ΤΑΞΙΔΙ

Κορίτσια, αγόρια, όλοι στα Ζαγοροχώρια

Μια συντάκτρια πήρε τα όρη, τα βουνά και καταγράφει τις αναμνήσεις της από τις 48 ώρες που έζησε σε ένα από τα ομορφότερα μέρη της ορεινής Ελλάδας.

Μην κοροϊδέψεις: για πολλά χρόνια μπέρδευα τα Ζαγοροχώρια με τα Πηλιορείτικα χωριά. Ως αστικόπληκτη που θεωρεί καθαρό τον αέρα της Κηφισιάς, στο μυαλό μου αυτά τα δύο ήταν κάτι το παρόμοιο, δυο ονειρεμένοι χειμερινοί προορισμοί για φυσιολάτρες, ιδανικά σκηνικά για να γυριστεί, ας πούμε, μια διαφήμιση στιγμιαίου καφέ. Και παρότι στο Πήλιο έτυχε να βρεθώ κάποια στιγμή, τα Ζαγοροχώρια δεν τα είχα αναζητήσει ούτε στον χάρτη.

Όχι πως αν ήξερα που πέφτουν θα πήγαινα – με απόσταση 445 χιλιομέτρων από την Αθήνα, το Ζαγόρι αυτομάτως θα είχε καταχωρηθεί στο μυαλό μου ως εξωτικός προορισμός. Ίσως φταίει που τα road trips τα θεωρώ εξίσου διασκεδαστικά με την εξαγωγή φρονιμίτη ή που δεν ήξερα πως υπάρχει αεροδρόμιο στα Ιωάννινα (ναι, ΟΚ, είμαι εντελώς αγεωγράφητη, θες κάτι;). Και κάπως έτσι, οι 6 οδικές ώρες που μοιάζουν με αιωνιότητα συρρικνώθηκαν σε μονάχα μια, εύκολη, αβασάνιστη και ιπτάμενη.

Τέτοιες ευκαιρίες δεν εμφανίζονται κάθε μέρα. Πώς αλλιώς μπορώ να χαρακτηρίσω την ευγενική πρόσκληση του Aristi Mountain Resort να με φιλοξενήσει δύο νύχτες στην πέτρινη αγκαλιά του στο γραφικό, πανέμορφο χωριό Αρίστη αν όχι ευκαιρία;

Με χαρά την αποδέχθηκα πριν καν αρχίσω να το λιμπίζομαι από τις φωτογραφίες, οι οποίες, ωστόσο, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: διότι ναι μεν αντανακλούν την πολυτέλειά της κατασκευής του και τα ευρύχωρα δωμάτιά του (μικρά παραδοσιακά σπιτάκια, για να λέμε τα πράγματα σωστά), δικαιολογώντας το status του ξενοδοχείου ως μέλος των Small Luxury Hotels of the World, στις φωτογραφίες, όμως, δεν μπορεί να αποτυπωθεί το πόσο μαλακό –σαν να κοιμάσαι στα σύννεφα – ήταν το κρεβάτι, πόσο φρέσκα ήταν τα αυγά στο πρωινό, πόσο ειλικρινές ήταν το χαμόγελο του προσωπικού όταν σου έλεγε “Καλημέρα”.

Και κυρίως, δεν μπορεί να αποτυπωθεί το αίσθημα θαλπωρής που αισθάνεσαι εκεί μέσα, διότι όταν κοιτάς τις φωτογραφίες μοιάζουν όλα φτιαγμένα για σελίδες deco περιοδικού, ενώ όταν όντως είσαι εκεί το μόνο που θες να κάνεις είναι να αρπάξεις όποιο περιοδικό βρεις και να κουλουριαστείς στους φιλόξενους καναπέδες δίπλα στο τζάκι με μια κούπα ζεστή σοκολάτα ανά χείρας. Και είτε διαλέξεις να αράξεις στις δερμάτινες πολυθρόνες απέναντι από το μπαρ, είτε στα άνετα σαλόνια δίπλα στο gourmet εστιατόριο Salvia η αίσθηση είναι η ίδια: δεν θέλεις να σηκωθείς ποτέ.

