Υπόθεση Σορίν Ματέι: Ένας θάνατος σε ζωντανή μετάδοση στην Ελλάδα των 90s
Η υπόθεση που σόκαρε το πανελλήνιο και γέμισε με ερωτηματικά για τον ρόλο της τηλεόρασης και την ανικανότητα της αστυνομίας.
- 21 ΣΕΠ 2024
«Λένε για σας ότι έχετε και ψυχολογικά προβλήματα.
-(…) Τώρα έχω πιο πολλά.
-Δηλαδή;
-Τώρα μου την έχει δώσει κατακέφαλα να πούμε. Με χτυπήσανε κιόλας, μου ‘ρχεται να κάνω εμετό, διάφορα να πούμε, ιδρώνω… Έχω εδώ τους ανθρώπους και κάθονται σαν μισοπεθαμένοι να πούμε, σαν κηδεία λες και είμαστε. Νιώθω σου λέω χάλια…»
Τις ερωτήσεις τις κάνει ο Νίκος Ευαγγελάτος και ο άνθρωπος που απαντάει νευρικά, κοφτά είναι ο Σορίν Ματέι. Μπορεί να φαίνεται δύσκολο σήμερα σε κάποιον που δεν το έζησε να το πιστέψει, αλλά ο παραπάνω διάλογος ήταν μόνο ένα μικρό μέρος των όσων ακούστηκαν ζωντανά εκείνο το βράδυ στην τηλεόραση. Σε μία σύνδεση που διήρκεσε συνολικά τέσσερις ώρες.
Ήταν 23 Σεπτεμβρίου του 1998 όταν ο Ρουμάνος κακοποιός τηλεφώνησε στον ΣΚΑΙ και ο τότε διευθυντής ειδήσεων Σταμάτης Μαλέλης, πέρασε τη γραμμή στον Νίκο Ευαγγελάτο, τον κεντρικό παρουσιαστή του δελτίου ειδήσεων. Ένα δελτίο πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή και πολύ διαφορετικό, με παράθυρα, μαλώματα, αρκετά «λαϊκό» όπως θα το χαρακτηρίσουν και οι ίδιοι χρόνια αργότερα. Και πρώτο στην τηλεθέαση.
Ο Σορίν Ματέι θα τους πει ότι κρατάει τέσσερις ομήρους στο διαμέρισμα της Νιόβης 4, στα Κάτω Πατήσια και πώς στα χέρια του έχει μία χειροβομβίδα απασφαλισμένη. Προειδοποιούσε ζωντανά, μπροστά σε χιλιάδες τηλεθεατές την αστυνομία ότι αν κάνει κανένα αστείο και προσπαθήσει να μπει στο διαμέρισμα, θα ανατιναχτούν όλοι μαζί στον αέρα.
«Ζητάω 500.000 δολάρια. Και λίγα είναι. Για τα έξοδα μόνο», θα πει και θα αποκαλύψει ότι μισή ώρα προηγουμένως είχε κάνει χρήση ηρωίνης.
Στο κανάλι τα έχουν χαμένα. Η αστυνομία δεν έχει παρέμβει, δεν τους έχει πει τι να κάνουν. Να διακόψουν τη σύνδεση; Να συνεχίσουν να του μιλούν; Τι να του πουν και με τι ύφος; Θα περάσει μία ώρα μέχρι οι αρχές να επικοινωνήσουν και να ζητήσουν από τον Ευαγγελάτο να συνεχίσει τη σύνδεση γιατί όπως θα του πουν, κατά τη συνομιλία τους, για κάποιο λόγο ο Ματέι ηρεμούσε.
Ο τότε διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών, Θεόδωρος Παπαφίλης, θα αναλάβει τις διαπραγματεύσεις και στις 8 το βράδυ θα φτάσει στον ΣΚΑΙ ο υπαρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Θεόδωρος Πλάκας, με σκοπό να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις.
