«Μου είχαν πιει το αίμα». Η τριπλή δολοφονία που σόκαρε τη Χαλκίδα
- 13 ΜΑΡ 2021
«Μου είχαν πιει το αίμα και δεν σταματούσαν με τίποτα», θα πει αργότερα στις αρχές ο επιχειρηματίας Παναγιώτης Σίμωσης. «Ηθελαν να με καταστρέψουν. Στα 54 μου έγινα δολοφόνος για να γλιτώσω από το μαρτύριο και να σώσω την οικογένειά μου από καταστροφή (…) Είχα φτάσει σε απόγνωση και αναγκάστηκα να δανειστώ το ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων ευρώ από τον πατέρα ενός εκ των θυμάτων. Οι τόκοι όμως ήταν υπέρογκοι. Μου είχαν βγάλει στο σφυρί ήδη δύο σπίτια και ήθελαν να μου κατασχέσουν και το αυτοκίνητο».
Ο 54χρονος επιχειρηματίας, προτού γίνει δολοφόνος εκείνο το μεσημέρι της 5ης Ιουλίου του 2010, είχε ήδη δει τα προηγούμενα χρόνια κάποιες από τις επιχειρήσεις του να βγαίνουν στο σφυρί, εξαιτίας των χρημάτων που χρωστούσε. Μαζί με τις επιχειρήσεις είχε χάσει και δύο διαμερίσματα που ήταν στο όνομα των παιδιών του. Τώρα κινδύνευε να χάσει κι ένα μεγάλο πλυντήριο αυτοκινήτων στη Χαλκίδα και ένα Ιnternet cafe στην Ερέτρια.
«Βρισκόταν σε απόγνωση και ήταν μονίμως οργισμένος» θα πουν κάτοικοι της Ερέτριας. «Τα τελευταία χρόνια δανειζόταν συνεχώς χρήματα μήπως σώσει τις επιχειρήσεις του. Τις περισσότερες τις έχασε από τους δανειστές του».
Σύμφωνα με όσα θα γίνουν γνωστά λίγο αργότερα, ο επιχειρηματίας είχε καταθέσει έξι μηνύσεις τα τελευταία πέντε χρόνια πριν τη δολοφονία κατά συγκεκριμένων προσώπων για τοκογλυφία, εκβίαση και απειλές. Μάλιστα, θα ισχυριστεί ότι το 2009 άγνωστοι είχαν μπει στο πλυντήριο αυτοκινήτων που διατηρούσε στο κέντρο της Χαλκίδας και πυροβόλησαν στον αέρα για εκφοβισμό. Αυτό το γεγονός όπως θα πει, τον έκανε να κατέβει στην Αθήνα και να αγοράσει το πιστόλι που αργότερα θα σκορπούσε τον θάνατο.
Τη μοιραία ημέρα, τα τρία θύματα είχαν ξεκινήσει το πρωί της Δευτέρας από την Αθήνα για να τον συναντήσουν και να τους δώσει τα χρήματα που τους χρωστούσε. Ο ένας απ’ τους τρεις, ο 52χρονος δικηγόρος, ήταν μαζί τους προκειμένου να ρυθμίσει τις «λεπτομέρειες». Μαζί τους ήταν και ένα τέταρτο πρόσωπο, συνάδελφος του 52χρονου ο οποίος θα υποστήριζε ότι δεν γνώριζε το παραμικρό για την υπόθεση και ότι απλώς πήγε ως εκεί συνοδεύοντας τον άλλο δικηγόρο.
Αρχικά πήγαν στο πλυντήριο αυτοκινήτων στη Χαλκίδα αναζητώντας τον μελλοντικό δολοφόνο τους και επειδή δεν τον βρήκαν εκεί, άφησαν μήνυμα να τους συναντήσει στην ταβέρνα στην Ερέτρια. Όπως και θα γινόταν. Εκείνο το μεσημέρι, ο Παναγιώτης Σιμώσης θα τους «συναντούσε» εκεί, θα τους δολοφονούσε και αμέσως μετά θα επέστρεφε στο σπίτι του στη Χαλκίδα.
Αξιωματικοί του Τμήματος Ασφαλείας της πόλης του, που έτυχε να τον γνωρίζουν θα του τηλεφωνήσουν στο κινητό και θα του ζητήσουν να παραδοθεί, κάτι που πράγματι θα έκανε λίγη ώρα αργότερα. Στα χέρια της αστυνομίας θα έπεφτε και το πειστήριο του φόνου, το πιστόλι που χρησιμοποίησε μάρκας Ζάσταβα των 7,65 χιλιοστών.
Ένα χρόνο αργότερα, το το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χαλκίδας θα τον καταδίκαζε σε τρις φορές ισόβια για τις δολοφονίες του 34χρονου επιχειρηματία, Ανδρέα Καρμίρη από το Κορωπί, του 34χρονου Γιώργου Παπαδόπουλου από το Μενίδι και του 52χρονου δικηγόρου, Θανάση Θάνου. Παρά την επιμονή του δικηγόρου του, δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό, ούτε ο πρότερος έντιμος βίος ούτε η «ανάρμοστη-επιθετική συμπεριφορά των θυμάτων».
Το 2019 ο ισοβίτης Παναγιώτης Σιμώσης θα άφηνε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Αθήνας, κτυπημένος από τον καρκίνο στα 63 του χρόνια.