Μαζέψαμε ελιές και μας βγήκε το λάδι
- 17 ΟΚΤ 2017
Σε όποιον έλεγα ότι θα τα παρατήσω όλα στην Αθήνα και θα πάρω την οικογένεια να πάμε να ζήσουμε στην Κρήτη -χωρίς πρώτα να γίνει μία σχετική προετοιμασία όσον αφορά στην ανεύρεση δουλειάς εκεί- με κοιτούσε λες και του ανακοίνωνα ότι έχω ανίατη ασθένεια. Ξέρετε, με εκείνο το βλέμμα που θέλει να σου πει “είσαι τρελός;”, αλλά τελικά σου εκφράζει τη συμπαράστασή του και παράλληλα την ευχή κάποτε να κάνει κι αυτός ένα παρόμοιο βήμα (δηλαδή ποτέ, εκτός αν πρόκειται για τον Γιώργο Μυλωνά).
Αυτά σαν ένας μικρός πρόλογος για την παρακάτω ιστορία. Κατεβαίνοντας, λοιπόν, στην Κρήτη και συγκεκριμένα σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό λίγο έξω από το Ηράκλειο, από τα πρώτα πράγματα που ήθελα να κάνω είναι να ζήσω λίγο σαν χωριάτης. Για την εμπειρία. Να κάνω κάποια από αυτά που στην Αθήνα δεν μπορούσα. Στην προκειμένη περίπτωση να πάω να βοηθήσω στις ελιές, να δω πως μαζεύουν το λάδι (και να νιώσω στο πετσί από που βγήκε η θυμόσοφη φράση ‘μου έβγαλες το λάδι’).
Όταν, λοιπόν, έφτασε η εποχή, εκεί γύρω στον περσινό Νοέμβριο, όπου ο πεθερός μου θα ξεκινούσε τη διαδικασία να πάει να μαζέψει τις ελιές -διαδικασία που μπορεί να κρατήσει κι ένα μήνα- άρχισα δειλά-δειλά να εκφράζω την επιθυμία να τον ακολουθήσω. Η επιθυμία έγινε πράξη ένα πρωί του Σαββάτου, όταν υποσχέθηκα πως θα ξυπνήσω και θα πάω στο χωράφι μαζί του.
Το ‘μαζί του’ δεν σήμαινε πως θα πάμε την ίδια ώρα. Το δικό μου ‘θα ξυπνήσω’ ισοδυναμεί με το δικό του ‘εγώ θα κοιμηθώ’. Τις ώρες που ξυπνάω εγώ, αυτός συνήθως κοιμάται. Όταν, λοιπόν, έφτασα στο χωράφι με το φραπέ στο χέρι και με το μάτι πρησμένο γύρω στις 11, το βλέμμα του πρόδιδε έκπληξη. Με λίγα λόγια, ήταν σαν να μου έλεγε ”τι στο διάολο ήρθες να κάνεις τέτοια ώρα;”. Άουτς.
Αφού πρώτα άνοιξε το μάτι, στη συνέχεια παρακολουθούσα με προσοχή τη διαδικασία. Το μηχανάκι με την προπέλα μπροστά που έριχνε τις ελιές από το δέντρο αυτομάτως κατέβαζε το επίπεδο δυσκολίας σε ‘αρχάριους’. Ο ηλιόλουστος καιρός επίσης (δεν είμαστε για βροχές και λάσπες εμείς οι πρωτευουσιάνοι). Άρα όλα ήταν έτοιμα να πάρω την κρυάδα.
Το διάλειμμα με ρακή και χοχλιούς
Γύρω στις 12 (έπρεπε να περάσει καμιά ωρίτσα να ανοίξει το μάτι, ναι ήμουν τόσο προκλητικός) πήρα ένα από τα μηχανάκια για να ζήσω την εμπειρία. Δεν πρόλαβα να κάνω την πρώτη κίνηση κι ο πεθερός φωνάζει με την κλασική βροντερή και κοφτή κρητική φωνή που δεν σου αφήνει και πολλά περιθώρια: “Διάλειμμα!” Είχα τη φαεινή ιδέα να αντιδράσω, εκφράζοντας την απορία μου για το γεγονός πως είναι δυνατόν να γίνεται διάλειμμα μόλις μία ώρα μετά την έλευσή μου. “Εμείς είμαστε από τις 7 εδώ, δεν ήρθαμε στις 11”, απάντησε και μία αόρατη φωνή μου ψιθύρισε στο αυτί “Να σέβεσαι!”.
Το διάλειμμα περιλάμβανε κολατσιό και το κρητικό κολατσιό είναι κανονικό φαγητό. Παστίτσιο, ντολμαδάκια, χοχλιούς (θέλω να γνωρίσω αυτόν που κάποτε είδε ένα σαλιγκάρι και είπε “α ωραία, αυτό τρώγεται!”) καλτσούνια, ρακή, πολλή ρακή, πάρα πολλή ρακή. Τόση ρακή που μετά το πέρας του διαλείμματος δεν ήμουν σε θέση να κάνω αυτό για το οποίο πήγα. Βασικά, δεν ήμουν σε θέση ούτε να πάρω το αυτοκίνητο και να επιστρέψω σπίτι.
Δεν έπρεπε να δείξω αδυναμία. Έπρεπε να κάνω αυτό για το οποίο πήγα. Με περίσσιο θάρρος πήρα ένα από τα μηχανάκια κι άρχισα να κλαδεύω το πρώτο δέντρο. Καμιά δεκαριά ελιές στο μάτι (έχετε ιδέα πόσο πονάει;) και καμιά τριανταριά φύλλα στο στόμα αργότερα κι αφού έχω γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα και αισθάνομαι τα χέρια μου να μουδιάζουν, αφήνω το μηχανάκι στην άκρη και δηλώνω την ήττα μου: “Δεν είμαι εγώ γι’ αυτά”. Κάτι μουρμουρητά του πεθερού μου με τους εργάτες και κάτι γελάκια ήταν η αντίδραση της παραίτησής μου.”Ωραίο γαμπρό έκανες’‘, ήμουν σίγουρος πως είπαν, αλλά δεν έδωσα σημασία. Είχαν δίκιο. Ο φλώρος πρωτευουσιάνος ξεφτιλίστηκε.
Οι απέλπιδες προσπάθειες να δοκιμάσω ξανά συνέθεσαν την εικόνα μέχρι να φύγουμε -κι αφού η ώρα είχε πάει 17:00- την ώρα που ήδη αισθανόμουν πιασμένος σε όλο το κορμί, σαν την πρώτη μέρα στο γυμναστήριο. Υποθέτω, δεν έχω πάει ποτέ.
Το μαρτύριο, βέβαια, δεν τελείωσε εκεί, αφού στη συνέχεια έπρεπε να φορτώσουμε όλα τα σακιά στο αυτοκίνητο και να τα πάμε στο εργοστάσιο. Εκεί που οι ελιές γίνονται λάδι, εκεί που βλέπεις τον καρπό των προσπαθειών σου να αποδίδει (κάθε φορά που χρησιμοποιείται αυτό το κλισέ ένα δίπλωμα από σχολές δημοσιογραφίας πιάνει φωτιά).
Πρωτόρακο με μπριζόλες
Στο εργοστάσιο δε είχε κάτι για να κουραστείς. Ήμουν ήδη εξαντλημένος από αυτή την, κάτι σαν, δουλειά που έκανα νωρίτερα. Από το τίποτα δηλαδή. Εκεί, λοιπόν, έχεις την ευκαιρία να το παίξεις λίγο μαθητής, παρακολουθώντας τη διαδικασία. Κι επειδή χρειάζεται κάμποση ώρα δεν γίνεται να τη βγάλεις ξεροσφύρι. Ακριβώς δίπλα από το εργοστάσιο υπήρχε ένας χώρος επεξεργασίας ρακής (σώωωωπα!). Έτσι μου τον είπαν, έτσι σας τον λέω. “Εχεις δοκιμάσει πρωτόρακο;”, με ρώτησε ο πεθερός μου με το ύφος του σίγουρου. “Σιγά μην έχει δοκιμάσει ο πρωτευουσιάνος”, βάζω στοίχημα πως είπε από μέσα του.
Όποια κι αν ήταν η απάντησή μου δεν θα έπαιζε ρόλο για τη συνέχεια, αφού έτσι κι αλλιώς θα πηγαίναμε μία βόλτα από εκεί. Έχοντας ακόμα στο στόμα τη γεύση από τις πρωινές ρακές, βρέθηκα σ’ ένα χώρο που περισσότερο έμοιαζε με συνεργείο αυτοκινήτων παρά αποστακτήριο. Με μία σόμπα στη μέση όπου πάνω της έψηναν μπριζόλες (εκεί ένιωσα λίγο Λάουρα μπροστά στη θέα της σοκολάτας) και δύο Κρητίκαρους (δηλαδή από αυτούς που δεν θες να διαφωνήσεις μαζί τους) να περιμένουν στο καζάνι να ετοιμαστεί η ρακή.
Αυτές ήταν οι τελευταίες εικόνες που θυμάμαι μέχρι να καταλήξω σπίτι και να συνέλθω από ένα κρύο ντους. Η πρώτη φορά που πήγα να το παίξω παιδί της φύσης και της εργατιάς κατέληξε μ’ ένα άγριο hangover, πολύ φαγητό και πιασμένα χέρια από την υπερπροσπάθεια τριών δέντρων (δεν θέλω γέλια). Για τα πρώτα δύο αισθανόμουν χαρούμενος, αλλά για το τρίτο η ήττα έγινε συντριβή. Τα αστεία της επόμενης μέρας (“ευτυχώς που ήμουν κι εγώ, γιατί ακόμα θα μαζεύατε ελιές”) ήταν οι εξυπνάδες που συνοδεύτηκαν από μειδιάματα. Στην ερώτηση “θα ξανάρθεις” η απάντηση ήταν άμεση “λέω του χρόνου”. Και κοίτα, ρε διάολε, που αυτός ο χρόνος πέρασε κι η εποχή που θα τεθεί πάλι το θέμα προς συζήτηση, έφτασε. Αλλά όσο σκέφτομαι αυτά τα μπριζολάκια τόσο παίρνω θάρρος να θέσω ξανά τον εαυτό μου στη διάθεση της εργατιάς.
Και επειδή κάθε κείμενο που αφορά την Κρήτη πρέπει να κλείνει με μία μαντινάδα, πάρ’ τε μία εκ του προχείρου:
”Κλαδεύω κι ο λογισμός
είναι στις δυο μπριζόλες
κι όπως τη βλέπω τη δουλειά
θα τις εφάω όλες”.
Κεντρική φωτογραφία: Εurokinissi.gr