Αργά ή γρήγορα όμως πρέπει να σηκωθείς. Διότι το ξενοδοχείο δεν βρίσκεται στη μέση του πουθενά αλλά περιτριγυρίζεται από άλλα 45 πανέμορφα χωρία που φυσικά μέσα στις 48 ώρες που είχα εγώ στην διάθεσή μου δεν προλαβαίνεις να δεις ούτε τα μισά, ακόμη κι αν είσαι όλη μέρα μέσα στο αυτοκίνητο και παίρνεις τις στροφές σαν τον Σουμάχερ. Mission impossible, αφενός διότι κάθε λίγο και λιγάκι την πορεία σου ανακόπτουν αγελάδες, αγριογούρουνα και αλεπούδες, αφετέρου γιατί το κάθε χωριό έχει τα δικά του θέλγητρα και διεκδικεί τον χρόνο σου σαν ζηλιάρα ερωμένη.

Στο Μονοδένδρι, για παράδειγμα, χωριό χτισμένο στα 1.000 μέτρα υψόμετρο, περπάτησα στα πιο παραμυθένια μονοπάτια, αναρωτήθηκα ποιοι τυχεροί μένουν στα πέτρινα αρχοντόσπιτα με τις βαριές ξύλινες πόρτες -που νομίζεις πως θα ανοίξουν και θα βγουν ιππότες- και ήπια αρχετυπικό ελληνικό καφέ στην πλατεία όσο οι υπόλοιποι της παρέας έκαναν την βόλτα τους ως την ξακουστή – και απ’ ό,τι μου είπαν πανέμορφη – Μονή της Αγίας Παρασκευής, χτισμένη το 1412.

Στην θέση Οξιά σταμάτησα για να θαυμάσω την χαράδρα του Βίκου – ήξερες εσύ πως είναι το βαθύτερο φαράγγι παγκοσμίως σύμφωνα με το βιβλίο Guinness;

Όπως αποδείχθηκε δεν συστήνεται σε υψοφοβικούς σαν εμένα, που πήγαινα κολλημένη στον βράχο με ταχυπαλμία όσο οι θαρραλέοι φωτογραφίζονται στην άκρη του πουθενά έτσι για το fun, την εικόνα και το μεγαλείο, όμως, θα την κουβαλάω μαζί μου για μια ζωή.

     

Στο γοητευτικό χωριό Βίτσα ανακαλύψαμε ένα γαστρονομικό διαμάντι, ένα θεματικό εστιατόριο αφιερωμένο στον θησαυρό της περιοχής, τα μανιτάρια. Οι ιδιοκτήτες του Κανέλα και Γαρύφαλλο, συλλέκτες και καλλιεργητές οι ίδιοι, μας υποδέχθηκαν στη ζεστή σάλα και μας μίλησαν με ενθουσιασμό για το πάθος τους.

“Όλα τα μανιτάρια τρώγονται, αν και ορισμένα μόνο μια φορά” θυμάμαι τον τίτλο του βιβλίου του Hervé Le Tellier όσο χαζεύω στους τοίχους cult αφίσες – διαγράμματα με τα αμέτρητα είδη των μανιταριών, ενώ μπροστά μου παρελαύνουν μανιταρόσουπες, μανιταρόπιτες, μανιτάρια στο τηγάνι, μανιτάρια ριζότο, ακόμη και μανιτάρι γλυκό του κουταλιού και το μανιτάρι λικέρ για το τέλος. Νιώθω σαν τον τύπο με τις γαρίδες από το Forest Gump, αλλά με μανιτάρια. Καθόλου δεν με πειράζει, είμαι φαν.  

Στην γέφυρα της Αρίστης βρέθηκα ντυμένη με την πανγέλοια neoprene στολή  του rafting να συμφωνώ με τους υπόλοιπους της παρέας πως ετούτος εδώ είναι ιδανικός τόπος κατοικίας για νεράιδες και ξωτικά – τόσο απόκοσμη είναι η ομορφιά του τόπου, κι ας ήταν στρωμένος με εντελώς γήινα καφέ φθινοπωρινά φύλλα.

