2013, Virginia Mayo / AP
ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο αγώνας ποδοσφαίρου που σταμάτησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο

Στις 24 Δεκεμβρίου 1914, Γερμανοί και Βρετανοί άφησαν τα όπλα και έδωσαν τον πιο σημαντικό ποδοσφαιρικό αγώνα στην ιστορία του αθλήματος.

Το ημερολόγιο γράφει 24 Δεκεμβρίου 1914. Η Ευρώπη μαστίζεται από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που έχει προλάβει μέσα σε τέσσερις μήνες να εξαπλωθεί σ’ ολόκληρη την ήπειρο. Οι δυνάμεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας τίθενται αντιμέτωπες κόντρα σ’ αυτές της Γαλλίας, της Βρετανίας και, αργότερα, των ΗΠΑ. Ο συγκεκριμένος πόλεμος, όμως, έχει κάτι το ιδιαίτερο. Δε γίνεται κατά μέτωπο, αλλά μέσα από τα χαρακώματα στα οποία οι στρατιώτες μένουν μήνες ολόκληρους και πεθαίνουν όχι από τις σφαίρες αλλά από το κρύο και τις κακουχίες.

Στη νεκρή ζώνη No Man’s Land, στο Βέλγιο, είναι παραταγμένα σε ελάχιστη απόσταση μεταξύ τους τα στρατεύματα των γερμανικών, γαλλικών, βελγικών και καναδικών δυνάμεων. Η ανοιχτή έκταση αποτελεί ουδέτερη ζώνη, ωστόσο, είναι γεμάτη με νάρκες. Ο πόλεμος στα χαρακώματα είναι συνεχής, ενώ ο μόνος λόγος για να παύσουν τα πυρά, είναι προκειμένου να συλλεχθούν και να ενταφιαστούν τα νεκρά κορμιά των στρατιωτών που έχουν χάσει τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης.

Λίγες ώρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1914 συμβαίνει κάτι που ξαφνιάζει άπαντες. Μερικοί Γερμανοί στρατιώτες αφήνουν για λίγο τα όπλα, στολίζουν με κεράκια τα γύρω δέντρα και αρχίζουν να ψέλνουν τα κάλαντα. Ακούγοντας τους ήχους από τα τραγούδια, οι Βρετανοί ξεκινούν να κάνουν το ίδιο. Και τα δυο στρατόπεδα, όμως, είναι ακόμη επιφυλακτικά, καθώς μια λάθος κίνηση μπορεί να τα καταστρέψει όλα.

Κανείς, όμως, δεν έχει διάθεση για πόλεμο αυτές τις γιορτινές ημέρες. Δειλά-δειλά, οι στρατιώτες βγαίνουν από τα χαρακώματα και συναντιούνται περίπου στο μέσο της κοιλάδας. Ανταλλάσσουν ευχές, ουίσκι, τσιγάρα, σοκολάτες. Το κλίμα είναι γιορτινό. Όπως μαρτυρά ένας Άγγλος στρατιώτης που βρέθηκε στο σημείο: «Αγκάλιαζα ανθρώπους τους οποίους πριν από λίγο προσπαθούσα να σκοτώσω».

Το ματς που έβαλε για λίγο τέλος στον πόλεμο

Κι ενώ όλοι τραγουδούν και εύχονται καλές γιορτές, πετάγεται ένας Σκοτσέζος στρατιώτης που κρατά στα χέρια του μια πρόχειρη μπάλα ποδοσφαίρου και τους προτρέπει να παίξουν. Μέσα σε λίγα λεπτά σχηματίζονται οι δύο ομάδες. Το έδαφος είναι παγωμένο, γι’ αυτό και οι κινήσεις των ποδοσφαιριστών είναι πολύ δύσκολες. Το ματς γίνεται χωρίς διαιτητή, τα τέρματα είναι φτιαγμένα πρόχειρα με ξύλα και κράνη και διαρκεί περίπου μια ώρα. Ο αγώνας τελειώνει όταν η μπάλα χτυπά πάνω σ’ ένα συρματόπλεγμα και διαλύεται. Οι Γερμανοί παίρνουν τη νίκη με σκορ 3-2, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα.