Η αστυνομία δεν είχε ακόμη ομάδα διαχείρισης κρίσεων, ήταν κάτι εντελώς πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτή η υπόθεση και η αιματηρή λεωφορειοπειρατεία της επόμενης χρονιάς θα οδηγούσαν στη δημιουργία αυτού του σώματος.
Κάτω απ’ το διαμέρισμα έχουν μαζευτεί αστυνομικοί και δεκάδες άνθρωποι. Η αστυνομία δεν έχει κάνει καν το βασικό: να αποκλείσει την περιοχή. Ο Σορίν Ματέι νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και την περίπτωση να φύγει η χειροβομβίδα από το χέρι του όλο και να πλησιάζει, θα βγει στο μπαλκόνι.
Θα φωνάξει να του φέρουν αμφεταμίνες, για να τον κρατήσουν ξύπνιο και σε εγρήγορση. Αντί για αμφεταμίνες όμως, η αστυνομία σε ένα ρεσιτάλ κουτοπονηριάς θα προσπαθήσει να τον κοροϊδέψει και θα του δώσει υπνοστεντόν. Θα το καταλάβει. Θα δώσει τα χάπια στην όμηρο Αμαλία Γκινάκη προκειμένου να διαβάσει κι εκείνη τι γράφουν πάνω τα χάπια. Θα του το επιβεβαιώσει. Οργισμένος, θα βγει στο μπαλκόνι και θα φωνάξει:
«Ρε φέρε αμφεταμίνες να πούμε με έχουν πιάσει τα νεύρα μου. Έχω τέσσερις ανθρώπους εδώ μέσα. Μια λάμψη θα δείτε και τίποτα άλλο. Κουτάλι θα φέρετε και θα μάς μαζεύετε».
Οι αστυνομικοί πίστευαν ότι η χειροβομβίδα που κρατούσε ήταν ψεύτικη. Ήθελαν να πέσει ναρκωμένος στο πάτωμα. Προς το παρόν, ευτυχώς το σχέδιο τους δεν πήγε όπως ήθελαν.
Γιατί όμως πίστευαν ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη; Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να δούμε πώς ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία.
Ο Σορίν Ματέι μπαινόβγαινε στις φυλακές από τα 15 του. Είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «Πεταλούδας» λόγω των συχνών αποδράσεών του. Η τελευταία του απόδραση, δυο βδομάδες πριν την ομηρία στο διαμέρισμα της Νιόβης 4, θα έπληττε το γόητρο της αστυνομίας.
Οι αστυνομικοί τον είχαν εντοπίσει στη Χαλκίδα αλλά εκείνος, πιάνοντας όμηρο έναν αστυνομικό, τον Θανάση Κρυσταλογιάννη, θα κατάφερνε να το σκάσει. Πάλι με την απειλή μίας χειροβομβίδας θα τον επιβίβαζε σε ένα αυτοκίνητο και μαζί θα έφταναν στον Πειραιά. Εκεί θα τον παρατούσε, ελεύθερο, χωρίς να τον πειράξει, και ίδιος θα διέφευγε με ένα ταξί.
Πλέον η σύλληψή του είχε γίνει για εκείνους ζήτημα τιμής.
Θα τον εντοπίσουν ξανά. Στο υπόγειο διαμέρισμα μίας φίλης του επίσης τοξικοεξαρτημένης, στον οδό Νιόβης 4. Ξέρουν πόσο επικίνδυνος είναι και δε θα προσπαθήσουν να τον συλλάβουν αμέσως. Θα τον παρακολουθήσουν και θα περιμένουν την κατάλληλη στιγμή. Το απόγευμα της 23ης Σεπτεμβρίου θα πιστέψουν ότι η κατάλληλη ώρα είχε έρθει.
Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, Γιώργος Ρωμαίος, βρισκόταν στο εξωτερικό και θα ενημερωθεί τηλεφωνικά, και ο εισαγγελέας Σακκάς, θα είναι εκείνος που θα δώσει εντολή στους αστυνομικούς να μην πυροβολήσουν κατά την έφοδό τους.
