Ο σερβιτόρος χτυπάει πάντα τρεις δουλειές
- 2 ΑΠΡ 2014
Κατ’ αρχήν να δηλώσω ότι δεν φιλοδοξώ να κλέψω τη δόξα του Ηλία Αναστασιάδη που έχει γράψει ιστορία ως καφετζής, περιπτεράς, φυλλαδόρος και σουβλατζής. Ο άνθρωπος έχει χτίσει αυτή τη στήλη και έχει σκαλίσει το όνομα του στο μάρμαρο. Μάρμαρο δεν υπάρχει, βέβαια, αλλά… καταλαβαίνεις.
Εξού και δεν είχα κανένα άγχος ανεβαίνοντας την Κηφισίας. Κανένα, εκτός από τον psycho χίψτερ ταξιτζή που φρόντισε να με φτιάξει για τα καλά. Άκουγε afrobeat στον En Lefko, είχε ένα ipad, ένα smartphone και τρεις ασύρματους λες κι οδηγούσε αεροπλάνο, έκανε σφήνες, γκάζωνε, φρέναρε. Καλή σου ώρα άνθρωπε εκεί που βρίσκεσαι, μου ήρθε να σου πω “εσύ πληρώνεις;”
Αλλά ήταν Ημέρα Εκπαίδευσης. Η μέρα που θα γινόμουν σερβιτόρος, στο Αρχοντικό στο Μαρούσι, Παρασκευή μεσημέρι προς απόγευμα.
Πριν συνεχίσω θεωρώ χρήσιμο να τονίσω ότι δεν ήμουν κάνας χθεσινός στον χώρο. Ήμουν η κλασσική περίπτωση υπαλλήλου μυρωδιά. Έχω κάνει τρεις μήνες multiplex στην Αγγλία. Μάζευα τα ποπ κορν, καθάριζα τις αίθουσες, είχα το νου μου μήπως σκρατσάρει η προβολή, έκοβα εισιτήρια και κυνηγούσα τους Άγγλους που έβλεπαν ταινίες αντί να δουλεύουν. Έχω κάνει και τρεις εβδομάδες γκαρσόνι σε καφετέρια στην πλατεία Νέας Σμύρνης. Εκεί κυνηγούσαν εμένα για να δουλεύω.
Εξ’ ού και αυτή η Ημέρα Εκπαίδευσης αποδείχτηκε μάθημα ζωής. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Στο multiplex, ένα βράδυ, καθάρισα τις 12 αίθουσες μόνος μου και κατέβασα τα σκουπίδια γιατί υπήρχε σύσταση από την Πυροσβεστική λόγω ζέστης. Την επόμενη μέρα μου πρότειναν προαγωγή σε θέση ευθύνης στο λογιστήριο. Έζησα για λίγο το βρετανικό όνειρο.
Στο Αρχοντικό, κατέβασα τα σκουπίδια, πήρα παραγγελίες, σκούπισα, στέγνωσα μαχαιροπήρουνα, έστρωσα τραπέζια, σέρβιρα πελάτες και τα άκουσα κι από πάνω γιατί δεν ήμουν γρήγορος και τα μπέρδευα. Να μου πεις περίμενα κι εγώ προαγωγή μέσα σε λίγες ώρες;
Η φάση με τα σκουπίδια, μάλιστα, μου θύμισε μια φάση από το 24 Hour Party People. Είναι οι Joy Division στις πρώτες τους ηχογραφήσεις, ο ντράμερ είναι άμπαλος και ο παραγωγός τον στέλνει να στήσει τα ντραμς στην ταράτσα για να προπονηθεί (στο 29’). “Και πότε θα κατέβω ρώτησε,” ο ντράμερ. “Μην ανησυχείς, θα στείλω κάποιον,” του απάντησε ο παραγωγός.
Ο παραγωγός στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο φωτογράφος Θοδωρής Μάρκου. Εγώ βγήκα από τη σκάλα υπηρεσίας για να πετάξω τα σκουπίδια, τα πήγα μέχρι τον κάδο και περίμενα τον Μάρκου να έρθει για τις φωτογραφίες. Περίμενα, περίμενα, περίμενα.
Ξαναμπήκα μέσα και είδα ότι ο Μάρκου είχε αράξει για τα καλά, τα έλεγε με τον Αναστασιάδη που έκανε το θέμα για το Savoir Vivre στο τραπέζι μαζί της. “Ναι, και τι γίνεται;” “Τα δικά σου”. Και μετά όταν κατεβήκαμε για τα σκουπίδια με έβαλε να τα πετάξω δύο τρεις φορές μέχρι να πάρει τις φωτογραφίες που ήθελε.