Τα νέα από την άτυπη εκεχειρία γίνονται γνωστά σε ακτίνα 800 χιλιομέτρων. Όλοι οι στρατιώτες αφήνουν τα όπλα και πιάνουν τα κάλαντα και τις ευχές. Όπως θυμούνται αρκετοί στρατιώτες που έζησαν αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία, υπάρχει ένας Βρετανός κουρέας που βρίσκει την ευκαιρία να στήσει ένα πρόχειρο μπαρμπέρικο στην ουδέτερη ζώνη. Ο ίδιος προσφέρει τις υπηρεσίες του, ανεξαρτήτως εθνικότητας, με μόνο αντάλλαγμα δύο τσιγάρα για κάθε κούρεμα.

Το πρωί της επόμενης μέρας, Γερμανοί και Βρετανοί θάβουν τους νεκρούς τους, απαγγέλοντας μαζί τον 23ο Ψαλμό του Δαυίδ «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει». Στη συνέχεια ανταλλάσσουν ουίσκι, μαρμελάδες, τσιγάρα και σοκολάτες και κατεβάζουν πολλά λίτρα μπύρας. «Τι θέαμα! Μικρά γκρουπ Γερμανών και Βρετανών σε όλο το μήκος του μετώπου. Γέλια, φωτίτσες. Και καθώς δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, συνεννοηθήκαμε τραγουδώντας» σημειώνει ένας στρατιώτης.

Οι στρατηγοί γίνονται έξαλλοι από την εκεχειρία και διατάζουν εκτεταμένους βομβαρδισμούς, ενώ μετακινούν τους στρατιώτες που διοργάνωσαν το ποδοσφαιρικό ματς για να μη χτίσουν προσωπικές επαφές με τους αντιπάλους. Όλοι επιστρέφουν στα χαρακώματα, όμως, κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ αυτή την ειρηνική πράξη που έβαλε έστω και λίγο τέλος σ’ έναν πόλεμο που κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από εννιά εκατομμύρια ανθρώπους.

Ο σταυρός και οι μπάλες που βρίσκονται στο σημείο

Η ιστορία για αρκετά χρόνια ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και μύθου, ωστόσο, επιβεβαιώνεται και από τις δύο πλευρές μέσα από τις μαρτυρίες των επιζώντων αλλά και τα ημερολόγια των στρατιωτών. Όπως φαίνεται, ο άνθρωπος που πρωτοστάτησε για αυτή τη διήμερη ανακωχή ήταν ένας Γερμανός στρατιώτης, ονόματι Mekel, ο οποίος γνώριζε άπταιστα αγγλικά.

«Ο στρατιώτης Mekel, από τον λόχο μου, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αγγλία, φώναξε στους Βρετανούς μιλώντας τους στα αγγλικά και σύντομα ξεκίνησε μια ζωηρή συζήτηση. Τελικά, οι στρατιώτες βγήκαν από τα χαρακώματα, έσφιξαν τα χέρια στην ουδέτερη ζώνη και αλληλοευχήθηκαν “χαρούμενα Χριστούγεννα” μιλώντας ο καθένας στη γλώσσα του. Συμφωνήθηκε ότι την επόμενη ημέρα, ανήμερα της σημαντικότερης γιορτής των Καθολικών, κανείς δε θα πυροβολούσε.

Βάλαμε ακόμη περισσότερα κεριά στο, μήκους ενός χιλιομέτρου, χαρακώματός μας, αλλά και χριστουγεννιάτικα δένδρα. Οι Βρετανοί εξέφρασαν τη χαρά τους για τη φωταψία με σφυρίγματα και χειροκροτήματα. Πέρασα όλη τη νύχτα ξύπνιος, όπως και οι περισσότεροι. Αν και κάπως κρύο, το βράδυ εκείνο ήταν υπέροχο» γράφει στο ημερολόγιο ένας Γερμανός στρατιώτης που έχασε τη ζωή του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το 1999 στήνεται στο σημείο που έγινε ο αγώνας ένας ξύλινος σταυρός εις μνήμην όλων των νεκρών που χάθηκαν στον πόλεμο. Στη βάση του, μάλιστα, υπάρχει πάντοτε μια μπάλα για να θυμίζει σε όλους το πιο σημαντικό ποδοσφαιρικό ματς που έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία του αθλήματος.