Ο δολοφόνος της Νέας Σμύρνης «με τα βαμμένα μαλλιά»
Η ιστορία του 17χρονου που οι εφημερίδες εκτός απ' τον φόνο που διέπραξε, δεν του «συγχώρησαν» ποτέ και την εμφάνισή του.
- 6 ΜΑΡ 2021
Μπήκε μέσα στην ντισκοτέκ, γεμάτος αίματα. Έψαχνε την παρέα του. Όλοι παιδιά σαν αυτόν, «περίεργα», «ασυνήθιστα», «φρικιά». Μαζί με τους φίλους του κάθεται και η κοπέλα του. Κατευθύνεται πρώτα σ’ αυτήν. «Μόλις έκανα το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής μου θα της πει». Και θα έχει δίκιο.
Ο 17χρονος Παύλος ζούσε στη Νέα Σμύρνη μαζί με τη μητέρα του, τον πατριό του, τα τέσσερα ετεροθαλή αδέλφια του και τη γιαγιά του, τη γυναίκα που είχε υιοθετήσει τη μητέρα του. Η τελευταία μεγάλωνε σε ένα ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης, μέχρι την ημέρα που η ηλικιωμένη γυναίκα την υιοθέτησε. Αν και έφυγε από το ορφανοτροφείο, η ζωή της δεν θα γινόταν καθόλου καλύτερη. Μάλλον το αντίθετο.
«Με μεγάλωσε σαν ζητιάνα, με έστελνε να ζητώ ελεημοσύνη από πόρτα σε πόρτα. Σε τίποτα δεν ήταν μάνα μου έστω και θετή», έλεγε για τη μητέρα της και γιαγιά του Παύλου.
Απ’ την άλλη μεριά, ο πατέρας του 17χρονου τον εγκατέλειψε νωρίς. Έζησαν μαζί μόλις για τρία χρόνια, προτού φύγει απ’ την οικογένειά του και πεθάνει τελικά εννιά μήνες προτού ο «δολοφόνος με τα βαμμένα μαλλιά», όπως θα τον έλεγαν αργότερα οι εφημερίδες, θα διαπράξει το στυγερό του έγκλημα.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1980, ο 17χρονος ήταν στο δωμάτιο του και άκουγε μουσική. Στο σπίτι ήταν μόνο η 88χρονη γιαγιά του. Άρχισε να του φωνάζει, και να τον βρίζει. «Αλήτη που βάφεις τα μαλλιά σου, ανώμαλε, δεν σε θέλω σπίτι μου να φύγεις», του φώναζε συνεχώς. Εκείνο που τον έκανε όμως να αρπάξει το μαχαίρι, ήταν όταν έβρισε τον νεκρό πατέρα του, όταν τον καταράστηκε που τον γέννησε. Πήρε ένα τραπεζομάχαιρο και την έσφαξε με 17 χτυπήματα, τα περισσότερα στο στήθος.
Ακολούθησε η είσοδος του στην ντίσκο και η τελική σύλληψή του. Οι εφημερίδες και ο τύπος της εποχής θα είναι αμείλικτοι μαζί του. Ο νεαρός έβαφε ξανθά τα μαλλιά του και έβγαζε τα φρύδια του, κάτι εντελώς ασυνήθιστο για εκείνα τα χρόνια. Οι εφημερίδες έδωσαν έμφαση σε αυτό το γεγονός, τον ονόμασαν «δολοφόνο με τα βαμμένα μαλλιά».
Οι φίλοι του θα πουν ότι τα έβαφε γιατί ήταν πανκ. Μία άλλη κοπέλα θα πει ότι «ήταν ελαιοχρωματιστής, έβαφε τα μαλλιά του επειδή μια μέρα είχε πέσει νέφτι, άσπρισαν και δε μπορούσαν να είναι δίχρωμα. Τα φρύδια του τα έβγαζε γιατί είχαν καεί, άρπαξαν φωτιά από τον αναπτήρα».
Φαίνεται περίεργο, αλλά στην άγρια ομοφοβική κοινωνία του 1980, το χρώμα των μαλλιών του ήταν το κύριο θέμα της υπόθεσής του. Ακόμα και ο πατριός του, εκεί θα στεκόταν:
«Δεν δέχομαι να μου λένε το παιδί ανώμαλο και τραβεστί. Δεν είναι. Ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει το κεφάλι το. Αν είχα καταλάβει ότι είναι κάτι τέτοιο θα τον έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Δεν ανέχομαι τέτοιες ντροπές εγώ».
Ο 17χρονος Παύλος, όταν θα συλληφθεί και θα ερωτηθεί για το κίνητρο του εγκλήματος, θα πει για τη γιαγιά του:
«Με έβριζε συνέχεια, με έλεγε ομοφυλόφιλο και τραβεστί. Είχα συνηθίσει τις κατηγορίες. Όταν όμως καταράστηκε τον νεκρό πατέρα μου, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι».
Ο εισαγγελέας θα θεωρήσει τον 17χρονο επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και θα ασκήσει εναντίον του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και οπλοχρησία. Θα καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη με το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας.