Μία ημέρα στη λίμνη Τσιβλού, στο μέρος όπου ένα ολόκληρο χωριό κρύβεται στον βυθό
Μαζί με άλλα 60 άτομα, μπατόν πεζοπορίας και σφιχτά κορδόνια, περπατήσαμε 10 χιλιόμετρα μέσα στο δάσος, ακούγοντας τα φουσκωμένα νερά του ποταμού Κράθι.
- 29 ΑΠΡ 2022
Η ηλικία των 109 χρόνων θα ήταν ένα μικρό θαύμα, εάν μιλούσαμε για το ανθρώπινο είδος –πρόσφατα, είδα, πέθανε ο διαπιστωμένα γηραιότερος άνθρωπος του πλανήτη σε ηλικία 119 ετών–, αλλά εάν μιλάμε για φυσική λίμνη, είναι κομματάκι λίγα: η λίμνη Τσιβλού δίπλα απ’ την Ακράτα διαμορφώθηκε μόλις το 1913, ύστερα από μία καταστροφική κατολίσθηση.
Το έδαφος έτρεμε τον Μάρτιο εκείνου του έτους, οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους, ώσπου ένας μεγάλος όγκος χώματος και βράχων έκανε την εκτίναξη απ’ το βουνό Γερακάρη, αφανίζοντας πλήρως την ορεινή Συλίβαινα και προκαλώντας ζημιές κι ένα πέπλο αποπνικτικού νέφους στο χωριό Τσιβλός στα πεδινά.
Γρήγορα το νερό έφτασε και κάλυψε ένα μέρος του οικισμού: η κατολίσθηση είχε φράξει την κοίτη του ποταμού Κράθι σε δύο σημεία, οπότε σχηματίστηκαν δύο λεκάνες, από τις οποίες όμως μόνο η Τσιβλού ήταν που σταθεροποιήθηκε.
Σήμερα αποτελεί έναν τόπο γαλήνης για όσους θέλουν να γλιτώσουν από το μπετόν της πρωτεύουσας: απέχει ούτε δυόμιση ώρες από το κέντρο και περιλαμβάνεται στις ομορφότερες λίμνες της Πελοποννήσου και μια εκ των νεότερων όλων των Βαλκανίων.
Ήπια παραμένει η τουριστική εκμετάλλευση –μια ταβέρνα και λίγοι ξενώνες είναι όσα θα βρείτε στο ομώνυμο χωριό πάνω στη λίμνη– αλλά η συμπεριφορά των επισκεπτών, όπως πάντα, αδηφάγα και επεκτατική, με τα τετρακίνητα να οργώνουν το χώμα ως τα κιόσκια, λες και παίζουν σε διαφήμιση.
Για τους υπόλοιπους, που θέτουν σε προτεραιότητα την ισορροπία της λίμνης και του Εθνικού Πάρκου Χελμού-Βουραϊκού (που είναι καταχωρημένο στο Δίκτυο Natura 2000), υπάρχει το περπάτημα. Η Τσιβλού αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς πεζοπορικών συλλόγων με έδρα την Αθήνα και ειδικά την άνοιξη που έχει χορταριάσει και η δροσιά θέλγει αντί να αποθαρρύνει, μοιάζει σαν θείο δώρο, ύστερα από δέκα χιλιόμετρα κατηφόρας.
Στον δρόμο προς τη λίμνη Τσιβλού
Το πούλμαν τράβηξε χειρόφρενο σε μια στροφή του δρόμου πριν το χωριό Περιστέρα, μέσα στο δάσος. Το γκρουπ ήταν στο max της χωρητικότητας: 60 άτομα κατέβηκαν μαζί με εμάς από το όχημα, ετοιμάζοντας τον εξοπλισμό τους πριν ξεκινήσει η πεζοπορία – μπουφάν και νερό στην τσάντα, μπατόν στα χέρια και σφιχτά κορδόνια για να στηρίζονται καλά οι αστράγαλοι.
Από τις πρώτες κουβέντες που άκουγες στον αέρα, μάντευες πως οι περισσότεροι γνωρίζονταν μεταξύ τους, είτε απλά είχαν όλη την καλή διάθεση να γνωριστούν. Ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει από ώρα πάνω απ’ το βουνό, ζεσταίνοντας το δέρμα μας κι ο άνεμος κουνούσε ελαφριά τα κλωνάρια γύρω μας.
«Βρισκόμαστε στα 1000 μέτρα περίπου», με ενημέρωσε ένας ψηλός πεζοπόρος, που ήταν φανερά πιο οργανωμένος από εμένα. Το ρολόι στο χέρι του, πέρα από υψόμετρο, μετρούσε βήματα, παλμούς, ατμοσφαιρική πίεση και θερμοκρασία. Η κάμερα ήταν δεμένη πάνω στο backpack.
Περίπου 10 χιλιόμετρα μας χώριζαν εκείνη τη στιγμή από το μοντέλο που θα φωτογράφιζε, την υπέροχη λίμνη Τσιβλού. «Ο καιρός είναι αίθριος, ο προορισμός μας βρίσκεται σε υψόμετρο 700 μέτρων και υπολογίζεται ότι για την κατάβαση θα χρειαστούμε περίπου τέσσερις ώρες, με μία ενδιάμεση στάση», ανακοίνωσε ένα από τα μέλη του πεζοπορικού συλλόγου SWEN, που είχαμε κλείσει το τριπ. Πήραμε θέση μπροστά στους οδηγούς για λίγες διατάσεις και πληροφορίες.
Η λογική ήταν ότι όλο το γκρουπ θα κινηθεί σαν αλυσίδα στη διαδρομή, έχοντας έναν οδηγό από το σύλλογο μπροστά να κατευθύνει, έναν οδηγό στα μετόπισθεν κι έναν στη μέση. Οι τρεις τους, καθ’ όλη τη διάρκεια, συνεννοούνταν με ενδοεπικοινωνία για τυχόν στάσεις ή καθυστερήσεις, προκειμένου να έχουμε όλοι τον ίδιο ρυθμό. Όπως έμαθα μετά, ο συγκεκριμένος σύλλογος επιμένει σε αυτό το σύστημα οργάνωσης. Είναι από τα πρώτα γραφεία της Αθήνας που ξεκίνησαν πεζοπορίες για το ευρύ κοινό, έχοντας στο προσωπικό του γυμναστές και λάτρεις της πεζοπορίας.
Κυπαρίσσια, πεύκα και έλατα θα μας συνόδευαν για την υπόλοιπη ώρα. Οι κορυφές από τα Αροάνια Όρη κράταγαν παραδόξως λίγο χιόνι απ’ τον βαρύ χειμώνα και τα φουσκωμένα νερά από τον ποταμό Κράθι έφταναν στα αυτιά μας, προτού τα συναντήσει το βλέμμα μας.
Κινούμασταν παράλληλα με τη ροή, σε έναν πολύ πλατύ χωματόδρομο, απόλυτα βατό, χωρίς πολλές εναλλαγές. Γρήγορα χαλάρωνες στην ησυχία του δάσους και καθώς περπατούσες, άνοιγες κουβέντα με τους διπλανούς. Η αίσθηση ότι ήσουν μέλος μιας μεγάλης ομάδας σου πρόσφερε σιγουριά.
Γιατί η νέα γενιά παίρνει τα βουνά;
«Η συγκεκριμένη διαδρομή χαρακτηρίζεται με βαθμό δυσκολίας 1+, στην κλίμακα των πεζοπόρων, που φτάνει έως το 5», μου λέει ο Βαγγέλης Αναγνωστόπουλος, έμπειρος γυμναστές και μέλος του SWEN τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
«Αυτό καθορίζεται από αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι η κλίση και η μορφολογία του εδάφος, είτε η απόσταση, αλλά πέραν αυτών υπάρχει και οι υποκειμενικοί παράγοντες στο αν μια διαδρομή είναι τελικά δύσκολη για κάποιον». Η κατάβαση, για παράδειγμα, είναι περισσότερο επίπονη για τα γόνατα, ενώ η ανάβαση χρειάζεται καλύτερη φυσική κατάσταση, όπως μου εξηγεί.
«Πριν από το 2020 και την καραντίνα, τα άτομα που δήλωναν συμμετοχή στις πεζοπορίες ήταν μεταξύ 35 και 40 χρονών», παρατηρεί στη συνέχεια. «Αυτό άλλαξε τελείως μετά την πανδημία: ο μέσος όρος έκανε βουτιά προς τα κάτω, έτσι που πλέον αισθάνομαι παππούς δίπλα τους», λέει γελώντας.
Φοιτητές και φοιτήτριες, σε παρέα ή και μόνοι, ήταν όσοι είχα γνωρίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή από το γκρουπ – γενικά, άτομα γύρω στα 20-25, που ακολουθούν συστηματικά συλλόγους σε βουνά και λίμνες. «Ειδικά οι λίμνες έχουν πολύ πέραση», παραδέχεται ο Βαγγέλης, δείχνοντας το μέγεθος του γκρουπ.
Η στροφή προς τη φύση και το περπάτημα ήταν η αντίδραση στον πολύμηνο εγκλεισμό, που ειδικά για το θερμό αίμα της Gen Z ήταν μια αφόρητη καταπίεση.
Τόσο δημοφιλής προορισμός είναι και η λίμνη Δόξα στην Πελοπόννησο, επίσης μια ανάσα δρόμος από την Αθήνα, αλλά το μεγάλο προσόν της Τσιβλού είναι ότι αποτελεί φυσικό δημιούργημα, οπότε ως οικοσύστημα διαθέτει τρόπους να καθαρίζεται μόνη της και ενδείκνυται περισσότερο για βουτιά. Οι θαρραλέοι λοιπόν δεν έμειναν στη στεριά, αλλά έψαχναν κάτω απ’ το νερό μήπως δουν τα σπίτια του χωριού, που λέγεται ότι επιβιώνουν στον πάτο, μετά την καταστροφή του 1913.