Νίκος Αλέφαντος: Σε μια χώρα γεμάτη κακέκτυπα, υπήρξε αυθεντικός μέχρι το τέλος
- 23 ΙΟΥΝ 2020
Έζησε 81 χρόνια ο Αλέφαντος. Για άλλους θα λέγαμε “καλά, ήταν”, για εκείνον νιώθεις ότι ήταν ακόμα, όχι στην αρχή, αλλά κάπου λίγο μετά τη μέση. Σίγουρα πάντως όχι κοντά στο τέλος. Και αυτό είναι το μεγάλο του επίτευγμα: ότι ένας άνθρωπος 81 ετών σε είχε πείσει ότι η ζωή ήταν μπροστά του. Ενεργός και δραστήριος μέχρι την τελευταία στιγμή. Παθιασμένος, μιλούσε για το ποδόσφαιρο και ακόμη και αν δεν συμφωνούσες μαζί του -ή δεν κατανοούσες πλήρως τι έλεγε- δεν μπορούσες παρά να απορήσεις με τη φωνή του που ανεβοκατέβαινε με τόσο πάθος.
“Είναι 81 χρονών, τι κάνει ακόμα στην τηλεόραση; Γιατί μπλέκεται ακόμα με το σουμπούτεο”;
Παθιασμένος με το ποδόσφαιρο, με τον Ολυμπιακό, με τα παιδιά που παίζουν μπάλα. Το ‘λεγε και το ξανάλεγε για τη γυμναστική, για τον αθλητικό τρόπο ζωής. Απέφευγε να φάει μέχρι και κρέας, έχει αφήσει ατάκες πίσω του -και για αυτό.
Ο Αλέφαντος είχε τη δική του γλώσσα. Επιβίωσε στον χώρο του ποδοσφαίρου και στα απόνερά του, χωρίς να προσαρμόσει τον λόγο του, αλλά προσαρμόζοντας τον λόγο των άλλων πάνω στον δικό του. Τι κι αν δεν ήταν και ο πιο άξιος θαυμασμού λόγος; Ήταν ο δικός του και έγινε δικός μας. Αυτό θέλει επιμονή, διάρκεια και σίγουρα κάποια αλήθεια. Την αλήθεια που φέρνουν η αυθεντικότητα και η άμεσα αναγνωρίσιμη λαϊκότητα.
Και η γλώσσα του είναι 100% επιβεβαιωμένο ότι θα συνεχίσει να ζει και μάλιστα ως αυτόνομη, ξεκομμένη απ’ τον δημιουργό της. Μπορείς να λες τις λέξεις “πλεμονάτος” και “χαλύβδινος” εκτός του πλαισίου ‘Αλέφαντος’ και να καταλαβαίνει αμέσως ο συνομιλητής σου τι εννοείς. Πόσοι μπορούν να παινευτούν ότι έχουν πετύχει κάτι αντίστοιχο;
Δεν ήταν άγιος. Ήταν αφοριστικός, κάθετος, ισχυρογνώμων, υπερβολικά σίγουρος για τις δυνατότητες και τις ικανότητές του, και μάλλον ο μόνος τόσο σίγουρος για την αξία του. Την έδειξε; Απέδειξε ότι είναι καλός, κακός, μέτριος, μεγάλος, μικρός προπονητής; Δεν έχω ιδέα, ειλικρινά. Ήταν ενεργός τόσες δεκαετίες, πέρασε από τόσες ομάδες, θα είμαι μεγάλος ψεύτης αν πω ότι θυμάμαι όλη την καριέρα του. Ή ότι θυμάμαι όλα όσα χρειάζονται για να βγάλω κι εγώ όπως όλοι ένα μικρό, πενιχρό και ασήμαντο συμπέρασμα.
Ξέρω όμως ότι στη συλλογική συνείδηση δεν θεωρείται “μεγάλος προπονητής” και ούτε και στη συλλογική μνήμη θα μείνει ως τέτοιος. Θα μείνει όμως ως ο καλτ ήρωας που αντιπροσωπεύει ένα ποδόσφαιρο που έχει χαθεί οριστικά. Ένα ποδόσφαιρο που αναπνέει πια μόνο στις μικρότερες κατηγορίες και κάνει το “λάθος” να δίνει ακόμα σημασία στη φανέλα και στους ανθρώπους που εκπροσωπεί. Κυριολεκτικά άνθρωπος που ζούσε μέσα στο γήπεδο, που θα στριφογυρνούσε το βράδυ στο κρεβάτι του, μόνο και μόνο γιατί μια μπαλιά δεν πέρασε. Και ας κέρδισε το ματς. Ή κι ας έριξε την ομάδα κατηγορία. Εκείνος ξέρει τις λεπτομέρειες που έκριναν το παιχνίδι, οι άλλοι είναι μυρωδιάδες. Και βασανίζεται που τον κατηγορούν για κάτι που νομίζουν κι που τον παρεξηγούν χωρίς να τον γνωρίζουν.
Οι τηλεοπτικές στιγμές μεγαλείου που αφήνει πίσω του είναι αμέτρητες. Από το “ντιμπέη” μέχρι τον “κύριο Δούρο”. Δεν ξέρω πώς θα τις βλέπουμε από εδώ και πέρα. Αν θα ντυθούν σιγά σιγά με μια νοσταλγία ή αν θα παραμείνουν φρέσκες και ζωντανές. Τι εικόνα θα σχηματίσουν για εκείνον τα παιδιά που θα μεγαλώσουν χωρίς να έχουν δεδομένη την παρουσία του όπως εμείς. Υποθέτω όμως ότι αυτό δεν το ξέρουμε για κανέναν.
Ήταν ένας βαθιά λαϊκός άνθρωπος, μία ανορθόδοξη φιγούρα της κοινωνικής ζωής, της τηλεόρασης, ένας απ’ τους τελευταίους ήρωες της ποπ κουλτούρας γεμάτος γωνίες, ανίδεος έστω και για την ύπαρξή τους. Δεν κατάφερε κανείς να τις λειάνει, να τον μεταμορφώσει σε μία από τις δεκάδες αποδεκτές κόπιες που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε σε μια τηλεόραση που κλείνει τα μάτια της στην αληθινή ποικιλία που υπάρχει εκεί έξω στη ζωή.
Και από ό, τι φαίνεται μέχρι στιγμής -απ’ τα τηλέφωνα, τα μηνύματα, τους αποχαιρετισμούς στα social- μάλλον αγαπήθηκε πολύ έτσι ακριβώς όπως ήταν. Μένει και τίποτα άλλο που να έχει σημασία όταν πεθαίνει κάποιος;