O Κώστας Βουτσάς χάρισε το χαμόγελο σε πολλές γενιές Ελλήνων
- 26 ΦΕΒ 2020
Εκτός, όμως, από τις δεκάδες ταινίες, τους αμέτρητους πρωταγωνιστικούς ρόλους ή ακόμα και τα χρήματα που ποτέ δεν αρνήθηκε ο ίδιος ότι κέρδισε από αυτήν την πορεία, ο Βουτσάς, καθώς γυρίζεις το χρόνο πίσω για να δεις την αρχή και την τεράστια μέχρι και το τέλος καριέρα του, είχε πολυεπίπεδους λόγους για να βασίζει τη φήμη του.
Η διάρκεια, άλλωστε, ήταν ο λόγος που τον έκανε ξεχωριστό και πραγματικά μοναδικό ανάμεσα σε μια μεγάλη λίστα ηθοποιών που συνετέλεσαν στη μεγάλη επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου. Ξεκινώντας το 1958 υποδυόμενος τον Σωτήρη, ένα χωριατόπαιδο, στο θρυλικό πια “Η κυρά μας η μαμή” δεν σταμάτησε ποτέ να συμμετέχει, με πρωταγωνιστικούς πια ρόλους, σε ταινίες που έγραψαν χρυσή ιστορία, χαρίζοντάς μας θρυλικές ατάκες. Το ίδιαιτερα φυσικό παίξιμο του στους ρόλους που αναλάμβανε, η δυνατότητα του να ερμηνεύει, αλλά και να χορεύει, καθώς και η ένταση και το πάθος το οποίο εξέφραζε, αποτέλεσαν στοιχεία που τον έκαναν μια χαρακτηριστική φιγούρα και ένα σταθερό όνομα στα ασπρόμαυρα credits εκείνης της εποχής.
Για να πετύχει ωστόσο, χρειάστηκε υπομονή και ακόμη περισσότερη επιμονή. Όταν κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και χρειάστηκε να δώσει εξετάσεις για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, δεν πτοήθηκε ούτε όταν απέτυχε τις δυο πρώτες φορές, ούτε όταν ο εξεταστής του είπε να παρατήσει την υποκριτική και να πάει να γίνει υπάλληλος τράπεζας. Η επιμονή του και η πίστη του τον οδήγησαν στη σωστή απόφαση. Προσπάθησε ξανά και πήρε την άδεια με την τρίτη.
Ο Κώστας Βουτσάς είναι μάλιστα από τους λίγους ηθοποιούς αυτής της χρυσής γενιάς, που έχει να επιδείξει κυρίως κινηματογραφική καριέρα και μεγάλη φιλμογραφία, αντί για θεατρικές παραστάσεις και πολλά χρόνια πάνω στο πάλκο. Η σχέση του με το σινεμά και στη συνέχεια με τη βιντεοκασέτα και την τηλεόραση είναι αυτή που τον έκανε μαζικό, πολύ αγαπητό στο κοινό και κατάφερε να μεγαλώσει το όνομα του. Συν την ασταμάτητη δουλειά του, η οποία τον οδηγούσε μέχρι και τα 88 του να παίζει, να υποδύεται, να ερμηνεύει. “Θέλω πάντοτε να εργάζομαι. Γιατί αν δεν εργάζεσαι ακούς τον εαυτό σου. Σου μιλάει η πίεση, η χοληστερίνη, τα μάτια σου…Όταν, όμως, εργάζεσαι, δεν ακούς κανένα” είχε δηλώσει ο ίδιος.
Τη δεκαετία του ’60 και του ’70 και μετά τους ρόλους που του δίνει η Φίνος Φιλμ, ο Βουτσάς γίνεται ένας από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος εκείνες τις χρονιές πιάνει σενάρια και τα μετατρέπει σε χρυσό, διευθύνοντας τα μεγαλύτερα ονόματα που γνώρισε ποτέ ο ελληνικός κινηματογράφος. Ο Βουτσάς μέσα σε αυτό το πλαίσιο καταφέρνει να αναπτύξει το υποκριτικό εύρος του και αναλαμβάνει πρωταγωνιστικούς ρόλους και δεν φοβάται να αναμετρηθεί με μεγέθη όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Ζωή Λάσκαρη και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας.
Παίζοντας, αφήνει ατάκες ως παρακαταθήκη σε όλους. “Φσσστττ μπόινγκ”, “Καατίνα σαλαμάκι” και “Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα” είναι μερικές από τις φράσεις που περνάνε στο πάνθεον και η αξία τους παραμένει ακόμα και τώρα, αναλλοίωτη στο χρόνο. Σε μια μεγάλη σε διάρκεια και δόξα ζωή, που όμως είχε εντελώς διαφορετική εκκίνηση, όταν μικρός ζούσε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τους γονείς του. Δεν είχαν σπίτι και έμεναν σε ένα μαγαζί, όπου είχαν κλείσει τη βιτρίνα για να μην τους βλέπουν οι περαστικοί. Ο ίδιος ο Κώστας Βουτσάς από παιδί βρήκε μια πρώτη δουλειά, γυρνούσε με το κασελάκι τους δρόμους της Θεσσαλονίκης για να πουλήσει τσιγάρα. Πάντα με σκοπό και κίνητρο να βοηθήσει την οικογένεια, πάντα με τα χρήματα να πηγαίνουν αμέσως στη μητέρα του.
Το μέλλον αποδείχθηκε πολύ καλύτερο και σίγουρα πιο δικαίο και ανταποδοτικό για τη δουλειά και τη συνεχή προσπάθεια του Κώστα Βουτσά να γίνει ηθοποιός, να αποφοιτήσει από τη δραματική και σχολή και να αφήσει το αποτύπωμα του στην υποκριτική. Στην πραγματικότητα άφησε ολόκληρο το όνομα του, σαν σφραγίδα πάνω στην πιο χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Με βαθύτερη φιλοσοφία, τη διαρκή αισιοδοξία η οποία φαινόταν ακόμα και στους ρόλους του. “Κάθε πρωί, λέω στον καθρέφτη Κώστα μου, σε αγαπώ πολύ. Όλα θα πάνε καλά και όμορφα. Θα τα καταφέρεις και σήμερα”. Τελικά το σήμερα κράτησε περισσότερο από 60 χρόνια καριέρας και τον αποχαιρετάμε σήμερα γνωρίζοντας ότι άφησε πλούσια κληρονομιά σε όλους μας.