Ο πορτιέρης που σκότωσε την κοπέλα του επειδή ήταν συνοδός πολυτελείας
Το άγριο έγκλημα στο Κορωπί που συγκλόνισε την Ελλάδα των '90s.
- 17 ΟΚΤ 2020
Στις 25 Νοεμβρίου του 1996 μια 19χρονη θα βρεθεί νεκρή σε ερημική τοποθεσία στο Κορωπί. Το κεφάλι της είναι πολτοποιημένο, ο δράστης την έχει χτυπήσει με μανία και δεν έχει μπει καν στον κόπο να κρύψει το πτώμα της. Παρόλα αυτά, πέρασαν σχεδόν τρεις βδομάδες από τη δολοφονία μέχρι να το ανακαλύψει τυχαία ένας αγρότης και όχι η αστυνομία, η οποία είχε βρει την επομένη του φόνου το αυτοκίνητό της στα 300 μέτρα απ’ τη σκηνή του εγκλήματος. Ήταν καρφωμένο πάνω σε ένα δέντρο, με το κλειδί ακόμη στη μίζα και την τσάντα και το κινητό της απείραχτα στο κάθισμά της.
Οι υποψίες είχαν πέσει από την πρώτη στιγμή πάνω στον σύντροφό της, τον 24χρονο πορτιέρη Ανδρέα Κοντογεωργακόπουλο. Τους είχαν δει να φεύγουν μαζί το βράδυ που εξαφανίστηκε από ένα νυχτερινό μαγαζί. Την πρώτη φορά που κλήθηκε να καταθέσει, ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την εξαφάνιση της κοπέλας και απλώς έφυγε. Μετά την ανεύρεση του πτώματος όμως, πήγε μόνος του στην αστυνομία και ομολόγησε τα πάντα.
Τον Μάιο του 1996 θα γνωρίσει την Σαχάρ Σαράφ και θα δημιουργήσει σχέση μαζί της. Η 19χρονη Αιγύπτια καλλονή θα του πει ότι εργάζεται σε χρηματιστηριακό γραφείο και ότι παράλληλα κάνει φωτογραφίσεις και επιδείξεις μόδας ως μοντέλο. Τα ίδια έχει πει και στους συγγενείς της. Η ζωή που έκανε όμως θα τον βάλει σε υποψίες. Είναι μόλις 19 χρονών και κυκλοφορεί με δικό της πανάκριβο σπορ αυτοκίνητο, ντύνεται ακριβά και γενικώς έχει υιοθετήσει ένα πολυτελές lifestyle που δεν συνάδει με τα χρήματα τα οποία ισχυριζόταν ότι έβγαζε.
Σύμφωνα με το μελλοντικό παραπεμπτικό βούλευμα για τον 24χρονο, η Σαράφ Σαχάρ στην πραγματικότητα συναντούσε σχεδόν καθημερινά πλούσιους πελάτες, ύστερα από ραντεβού που έκλεινε μαζί τους μέσω γραφείου ή μέσω του κινητού της.
Ο 24χρονος άρχισε να υποψιάζεται ότι του έλεγε ψέματα και την πίεζε να του πει που έβρισκε τόσα λεφτά. Αυτή η επιμονή του έγινε αιτία για συχνούς καυγάδες μέσα στο ζευγάρι.
Ένα βράδυ, μετά από κοινή τους έξοδο, δεν θα επιστρέψει στο σπίτι του και θα αποφασίσει να την παρακολουθήσει. Θα τη δει να βγαίνει απ’ το αυτοκίνητό της και να μπαίνει σε ένα ξενοδοχείο στη Γλυφάδα. Αργότερα θα πει στους δικαστές ότι εκείνη τη στιγμή έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. Της είχε προτείνει να αρραβωνιαστούν και τώρα δεν ήξερε τι να κάνει. Οι δικαστές δεν θα τον πιστέψουν. Θα ισχυριστούν ότι ήξερε απ’ την πρώτη στιγμή την πραγματική δουλειά της.
Στις 5 Νοεμβρίου 1996 το ζευγάρι διασκέδαζε σε ένα κλαμπ της λεωφόρου Βουλιαγμένης. Θα φύγουν ξημερώματα από το νυχτερινό κέντρο, πιωμένοι, και με το αυτοκίνητο της Σάλι -έτσι την έλεγε. Προορισμός τους ήταν το εξοχικό σπίτι του 24χρονου στο Κορωπί. Δεν θα φτάσουν ποτέ.
Στη διαδρομή θα μαλώσουν άσχημα. Θα της ζητήσει να αλλάξει ζωή, αλλά εκείνη -όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται ο ίδιος-, θα αρνηθεί ξανά και ξανά.