Τέλος πάντων, δεν έδωσα σημασία γιατί στα μαχαιροπήρουνα ήμουν καλύτερος απ’ ότι στα σκουπίδια. Εκεί έχεις τα εξής καθήκοντα: Παίρνεις πλυμμένα τα μαχαιροπήρουνα σε ένα μεταλλικό κουτί από τη λάντζα, τα ραίνεις με ξύδι και τα σκουπίζεις με ένα καθαρό πανί προσέχοντας να μην τα ακουμπήσεις με τα χέρια σου. Απλό. Μετά από καμιά δεκαριά κατάφερα να μην τα ακουμπάω. Είχα μάθει.
Σε τέτοιες μανατζίριαλ θέσεις, όμως, το μυστικό να είναι δείχνεις ατάραχος. Έκανα ότι δεν άκουσα, κλώτσησα το μαχαίρι στη γωνία του πάγκου για να μη φαίνεται και πήγα στο επόμενο.
Στο κόψιμο του ψωμιού, για να πω την αλήθεια, είχε αρχίσει να με κόβει λίγο η πείνα. Οπότε το task φαινόταν πιο ενδιαφέρον. Έκοψε με καμάρι τις φέτες, έσκυψα διακριτικά πίσω από τον πάγκο και άρχισα να τρώω την πρώτη. Φοβερό ζυμωτό ψωμί. Φοβερό. Απλά με πρόδωσαν δύο πράγματα. Ο λόξυγγας και ο Μάρκου που μυρίστηκε τη φάση και ήρθε ύπουλα να απαθανατίσει τη στιγμή.
Αντίθετα το στρώσιμο των τραπεζιών φαινόταν πολύ βαρετό. Τα τραπέζια στο Αρχοντικό, που μετά το απόγευμα γίνεται bar, στρώνονται με συγκεκριμένο τρόπο: Ένα χάρτινο σουβέρ, χαρτοπετσέτα και μαχαιροπήρουνα από το συρτάρι του πάγκου, δύο ποτήρια από τα ντουλάπια, ένα σετ αλατοπίπερο. Τα ποτήρια μπαίνουν στην πάνω δεξιά γωνία, τα μαχαιροπήρουνα στην κάτω αριστερά από το ντουλάπι, το μαχαίρι από μέσα να κοιτάει το πηρούνι και το αλατοπίπερο στο κέντρο αριστερά.
Δεν είναι ότι υποτιμάω τη φάση, το αντίθετο. Απλά το στρώσιμο ήταν βαρετό και το θεωρούσα πάρεργο. Η δουλειά μου ήταν να σερβίρω τον Αναστασιάδη και την “καλή” του, που έσκασαν με ύφος χιλιών καρδιναλίων. Λες και ήταν μπασκετμπολίστας αυτός (όλοι ξέρουμε την καριέρα του Αναστασιάδη στο μπάσκετ) και μοντέλο η άλλη.
Να γίνω χαλί να με πατήσουν. Ο σφουγγοκωλάριος τους. Το παιδί για τα θελήματα. Νομίζω τα κατάφερα.
Τουλάχιστον δεν άκουσα αρνητικά σχόλια. Βλέπεις ήταν και απασχολημένοι. Με το να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο στα μάτια. Περίμεναν να γίνουν τα πράγματα αυτόματα. Να σερβιριστούν τα πιάτα μόνα τους. “Μάζεψε τα μανίκια σου, καλή μου,” σκέφτηκα, “το έχουμε σκουπίσει το τραπέζι. Πιάσε το πιάτο μη μου πέσει και φας μεθαύριο.” Αλλά εδώ ήμουν αποφασισμένος να δείξω επαγγελματισμό.
Είχα τρία πιάτα στα χέρια. Ναι, ναι, τρία.
Λεπτομέρειες μπροστά στους δίσκους που κουβαλούσα στην καφετέρια. Εκείνοι οι δίσκοι, θυμάμαι, είχαν την Άρτα και τα Γιάννενα, τους έφερνες από το πρώτο όροφο της καφετέριας αφού περνούσες ένα δρόμο χωρίς φανάρια. Εδώ έβαζες τα τρία μεσαία δάχτυλα κάτω από το πρώτο πιάτο, το δεύτερο πάνω στο δύο στα δύο υπόλοιπα και το τρίτο στο ελεύθερο χέρι. Xα!
Τώρα ότι μου έτρεχαν τα σάλια βλέποντας μια δροσερή σαλάτα, ένα τας κεμπάπ με ρύζι και ένα χοιρινό λεμονάτο με ρύζι είναι κάτι που θα αποδώσω στην ποιότητα του φαγητού στο Αρχοντικό.
Φωτογραφίες: Θοδωρής Μάρκου
Ευχαριστούμε το ‘Αρχοντικό‘ (Λεωφ. Κηφισίας 70 & Πάρνωνος) για τη φιλοξενία και την υπομονή.