Στις 7 το απόγευμα άντρες των ειδικών δυνάμεων εισέβαλαν στο υπόγειο διαμέρισμα της φίλης του Ματέι. Θα βρουν τον Ρουμάνο ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι, έχει μόλις πάρει τη δόση του. Θα πετάξουν μια κροτίδα κρότου-λάμψης και θα τον χτυπήσουν στο κεφάλι με το περίστροφο. Ο Ρουμάνος δραπέτης όμως θα καταφέρει να τους ξεφύγει, να κλειδωθεί στην τουαλέτα, να βγει στον φωταγωγό και από εκεί να σκαρφαλώσει στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου.
Εκεί βρίσκονται η Σουλτάνα Γκινάκη, τα δύο της παιδιά, Ευάγγελος και Αμαλία, 24 και 25 χρονών αντίστοιχα, και ο αρραβωνιαστικός της τελευταίας, Αποστόλης Μακρινός. Ο Ματέι, χρησιμοποιώντας τα κορδόνια των παπουτσιών της 24χρονης, θα δέσει τους καρπούς της Αμαλίας -τον έναν με τον καρπό του αρραβωνιαστικού της και τον άλλον με το δικό του χέρι. Τότε θα τηλεφωνήσει στον ΣΚΑΙ και από εκείνη τη στιγμή θα ξεκινήσει το πρωτάκουστο «τηλεοπτικό σόου».
Στις 9 το βράδυ θα φτάσει έξω απ’ το διαμέρισμα ο ίδιος ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ., Αθανάσιος Βασιλόπουλος. Θα ανακρίνει γρήγορα-γρήγορα τη φίλη του Σορίν Ματέι στο ισόγειο της πολυκατοικίας και παρά το γεγονός ότι η ίδια δεν καταλάβαινε ούτε που βρισκόταν λόγω της επήρειας των ναρκωτικών, θα δώσει σημασία στα λόγια της. Θα του πει ότι η χειροβομβίδα είναι ψεύτικη και εκείνος θα την πιστέψει. Οι φωνές των αστυνομικών που θα προσπαθήσουν να τον πείσουν για το αντίθετο θα πέσουν στο κενό.
Θα απομακρύνει τις κάμερες, τα κανάλια και θα δώσει διαταγή να σταματήσει η ζωντανή σύνδεση με το δελτίο του ΣΚΑΙ. Και θα αρχίσει να οργανώνει την επιχείρηση. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Σταμάτης Μαλέλης θα πει ότι ο αστυνόμος Πλάκας, ο οποίος βρισκόταν δίπλα του στο στούντιο, του είπε ότι ο αρχηγός κάνει λάθος. Η χειροβομβίδα είναι αληθινή.
Στην ερασιτεχνική έφοδο θα συμμετέχει αυτοπροσώπως και ο αρχηγός της ΕΛΑΣ. Είναι προφανές ότι δεν έχουν ιδέα τι πρέπει να κάνουν. Την ώρα που οι αστυνομικοί μπαίνουν στο κτίριο, ο Ματέι έχει μόλις απελευθερώσει, όπως είχε υποσχεθεί νωρίτερα, τη Σουλτάνα Γκινάκη, τη μητέρα. Μερικές ώρες νωρίτερα είχε αφήσει ελεύθερο και τον γιο της.
Όταν οι αστυνομικοί έκαναν την έφοδο στο διαμέρισμα, τράβηξαν με δύναμη τον αρραβωνιαστικό της Γκινάκη, με αποτέλεσμα να κοπεί το κορδόνι που τον έδενε μαζί της. Κατάφεραν να τον σώσουν. Την ίδια στιγμή όμως, ο Ματέι άρπαξε σφιχτά την κοπέλα η οποία άρχισε να φωνάζει πανικόβλητη «Μη, μη μη…». Μπορεί να είχε διακοπεί η τηλεφωνική επικοινωνία του Ματέι με τον ΣΚΑΙ, αλλά ο κακοποιός είχε αφήσει το τηλέφωνο ανοιχτό. Όσα διαδραματίζονταν μεταδίδονταν ζωντανά στον αέρα του σταθμού. Οι φωνές, οι βρισιές και η μοιραία έκρηξη, όλα έγιναν live, μπροστά στα μάτια των σοκαρισμένων τηλεθεατών.
