© iStock
ΙΣΤΟΡΙΑ

Κάποτε, οι εκλογές στην Ελλάδα δεν είχαν ψηφοδέλτια αλλά σφαιρίδια

Για λόγους διαφάνειας και μυστικότητας της ψήφου, κάποτε αντικατέστησαν τα ψηφοδέλτια με μικρούς μολυβένιους βόλους. Βέβαια, και πάλι τρόποι νοθείας υπήρχαν.

Η διαδικασία άσκησης του εκλογικού δικαιώματος είναι γνωστή: όπως θα συμβεί και στην κάλπη των Ευρωεκλογών, στα εκλογικά κέντρα ανά την επικράτεια, κάθε πολίτης πριν περάσει πίσω από το παραβάν, παραλαμβάνει ανά χείρας τα ψηφοδέλτια των κομμάτων, καθένα από τα οποία με τη λίστα υποψηφίων που διεκδικούν το πολυπόθητο «σταυρώστε με» που έλεγε και η αοιδός Έφη Σαρρή.

Από την άλλη, από ποια διαστροφική ιδέα θα μπορούσε να είχε γεννηθεί η εξίσου διαδεδομένη φράση «έφαγε μαύρο» είτε εκείνη που λέει «θα το ρίξω δαγκωτό» για να δηλώσει την παθιασμένη στήριξη του ψηφοφόρου; Τα χαρτιά δάγκωναν;

Η απάντηση και για τις δύο ατάκες που επιβιώνουν μεταφορικά μέχρι σήμερα, πηγαίνει έναν αιώνα πίσω και συγκεκριμένα στο διάστημα περίπου 60 χρόνων, όταν οι πολίτες στο προσφάτως ανεξαρτητοποιημένο κράτος για λόγους κυρίως πρακτικούς ψήφιζαν με μικρούς μολυβένιους βόλους, δηλαδή σφαιρίδια.

Επειδή μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δε γνώριζε ανάγνωση και γραφή, οπότε ήταν εύκολα χειραγωγήσιμο από επιτήδειους κομματάρχες (πράγμα που συνέβαινε κατά κόρον στις εκλογές της οθωνικής περιόδου), από το έτος 1864 και τις διατάξεις εκείνου του Συντάγματος είχε αποφασιστεί να σταματήσει η μέθοδος των χειρόγραφων ψήφων.

Απ’ την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μέχρι τότε, δηλαδή, υπήρχαν ψηφοδέλτια, αλλά ήταν λευκές κόλλες, επάνω στις οποίες οι ψηφοφόροι καλούνταν να γράψουν το όνομα του υποψηφίου που επέλεγαν. Κατανοούμε πόσα παράθυρα νοθείας άφηνε αυτή η διαδικασία.

Με στόχο τη διαφάνεια, τα ψηφοδέλτια αυτά αντικαταστάθηκαν με τα σφαιρίδια (τα οποία οι ορκισμένοι ψηφοφόροι δάγκωναν αργότερα, κληρονομώντας την παροιμιώδη φράση που αναφέραμε), πρώτη φορά στις εθνικές εκλογές του 1865, στις οποίες νικητής είχε αναδειχθεί ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.

Πώς γινόταν η ψηφοφορία με τα σφαιρίδια

Πρόκειται για μια εκλογική μέθοδο που κατάγεται ιστορικά από την Ενετοκρατία, αρκετά πιο χρονοβόρα από εκείνη των ψηφοδελτίων.

Ουσιαστικά, για κάθε υποψήφιο στηνόταν μια ξεχωριστή μεταλλική κάλπη, που ήταν χωρισμένη στα δύο – το αριστερό μέρος ήταν βαμμένο λευκό και αντιστοιχούσε στο «Ναι», ενώ το δεξιά ήταν χρώματος μαύρου και αντιστοιχούσε στο «όχι». Ο ψηφοφόρος, λοιπόν, έπρεπε υποχρεωτικά ν να περάσει από όλες τις παραταγμένες κάλπες και σε κάθε μία από αυτές να ρίξει μυστικά το σφαιρίδιο, δηλώνοντας τη θέση του ανάλογα με την πλευρά που θα κατέληγε το σφαιρίδιο.

Προτού ρίξει την ψήφο του στην αντίστοιχη οπή, ο ψηφοφόρος σήκωνε ψηλά το χέρι του για να δείξει στον υπάλληλο που βρισκόταν μπροστά από κάθε κάλπη ότι κρατά μονάχα ένα σφαιρίδιο, ενώ για να μην ακούγεται σε ποια μεριά της κάλπης έπεφτε το μεταλλικό αντικείμενο, εσωτερικά η κάλπη ήταν καλυμμένη με ύφασμα. Πράγματι, οι παράμετροι αυτές συνέβαλαν στο να διεξάγονται με μυστικότητα οι εκλογές (η Ελλάδα, μάλιστα, θεωρήθηκε πρωτοπόρα σε ευρωπαϊκή κλίμακα), αν και σε βάθος χρόνου δεν εξαλείφθηκαν πλήρως οι περιπτώσεις νοθείας, απλά ήταν σε μικρότερη ποσόστωση.

Μια γνωστή μέθοδος παραποίησης των αποτελεσμάτων ήταν η ανατροπή της κάλπης πριν από την καταμέτρηση, για να αναμειχθούν τα σφαιρίδια.

Μισό αιώνα αργότερα από την εφαρμογή της ψηφοφορίας με σφαιρίδια, οι συνθήκες στο ελληνικό κράτος είχαν βελτιωθεί και τα ποσοστά αναλφαβητισμού είχαν πέσει. Έτσι, στο Σύνταγμα του 1911 επί Ελευθερίου Βενιζέλου δε συμπεριλήφθηκε η διάταξη για τα σφαιρίδια και σταδιακά τα έντυπα ψηφοδέλτια επανήλθαν, πλέον με τυπωμένα ονόματα ώστε να σημειώνονται με σταυρό προτίμησης από τους ψηφοφόρους. Χρησιμοποιήθηκαν πρώτη φορά το 1914 στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, όπως και στις εκλογές του 1920 σε Θράκη και Μικρά Ασία.

Τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκαν τα σφαιρίδια, πριν καταργηθούν πρακτικά, ήταν τον Μάρτιο του 1912.