Νοσταλγώντας τα μπαρ μέσα από έναν θρυλικό πίνακα
- 22 ΙΑΝ 2021
Αν υπάρχει ένας πίνακας που έπιασε καλύτερα από κάθε άλλον το feeling ενός dive bar, αυτός δεν είναι άλλος από τον έργο Nighthawks του Edward Hopper (1882-1967). Ίσως, δε γνώριζες το όνομά του, αλλά σίγουρα κάποια στιγμή έπεσε το μάτι σου πάνω του. Και αν όχι παλιότερα, σίγουρα τους μήνες της καραντίνας. Ο πίνακας έζησε μία δεύτερη νιότη καθώς οι πόλεις του πλανήτη βυθίζονταν, η μία μετά την άλλη, σε μία πρωτόγνωρη ενδοσκόπηση.
Ο άντρας που πίνει μόνος του στην μπάρα, έχοντας για συντροφιά το άγνωστο ζευγάρι και τον ανώνυμο μπάρμαν, αποτελεί ένα κλασικό σύμβολο για όλα όσα μας προσφέρει η σιγουριά μιας μπάρας -στις καλύτερες αλλά και τις χειρότερες στιγμές, σε επιτυχίες και αποτυχίες, σε προαγωγές και χωρισμούς, σε μεγάλες νίκες και οδυνηρές συντριβές, σε προσωπικούς σταθμούς και συλλογικές διακρίσεις.
Η πανδημία όμως του έδωσε ένα διαφορετικό και κάπως αποκαρδιωτικό twist: Είδαμε ξανά και ξανά το Nighthawks να φιγουράρει στα feeds μας χωρίς τον μοναχικό τύπο, τον ανώνυμο μπάρμαν και το άγνωστο ζευγάρι. Χωρίς ανθρώπους. Προσωρινά κλειστό όχι λόγω ανακαίνισης αλλά εξαιτίας της καραντίνας.
Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος πίνακας αποτέλεσε το trademark των lockdowns αγγίζει τα όρια της ειρωνείας, αν όχι της κωμικοτραγωδίας. Το συγκεκριμένο έργο ερμηνευόταν πάντα περισσότερο ως μία κραυγή για την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου, παρά ως μία ωδή στη συντροφικότητα και τη νυχτερινή διασκέδαση.
Μάλιστα, ο δημιουργός του ήταν ένας άνθρωπος που δε βρισκόταν σε απευθείας επικοινωνία με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, παραμένοντας κλειστός -σχεδόν αποκλεισμένος- τόσο δημιουργικά όσο και κοινωνικά· ένας ξένος παρατηρητής σε έναν ξένον για αυτόν κόσμο. Όσο για το πότε ολοκληρώθηκε; Στις 21 Ιανουαρίου του 1942, σε μία εποχή με άλλα λόγια που μπορεί η Αμερική να μη βίωνε τις θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου στο πετσί της, η σκιά του Πολέμου όμως έπεφτε πολύ βαριά πάνω στον πληθυσμό της.
Μόνο ιδανικές δεν ήταν λοιπόν οι συνθήκες. Και όμως, η νοσταλγία για τα μπαρ είναι τόσο μεγάλη που ακόμα και μία ωδή στην αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου μοιάζει με λύτρωση. Γιατί τουλάχιστον έχει παρέα. Δεν κάθεται μόνος του, με μία μάσκα, σε ένα παγκάκι απέναντι από μαγαζιά που έχουν ερμητικά κλειστά τα στόρια στις τζαμαρίες τους, να αναρωτιέται πότε επιτέλους θα τελειώσει όλο αυτό.
Εδώ και σχεδόν έναν χρόνο, βιώνουμε το μεγαλύτερο πείραμα αρνητικής ψυχολογίας από την εποχή του ’40 μέχρι σήμερα. Ένας πολύ βασικός λόγος (πέρα από τους προφανείς, οι οποίοι έχουν να κάνουν με την υγεία και τον φόβο) που το μυαλό μας κατρακυλά σε απαισιόδοξες σκέψεις είναι ότι έχουμε χάσει κάποιες σταθερές. Μερικά θέσφατα και αξιώματα που μας έκαναν λίγο περισσότερο ανθρώπους. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, αντιλαμβανόμαστε πόσο χρήσιμα ήταν εκείνα τα ποτά με τους φίλους για τα οποία φτάσαμε να γκρινιάζουμε. Τα θεωρούσαμε δεδομένα. Σίγουρα. Μόνο που ήρθε κάποιος και μας τα στέρησε.
Γιατί μας λείπουν τελικά τόσο πολύ τα μπαρ; Ίσως, για κάποιους να είναι οι εκλεπτυσμένες γεύσεις που έχει φέρει η νέα bar scene της Αθήνας. Για τους singles, ο ζωτικός χώρος όπου εξασκούσαν το αγαπημένο τους χόμπι. Για κάποιους λίγους, περισσότερο μοναχικούς τύπους, αυτό που λείπει είναι εκείνη η γωνία όπου μπορούσαν να κάτσουν με το laptop και το βιβλίο τους και να βιώσουν μία ψευδαίσθηση παρέας.
Εκείνο, όμως, που λείπει στους περισσότερους είναι η συντροφικότητα. Η ηρεμία και η σιγουριά ότι μπορείς να πεις τα νέα σου σε κάποιον που θα σε ακούσει, πάνω από ένα ποτήρι μπύρα. Τα γέλια που έρχονται όταν μετά από λίγο αλκοόλ οι άμυνες πέφτουν. Το φιλικό χτύπημα στην πλάτη και η ερώτηση «τι έχεις σήμερα και δεν μιλάς;».
Οι σωστές ή λάθος αποφάσεις που μπορούν να παρθούν, μετά από συζήτηση φίλων, γύρω από ένα μπολ με φιστίκια και μερικά ποτήρια ουίσκι. Οι πανηγυρισμοί σε κάποιο γκολ που στέλνει τόνους από ενδορφίνες στον εγκέφαλο. Ή πιο απλά, εκείνη η άγια στιγμή που βγάζεις το σακάκι ή το μπουφάν, κάθεσαι στην μπάρα και παραγγέλνεις τα πρώτα ποτά της Παρασκευής.