Έχουν φτάσει στην περιοχή του Kαρελά, τσακώνονται έντονα και η 19χρονη θα τραβήξει απότομα το χειρόφρενο. Θα κατεβούν και θα συνεχίσουν τον τσακωμό τους στον δρόμο. Ο 24χρονος πορτιέρης θα την πετάξει στο έδαφος και με μια μεγάλη πέτρα, θα της επιφέρει απανωτά χτυπήματα στο κεφάλι. Μέσα σε λίγα λεπτά η Σαχάρ θα είναι νεκρή. Θα την παρατήσει εκεί, θα πάρει το αυτοκίνητό της, αλλά λίγα μέτρα πιο κάτω, θολωμένος, θα πέσει πάνω σε ένα δέντρο. Θα παρατήσει το αυτοκίνητο, θα σταματήσει ένα διερχόμενο ταξί και θα γυρίσει στο σπίτι του στον Πειραιά.
Οι γονείς της την επόμενη ημέρα θα δηλώσουν την εξαφάνισή της. Οι αστυνομικοί θα βρουν όπως είπαμε το αυτοκίνητό της και θα αρχίσουν να μιλούν με μάρτυρες.
Ο Κοντογεωργακόπουλος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που την είχε δει ζωντανή. Η σχέση τους ήταν γνωστή και οι αστυνομικοί άρχισαν να τον θεωρούν ως τον κύριο ύποπτο, μετά και την κατάθεση του πατέρα της κοπέλας. Ο άντρας τους είπε ότι η κόρη του τού είχε μιλήσει για κάποιον “Ανδρέα”, που της φερόταν άσχημα. “Την χτυπούσε και απειλούσε ότι θα την σκοτώσει”, θα τους πει.
Όταν πια θα βρεθεί και το πτώμα της, ο δολοφόνος θα παραδοθεί μόνος του.
Η δίκη του θα ξεκινήσει τον Μάρτιο του 1998 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών. Και ο εισαγγελέας όμως θα είναι καταπέλτης εναντίον του:
“Με τρόπο σκληρό και βάναυσο ο Ανδρέας Κοντογεωργακόπουλος σκότωσε την 19χρονη φίλη του. Το μαρτυρούν αυτό τα συντριπτικά κτυπήματα που της κατάφερε στο πρόσωπο με μία ογκώδη πέτρα (…) ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο όταν πήρε την απόφαση να σκοτώσει τη Σάλυ όσο και όταν διέπραξε το έγκλημα”.
Το σημαντικότερο κομμάτι όμως της αγόρευσής του θα είναι αυτό:
“Πράγματι διήγε έκλυτο βίο (σ.σ. η κοπέλα), είχε εφήμερους εραστές με απώτερο σκοπό να αποκτήσει χρήματα εκδιδόμενη. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν έδινε το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να αναγορεύσει τον εαυτό του σε ταγό της ηθικής και της ευπρέπειας. Ακόμη και αν τη θεωρούσε πόρνη, η ζωή της είχε την ίδια αξία, άσχετα πώς εκτιμούσε τις επιλογές της το κοινωνικό σύνολο ή ένα μεμονωμένο άτομο. Όποια και αν ήταν η Σαράφ δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι ο κατηγορούμενος έκοψε το νήμα της ζωής ενός 19χρονου κοριτσιού στερώντας το από τους γονείς του”.
Το δικαστήριο δεν του αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.
Τέσσερα χρόνια όμως αργότερα το Εφετείο θα μειώσει την ποινή του, καταδικάζοντάς τον σε κάθειρξη 12 ετών, αναγνωρίζοντας τα ελαφρυντικά του βρασμού ψυχικής ορμής και της ειλικρινούς μεταμέλειας.
Θα αποφυλακιστεί λίγο αργότερα με περιοριστικούς όρους, αλλά δεν θα μείνει έξω για πολύ. Το 2004 θα συλληφθεί ξανά, αυτήν τη φορά για εμπόριο κοκαΐνης και ναρκωτικών χαπιών.
Το όνομά του θα εμπλακεί στην υπόθεση των 217 ενταλμάτων σε βάρος συμμοριών που εκβίαζαν και έκαναν κουμάντο στη νύχτα, με επικεφαλής τον Παναγιώτη Βλαστό και τον Γιάννη Σκαφτούρο, μέσα από τις φυλακές. Τον Σεπτέμβριο του 2013 θα καταδικαστεί σε εξαγοράσιμη ποινή φυλάκισης 3 ετών, για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση.