iStock
ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Μία νέα έρευνα αλλάζει αυτά που πιστεύαμε για τις αιτίες της κατάθλιψης

Τα αντικαταθλιπτικά χάπια έχουν επικρατήσει στη σύγχρονη ψυχιατρική, αλλά τα στοιχεία για τη σύνδεση μεταξύ σεροτονίνης και καταθλιπτικής διαταραχής παραμένουν ελλειπή.
Εδώ και δεκαετίες, η επιστήμη της ψυχιατρικής ακολουθά τον εξής κανόνα: η έλλειψη σε χημικές ουσίες του εγκεφάλου και συγκεκριμένα στη σεροτονίνη, ευθύνεται για την επίμονη καταθλιπτική διαταραχή, οπότε ένας άμεσος τρόπος αποκατάστασης είναι τα φάρμακα που την εκκρίνουν.

Ως εκ τούτου, οι διάφορες αντικαταθλιπτικές αγωγές αυξήθηκαν ραγδαία από το 1990 κι έπειτα, έγιναν πιο εξειδικευμένες και κυριάρχησαν ως αντίδοτο στον σύγχρονο τρόπο ζωής (τύπου Ladose ή Prozac, Seropram κοκ), ενώ όλο αυτό το διάστημα υπήρχαν φωνές του κλάδου που αμφέβαλλαν για αυτή τη νόρμα και την επιστημονική της τεκμηρίωση.

Η «χημική ανισορροπία» του εγκεφάλου ήταν κάτι για τον οποίο γινόντουσαν επίμονες ερωτήσεις το 2011 στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης.

Δεν τίθεται αμφιβολία για την επίδραση αυτών των φαρμάκων: τα SSRI αντικαταθλιπτικά (τα οποία είναι και εκείνα που συνταγογραφούνται πιο συχνά) ενισχύουν τη δράση των νευροδιαβιβαστών, κυρίως της σεροτονίνης. Αυξάνοντας τεχνητά τη διαθεσιμότητά της στο κεντρικό νευρικό σύστημα, το άτομο αισθάνεται παροδικά την αλλαγή στη διάθεσή του καθώς και ένα «μούδιασμα συναισθημάτων», με το οποίο προφανώς τα προβλήματα παύουν να είναι το ίδιο βαριά για το υποκείμενο.

Αλλά αυτό αποδεικνύει απλά την επίδραση των φαρμάκων, όχι το κενό που πιστεύεται ότι συμπληρώνουν με τη διόρθωση της «χημικής ανισορροπίας», για την οποία, εάν εξετάσεις συνολικά τις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, παραμένουν τα στοιχεία να είναι ελλιπή.

Τι έχουν δείξει οι έρευνες μέχρι σήμερα

Ερευνητές της κλινικής ψυχιατρικής από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου συγκέντρωσαν τις σχετικές μελέτες που έχουν δημοσιευθεί απ το ’90 κι έπειτα, ψάχνοντας τη σύνδεση ανάμεσα στη σεροτονίνη και την κατάθλιψη. Τον Ιούλιο παρέδωσαν μια επιθεώρηση-ομπρέλα, βάσει στατιστικών από προγενέστερες έρευνες, και τα κύρια ευρήματα αυτής είναι τα εξής:

  • Δεν έχει καταγραφεί διαφορά στα επίπεδα σεροτονίνης (και των υποπροϊόντων αυτής σε αίμα ή εγκεφαλικά υγρά), ανάμεσα σε υγιή άτομα και άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη.
  • Μετά είναι οι υποδοχείς της σεροτονίνης (πρωτεΐνες στην άκρη των νευρώνων της σεροτονίνης): μηδενική η διαφορά ανάμεσα στα δύο γκρουπ ατόμων. Για την ακρίβεια, μερικές έρευνες αναφέρουν υψηλότερη δραστηριότητα στα καταθλιπτικά άτομα.
  • Το ίδιο ακριβώς ισχύει με τους νευροδιαβιβαστές της σεροτονίνης. Βέβαια, αυτό όσο και τα προηγούμενα αποτελέσματα προέκυψαν από άτομα που βρίσκονταν ήδη σε αγωγή, είτε την είχαν λάβει παλαιότερα.
  • Επόμενη μεγάλη κατηγορία ερευνών: τεχνητή μείωση της σεροτονίνης. Εκατοντάδες υγιείς εθελοντές που υποβλήθηκαν σε αυτή τη διαδικασία δεν εμφάνισαν κατόπιν καταθλιπτική διάθεση.
  • Πληθώρα ερευνών έχει ασχοληθεί με το γονίδιο που περιέχει τις πληροφορίες για τους νευροδιαβιβαστές της σεροτονίνης: πάλι, καμία διαφορά ανάμεσα σε υγιή άτομα και άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη.
Exit mobile version