Από εκεί ξεκίνησε η κατάβαση στον Βοϊδομάτη (καμία σχέση με βόδια και μάτια, ρωτήσαμε και μάθαμε πως η ονομασία είναι σλάβικη και σημαίνει “βόντα ματ” δηλαδή η μάνα του νερού), ο οποίος είναι το κρυστάλλινο στολίδι της περιοχής με τα πεντακάθαρα, κρύα νερά του και ένα κατάφυτο, καταπράσινο τοπίο να αγκαλιάζει τον ποταμό.

Με ένα ολίγον τζαζ τύπο επικεφαλής, τον Χρήστο, να φωνάζει “πάμε μωρή βάρκα αρρώστια” και τραγουδώντας όλοι μαζί “ήταν ένα μικρό καράβι” περάσαμε μιάμιση ώρα στον υγρό παράδεισο, να ζούμε extreme εμπειρίες για αρχάριους: μια στροφούλα εδώ, ένα κλαδάκι εκεί, ένα καταρρακτάκι παραπέρα, με λίγα λόγια τίποτα συγκλονιστικό δεν συνέβη ήταν, όμως, μια συγκλονιστικά διασκεδαστική μιάμιση ώρα.

Στο χωριό Ελάτη έφαγα το (drumroll please) Ωραιότερο Γεύμα 2013 στο εστιατόριο Στα Ριζά, σε αυτό το παράξενο, πολύχρωμο εστιατόριο με τον μαξιμαλιστικό διάκοσμο και το μπαλκόνι που κρέμεται στο γκρεμό.

Ο εσωστρεφής ιδιοκτήτης-αυτοδίδακτος μάγειρας και η γυναίκα του θα μπορούσαν να παραδώσουν κανά – δυό μαθήματα θεσπέσιας ελληνικής κουζίνας με ψυχή και ευρηματικότητας στους comme il faux εστιάτορες της Αθήνας: από την κουζίνα τους βγήκαν μόνο πιάτα που μύριζαν αγάπη για τις τοπικές πρώτες ύλες και κέφι για πειραματισμό, είτε μιλάμε για τις φοβερές πίτες (κοτόπιτα, ακόμη σε ονειρεύομαι) και τα ορεκτικά, όπως την λιαστή ντομάτα με το καπνιστό τυρί, είτε γιατί τα μαγειρευτά κρέατα και κυνήγια, όπως η προβατίνα στη λαδόκολλα με ντομάτα και κεφαλοτύρι ή το αγριογούρουνο με κυδώνια και δαμάσκηνα.

Είναι τόσα πολλά τα χωριά και εγώ σταμάτησα σε τόσο λίγα, στην προσπάθεια να βρω την χρυσή ισορροπία μεταξύ συλλογής εμπειριών και χαλάρωσης. Τελικά, όμως, δεν αξίζει να κρατάς χαρτί με σκορ γιατί στα Ζαγοροχώρια δεν γίνεται διαγωνισμός ποιος θα επισκεφθεί τα περισσότερα, ούτε θα σου κρατήσουν κακία εκείνα που δεν πρόλαβες να πας (Πάπιγκα, you’re next on my list).

Άλλωστε υπάρχει μια στιγμή που όλα τα Ζαγοροχώρια γίνονται ένα: είναι εκείνα τα δύο πρωινά που έκλεινα την πόρτα του μικρού σπιτιού μου πίσω μου, αντικρίζοντας την φύση όπως λίγες φορές την έχω ξαναδεί, με την πηχτή ησυχία να διαταράσσεται μόνο από τις φωνές των πουλιών και των ζώων, με πενήντα και βάλε αποχρώσεις του πράσινου να ξεδιπλώνονται μπροστά μου, με την μυρωδιά του ξύλου που καίγεται στα τζάκια να με τυλίγει όσο εισπνέω παγωμένο αέρα και τον εκπνέω ορατά ζεσταίνοντας με αυτόν τα χέρια μου.


Είναι η στιγμή που αισθάνεσαι ταυτόχρονα ο πιο τυχερός και ο πιο άτυχος άνθρωπος του κόσμου, τυχερός γιατί έχεις την ευτυχία να βρίσκεσαι εδώ αυτή τη στιγμή, άτυχος γιατί αργά ή γρήγορα θα πρέπει να γυρίσεις. Και αυτό είναι το μοναδικό άσχημο πράγμα τελικά στα Ζαγοροχώρια. Πρέπει να γυρίσεις.

Exit mobile version