Οι αστυνομικοί θα υποστηρίξουν ότι ο Ματέι έβαλε τη χειροβομβίδα μέσα στο σορτσάκι της κοπέλας και την έσπρωξε πάνω τους. Οι συγγενείς της κοπέλας θα αναφέρουν μία άλλη εκδοχή. Θα πουν ότι έμαθαν πως η χειροβομβίδα έσκασε ακριβώς πίσω από τα πόδια της, με αποτέλεσμα να ακρωτηριαστεί.
Όπως και να συνέβη το περιστατικό, αυτό το βράδυ, αυτή η επιχείρηση και αυτός ο κακοποιός θα οδηγούσαν στον θάνατο της άτυχης κοπέλας. 17 ημέρες μετά θα άφηνε την τελευταία της πνοή στον Ερυθρό Σταυρό, μετά από μία μάχη που είχε χαρακτηριστεί από την αρχή μάταιη.
Από τα θραύσματα της χειροβομβίδας θα τραυματιστεί και ο αρχηγός της ΕΛΑΣ, καθώς και ακόμη τέσσερις αστυνομικοί. Ο νεαρότερος από αυτούς και οδηγός του αρχηγού, Γιώργος Παλιούρας, δεν θα στεκόταν το ίδιο τυχερός με τους υπόλοιπους. Θα έχανε τελικά το ένα του πόδι.
Από την έκρηξη τραυματίστηκε ελαφρά και ο ίδιος ο κακοποιός, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί αρχικά στον Ερυθρό Σταυρό και στη συνέχεια στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας. Ο διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου, Κώστας Αλεξίου, θα αποφασίσει τη μεταφορά του στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, καθώς έκρινε ότι η κατάστασή του δε διέτρεχε κανέναν κίνδυνο. Έχει κάνει όμως και αυτός λάθος.
Στις 26 Σεπτεμβρίου θα βρεθεί νεκρός. Η επίσημη ιατροδικαστική εξέταση θα αποδώσει τον θάνατο σε «πνιγμό λόγω εισρόφησης γαστρικού υγρού», σε συνδυασμό «με την παρατεταμένη καταστολή». Είναι αλήθεια ότι όσο νοσηλευόταν στον Ερυθρό Σταυρό ο Σορίν Ματέι, οι γιατροί του είχαν χορηγήσει μεγάλες ποσότητες υπνωτικών, προκειμένου να τον κρατούν σε καταστολή.
Ο γιατρός υπηρεσίας του νοσοκομείου του Κορυδαλλού, Ιωάννης Κούτρας θα αναφέρει ότι οι ποσότητες που βρέθηκαν αργότερα στο αίμα του δεν ήταν για άνθρωπο. «Ήταν δόσεις για ελέφαντα». Οι φύλακες όμως υποστήριξαν ότι την τελευταία φορά που τον είδαν πριν πνιγεί μέσα στον εμετό του, ότι είχε επαφή με το περιβάλλον.
Για αυτήν την πρωτοφανή υπόθεση, τελικά δε θα πληρώσει κανείς Μετά από δικαστικές ενέργειες που κράτησαν σχεδόν πέντε χρόνια, ο μοναδικός που θα καθίσει στο εδώλιο θα είναι ο τότε αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Το 2003 θα καταδικαστεί σε φυλάκιση 12 μηνών με αναστολή, για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Στο Εφετείο, δύο χρόνια αργότερα, θα αθωωθεί.
Από τη μεριά του, το ΕΣΡ θα επιβάλει στον ΣΚΑΙ πρόστιμο 50 εκατομμυρίων δραχμών, δηλαδή περίπου 147.000 ευρώ σε σημερινά λεφτά.