου αποκλειστικά και μόνο σε δύο διαπιστευμένους εκπροσώπους του Τύπου. Η κάλυψη επομένως της δίκης ήταν απαιτητική υπόθεση, σε αντιδιαστολή με τη σημασία της για όλο το πανελλήνιο.
Ύστερα από δύο αναβολές, ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2022 με την κατάθεση του 27χρονου από τη Σουηδία. Συνολικά, μέχρι τη σημερινή ημερομηνία που έκλεισε η πολύκροτη δίκη, στο βήμα του δικαστηρίου κλήθηκαν συνολικά 30 μάρτυρες – 9 υπεράσπισης και οι 21 κατηγορίας. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο οποίος είχε μεταβεί στις φυλακές Κορυδαλλού για όλο το διάστημα της δίκης, παρέμενε σιωπηλός.
Τα επιχειρήματα του ίδιου, του συνηγόρου του Αλέξη Κούγια, όπως και όλων των μαρτύρων υπεράσπισης εστίαζαν φυσικά στο προφανές: το μεγαλείο του Δημήτρη Λιγνάδη και το συνολικό του εκτόπισμα, ενάντια στα «φθηνά άτομα» που είναι αναξιόπιστα και με ευτελή κίνητρα. Αναφέρθηκε χαρακτηριστικά πως «η ποιότητα μιας κατηγορίας, φαίνεται από αυτόν που την εκτοξεύει και το πώς τη στοιχειοθετεί» – ευτυχώς, τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Ούτε είναι δυνατόν να ακούς από τη μία τις ανατριχιαστικές ιστορίες εφηβικών χρόνων και απ’ την άλλη επιχειρήματα για «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους». Οι επιθέσεις της πλευράς Κούγια σε «πατσαβούρες δημοσιογράφους» επέφεραν περισσότερο οργή στην κοινωνία, η οποία πλέον διάβαζε τις πρακτικές του victim blaming και του σεξισμού.
Με μια καταγγελτική επιστολή απάντησαν τότε 343 ονόματα από τον κλάδο της δημοσιογραφίας και του θεάτρου, ενάντια στην τακτική στοχοποίησης του Αλέξη Κούγια. Ο αντίλογος εκείνου ήρθε στη συνέχεια με τη γνωστή μέθοδο του δελτίου Τύπου σε πομπώδη διάλεκτο και επίκληση στο όνομα της δικαιοσύνης, καταλήγοντας στο ότι η πρόθεση όλων εκείνων που του επιτέθηκαν ήταν «είτε για να τρομοκρατήσουν εμένα, είτε να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου».
Τελικά, η δικαιοσύνη απεφάνθη: Ποινή κάθειρξης 12 ετών κατά συγχώνευση για τις δύο περιπτώσεις βιασμού για τις οποίες καταδικάστηκε. Η απόφαση ελήφθη κατά πλειοψηφία (4-3). Μειοψήφησαν ένας ένορκος, η πρόεδρος και μία σύνεδρος που είχαν την άποψη ότι η συνολική ποινή θα πρέπει να είναι τα 11 έτη.
Ωστόσο, ο ανασταλτικός χαρακτήρας της ποινής, παρά την αντίθετη πρόταση του εισαγγελέα, αφήνει τη γεύση στην κοινή γνώμη πως ο πέλεκυς δεν ήταν όσο βαρύς θα άρμοζε για την περίπτωση ενός κατά συρροή βιαστή, εκτός εάν το χέρι της διαπλοκής που εξύψωσε τον «κορυφαίο σκηνοθέτη του Εθνικού» έφτασε μέχρι και εκεί.