Herve Merliac / AP
ΕΓΚΛΗΜΑ

Ο σμηναγός που σκότωσε τη σύντροφό του επειδή δεν ήθελε να τον παντρευτεί

Η δολοφονία στο Κολωνάκι του 1963 και το δικαστήριο που αθώωσε τον δράστη λόγω «μέτριας συγχύσεως».

Βρισκόμαστε στα τέλη του 1950. Η Ιουλία Συρεγγέλα, κόρη γνωστού βιομηχάνου, ζει μόνιμα στην Τεχεράνη μαζί με τον σύζυγό της, έναν Ιρανό έμπορο, με τον οποίο έχει αποκτήσει μια κόρη. Ο γάμος τους, όμως, δεν πηγαίνει καλά. Η ίδια, λοιπόν, αποφασίζει να χωρίσει και να συνάψει σχέση μ’ ένα συμπατριώτη του σμηναγό της περσικής αεροπορίας. Οι δυο τους φαίνονται ερωτευμένοι ενώ κάνουν ήδη σχέδια για να παντρευτούν.

Οι ανέμελες μέρες, όμως, δεν κρατούν πολύ καθώς η Ιουλία αντιλαμβάνεται πως ο μέλλοντας σύζυγός της πάσχει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και συχνά γίνεται κακοποιητικός εναντίον της. Ύστερα από παρότρυνση της ίδιας, ο σμηναγός πηγαίνει σε ψυχίατρο, ο οποίος διαγιγνώσκει πως πάσχει από «αγχώδη αντιδραστική μελαγχολία μετ’ εκρήξεως οργής».

Το ζευγάρι αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Ο Ιρανός σύντροφος της Ιουλίας επισκέπτεται ξανά έναν ψυχίατρο – νευρολόγο, ο οποίος, όμως, δεν είναι καθόλου αισιόδοξος για την εξέλιξη της υγείας του και ζητά από τη νεαρή να απομακρυνθεί από το πλάι του καθώς απειλείται ακόμη και η ζωή της.

Εκείνη τότε θορυβείται και σκέφτεται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να τον χωρίσει. Η απόφασή της γίνεται οριστική όταν αυτός επιστρέφει στο Ιράν για επαγγελματικούς λόγους. Οι δυο τους συνεχίζουν να επικοινωνούν με γράμματα, στα οποία η Ιουλία του ξεκαθαρίζει πως δεν επιθυμεί να παντρευτούν.

Το βράδυ του φονικού

Αυτός, όμως, δεν λέει να το καταλάβει και όταν επιστρέφει στην Αθήνα, φέρνει μαζί του δεκάδες δώρα γάμου. Όταν συναντιούνται, εκείνη του ξεκαθαρίζει για ακόμη μια φορά πως θέλει να χωρίσουν. Αυτός εξοργίζεται και αρχίζει να της φωνάζει. Μπαίνουν σ’ ένα ταξί για να επιστρέψει η Ιουλία στο σπίτι της και ο σμηναγός στο ξενοδοχείο του.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις του ταξιτζή, οι δυο τους τσακώνονται πολύ έντονα. Δεν μιλούν, ωστόσο, ελληνικά κι έτσι ο οδηγός δεν μπορεί να καταλάβει τι λένε. Το ταξί φτάνει στο Κολωνάκι. Εκείνη κατεβαίνει και περπατά προς το σπίτι της. Αυτός την ακολουθεί χωρίς να το καταλάβει. Λίγο πριν μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας της οδού Κανάρη, ο σμηναγός βγάζει ένα όπλο και την πυροβολεί πισώπλατα. Τα τραύματά της είναι πολύ σοβαρά και η Ιουλία πεθαίνει μερικά λεπτά αργότερα στα σκαλιά του σπιτιού.

Αμέσως μετά τη δολοφονία, εκείνος φεύγει από το σημείο και επισκέπτεται τον ψυχίατρο που τον παρακολούθησε λέγοντάς του: «την πυροβόλησα. Δεν ξέρω τι έκανα». Ο γιατρός σοκάρεται και καλεί αμέσως την αστυνομία που τον συλλαμβάνει λίγη ώρα αργότερα. Το ημερολόγιο γράφει 9 Δεκεμβρίου 1963.

Η δίκη και η αθώωση του σμηναγού

Η δίκη ξεκινά μερικούς μήνες αργότερα και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1964. Κατά τη διάρκεια αυτής, διαβάζονται σχεδόν όλες οι ερωτικές επιστολές του ζευγαριού, τις οποίες εκμεταλλεύονται οι συνήγοροι του δράστη προκειμένου να δικαιολογήσουν το «πάθος» του σμηναγού για την Ιουλία. Από την άλλη βρίσκονται οι μάρτυρες κατηγορίας που επισημαίνουν πως ο δολοφόνος είχε σχεδιάσει από πριν την επίθεση εναντίον της, καθώς είχε φροντίσει να έχει πάνω του όπλο.

Τον λόγο τελευταίος παίρνει ο δράστης που όλους αυτούς τους μήνες παρέμενε φυλακισμένος. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, τα λόγια του συγκινούν τους δικαστές και τον εισαγγελέα, ο οποίος δηλώνει λίγο πριν την ετυμηγορία: «όλη η προσωπικότης του κατηγορουμένου, η αρρώστια του, ο θάνατος του παιδιού του, μας αναγκάζουν να δεχτούμε το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως. Είναι άξιος αυτού του ελαφρυντικού. Δεν πρέπει όμως να του δείξετε μόνο συμπάθεια γιατί το γεγονός είναι ένα: αφαίρεσε μια ανθρώπινη ζωή».

Το δικαστήριο τελικά καταδικάζει τον σμηναγό σε επτάμηνη φυλάκιση μόνο για παράνομη οπλοφορία, ωστόσο αφήνεται ελεύθερος καθώς είχε περάσει στη φυλακή ήδη δέκα μήνες. Όλοι όσοι βρίσκονται στην αίθουσα χειροκροτούν την απόφαση της έδρας. Ένας ακόμη δολοφόνος αθωώνεται.