Unsplash
ΤΑΞΙΔΙ

Κάνοντας πρωτοχρονιά στην Αλβανία

Πολυφωνικά τραγούδια, προπόσεις, μυζηθρόπιτες και μπόλικη νοσταλγία σε μια χώρα που φαντάζει μακριά αλλά είναι τόσο δίπλα.

Η τελευταία φορά που άλλαξα τον χρόνο στην Αλβανία ήταν το 1999. Το μιλένιουμ απείχε μόλις έναν χρόνο κι εγώ ζούσα ήδη δύο χρόνια στην Ελλάδα. Τα δύο χρόνια τότε μου έμοιαζαν ως μια ζωή.

Φαντάζομαι πως κάπως έτσι θα έμοιαζαν και για τους υπόλοιπους 8χρονους που είχαν αφήσει τη χώρα όταν μετανάστευσαν μαζί με τους γονείς τους. Από εκείνη την πολύ μακρινή Πρωτοχρονιά δε θυμάμαι και πολλά, η αλήθεια είναι. Μόνο ίσως τον παππού μου να κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού και να τραγουδά στίχους που σκάρωνε ο ίδιος.

Μια εικόνα τόσο βαθιά αλβανική.

Στα 27 χρόνια που ζω στην Ελλάδα, φέτος θα ήταν μόλις η δεύτερη φορά που η Πρωτοχρονιά θα με έβρισκε πίσω στην πατρίδα μου και είναι ίσως η μοναδική φορά που ανυπομονούσα να περάσω αυτή την ημέρα οπουδήποτε αλλού εκτός από την Αθήνα. Δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενα, αλλά αποχαιρέτησα το 2023 και καλωσόρισα το 2024 στον τόπο που γεννήθηκα, κάτι καθόλου δεδομένο όταν είσαι μετανάστης.

Για την ακρίβεια όταν είσαι μετανάστης σχεδόν τίποτα δεν είναι δεδομένο. Βρίσκεσαι μονίμως ανάμεσα σε δύο κόσμους και αναζητάς την θέση σου σε καθέναν από αυτούς. Αυτή την Πρωτοχρονιά ήξερα πως ήθελα ο κόσμος μου να είναι μόνο η Αλβανία, ακόμα κι αν αυτό κρατούσε λίγες μόνο μέρες.

Ήταν ίσως η πρώτη φορά που το ταξίδι δεν με κούρασε, που η αναμονή στην Κακαβιά δεν μου δημιούργησε νεύρα, που τα κλαρίνα στο αυτοκίνητο του πατέρα μου δεν μου προκάλεσαν εκνευρισμό. Το αντίθετο μάλιστα. Ήμουν εγώ εκείνη που έβαζε τη μουσική. Όσο πιο αλβανική, τόσο πιο κοντά στον προορισμό μου αισθανόμουν.

Δεν ήταν πάντα έτσι τα ταξίδια μου στην Αλβανία. Στην εφηβεία τα βαριόμουν, το μόνο που ίσως λαχταρούσα ήταν το φαγητό, τα άλλα όλα μου έμοιαζαν τόσο φολκλόρ κι εγώ ήθελα να φύγω μακριά από αυτό. Μεγαλώνοντας όμως θέλω να αναπληρώσω όσο γίνεται τα όσα έχασα. Δώστε μου όλο το φολκλόρ και κυρίως δώστε μου όλες τις αλβανικές μυζηθρόπιτες.

Σήμερα σε ένα τραπέζι που ήμουν με φίλους είπα πως είχα πολύ ανάγκη να ζήσω την ασφυκτική αγάπη της οικογένειάς μου, να ακούσω τον θείο και τον παππού μου να τραγουδάνε, να κάνω δεκάδες προπόσεις, να έχω τη γιαγιά μου να μου κάνει απελπισμένη προξενιά. Πράγματα που μπορεί να μοιάζουν κουραστικά -και είναι εδώ που τα λέμε- αλλά δεν ξέρω πότε θα τα ξαναζήσω. Γιατί είπαμε, όταν είσαι μετανάστης, τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Όταν με ρωτάνε από που είμαι λέω σχεδόν πάντα «Από την Αθήνα» ή «Έχω γεννηθεί στην Αλβανία, αλλά μένω στην Αθήνα», άλλωστε αυτή η πόλη είναι το σπίτι μου. Φέτος όμως κατάλαβα πως η καρδιά μου θα ανήκει πάντα σε εκείνο το μικρό χωριό στο Skrapar, που μπορεί να μην μοιάζει πια όπως στις αναμνήσεις μου, αλλά ο ήχος από το ποτάμι του είναι ακόμα ίδιος με εκείνον που με κοίμιζε μέχρι εκείνη τον Απρίλιο του ’97 που έφυγα και έπρεπε να συνηθίσω να κοιμάμαι με τον ήχο των αυτοκινήτων.