Ο θάνατος του Νέρωνα δεν ήταν όσο τραγικός του άξιζε
- 9 ΙΟΥΝ 2020
Γιατί όμως ήταν τόσο μισητός ο Νέρωνας και γιατί η ιστορία έχει ταυτίσει το όνομά του με εκείνο του “μανιακού”; Μικρή παρένθεση.
Σκότωσε τη μητέρα του, την πρώτη και τη δεύτερη γυναίκα του, μία τρίτη που αρνούταν να τον παντρευτεί και τον άντρα μίας γυναίκας που του γυάλισε. Εκτελούσε πλούσιους Ρωμαίους για να τους πάρει την περιουσία -η σπατάλη του τον είχε οδηγήσει στην χρεοκοπία- και παρά το γεγονός ότι δεν είναι σίγουρο αν εκείνος έβαλε φωτιά στη Ρώμη, η φήμη που κυκλοφόρησε τον ήθελε όσο καίγονταν σπίτια και άνθρωποι, εκείνος να παίζει τη λύρα του, κάτι που προφανώς εξαγρίωσε τον λαό. Κυρίως όμως έφερε τη Ρώμη ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία, εξαιτίας της βαριάς φορολογίας και της κακής του διοίκησης.
Αυτοί είναι μόνο κάποιοι απ’ τους λόγους που έκαναν τον διοικητή της ισπανικής επαρχίας, τον Γάλβα να επαναστατήσει και να βαδίσει εναντίον του. Στο δρόμο του προς τη Ρώμη, οι ρωμαϊκές λεγεώνες συντάχθηκαν με το μέρος του, ακόμα και οι σωματοφύλακες του Νέρωνα. Το τέλος του ήταν προδιαγεγραμμένο, δεν τον στήριζε κανείς. Η σύγκλητος τον είχε κηρύξει “εχθρό της πατρίδας”, κάτι που σήμαινε ότι η εκτέλεσή του, πέρα από σίγουρη, θα ήταν και μαρτυρική. Θα τον έγδυναν, θα σφήνωναν το κεφάλι του μέσα σε ένα δικράνι (ένα γεωργικό εργαλείο που έμοιαζε με τσουγκράνα άλλα είχε μόνο τρία δόντια) και θα τον χτυπούσαν με ξύλα μέχρι να πεθάνει. Δεν είχε άλλη λύση, του έμενε μόνο η αυτοκτονία.
Πώς ήταν λοιπόν, οι τελευταίες του ώρες;
Υπέροχα παρανοϊκές.
Ο Νέρωνας καθόταν στο τραπέζι του και έτρωγε όταν του έφεραν μία σειρά από επιστολές, μέσα απ’ τις οποίες θα μάθαινε ότι και ο υπόλοιπος στρατός του είχε αποστατήσει. Σηκώθηκε όρθιος με μανία, τις έσκισε και πέταξε κάτω το τραπέζι του. Στη συνέχεια πήρε ένα δηλητήριο, το έβαλε σε μια χρυσή κασέλα και προσπάθησε να πείσει τους πραιτοριανούς, τη φρουρά του, να τον φυγαδεύσουν. Κάποιοι το απέφυγαν με διάφορες δικαιολογίες, κάποιοι άλλοι του είπαν χωρίς φόβο ότι απλά δεν θέλουν, με τον πιο θρασύ απ’ τους να του φωνάζει το ιστορικό:
“Μα είναι τόσο φοβερό για σένα να πεθάνεις”;
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να σκέφτεται διάφορους εξευτελιστικούς τρόπους για να ξεφύγει απ’ τον θάνατο. Σκέφτηκε να πάει ως ικέτης στον ίδιο τον Γάλβα ή να φορέσει μαύρα, δήθεν ότι πενθεί, και να εμφανιστεί ενώπιον του λαού στο βήμα της Αγοράς και να παρακαλέσει να τον συγχωρήσουν. “Και αν πάλι δεν μαλάκωνε τις καρδιές τους, να τους ικετέψει να του παραχωρήσουν τουλάχιστον τη διοίκηση της επαρχίας της Αιγύπτου”, γράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος. “Αργότερα βρέθηκε στο γραφείο του μια ομιλία που είχε γραφτεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Υπάρχει όμως η γνώμη ότι τον απέτρεψε ο φόβος μήπως τον κάνουν κομμάτια πριν καν φτάσει στην Αγορά”.
Εκείνη τη μέρα δεν έφυγε από το παλάτι του και όσο νόημα κι αν βγάζει αυτό που θα διαβάσεις τώρα, έπεσε να κοιμηθεί. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε τρομαγμένος. Η φρουρά του έλειπε. Ζήτησε να του φέρουν τους φίλους του, αλλά μάντεψε. Ούτε αυτοί ήταν εκεί. Τους έψαξε στα δωμάτια τους, χτυπούσε τις πόρτες τους, όλα ήταν άδεια. Γύρισε πίσω στο δωμάτιο του, από όπου είχαν φύγει πια και οι φύλακες, παίρνοντας μαζί τους ακόμα και τις κουβέρτες και τα σεντόνια του αυτοκράτορα -καθώς και τη χρυσή κασέλα που είχε μέσα το δηλητήριο που λέγαμε προηγουμένως. Πλιάτσικο και συντριβή.
Τότε ζήτησε να του φέρουν μπροστά του έναν γνωστό μονομάχο του Κολοσσαίου, τον Σπίκουλο, προκειμένου να δολοφονηθεί από το δικό του χέρι, απ’ το χέρι ενός επαγγελματία. Δεν πήγε ποτέ ο μονομάχος, ούτε κανένας άλλος από όσους φώναξε στη συνέχεια.
“Μα τι λοιπόν, δεν έχω ούτε φίλο ούτε εχθρό;” είπε και βγήκε έξω τρέχοντας για να πέσει στον Τίβερη και να πνιγεί.
Και πάλι όμως άλλαξε γνώμη, κι ακολούθησε τον απελεύθερο -δούλος που απέκτησε την ελευθερία του- Φάοντα στην έπαυλή του. Ξυπόλητος, φορώντας μόνο τον χιτώνα του, έριξε πάνω στο κεφάλι του έναν “ξεθωριασμένο μανδύα” για να κρύβει το κεφάλι του, ένα μαντήλι για να κρύβει το πρόσωπό του, κι ανέβηκε πάνω σε ένα άλογο. Μαζί με μόνο τέσσερις ακόμη έφτασαν στην έπαυλη. Έσκαψαν ένα μικρό πρόχειρο τούνελ για να μπουν μέσα στο σπίτι μυστικά, ξάπλωσε σε ένα πρόχειρο κρεβάτι και τότε ήταν που είπε αυτό το υπέροχο “πώς χάνομαι εγώ, ένας τέτοιος καλλιτέχνης”.
Οι συνοδοί του τον παρακαλούσαν να αυτοκτονήσει για να “γλιτώσει το ταχύτερο από τους εξευτελισμούς που τον απειλούσαν”, αλλά εκείνος φοβόταν. Τους διέταξε να σκάψουν έναν τάφο και πήρε δύο μαχαίρια, εξέτασε αν κόβουν καλά και τα ξαναέβαλε στη θέση τους, με τη δικαιολογία ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του. Στη συνέχεια όχι μόνο παρακαλούσε να τον σκοτώσουν, αλλά όπως έγραφε ο Σουητώνιος παρακαλούσε κάποιος απ’ τους υπόλοιπους να αυτοκτονήσει, “ώστε να του δώσει το παράδειγμα”, να δει πώς το έκανε για να το κάνει κι ο ίδιος δηλαδή. Ήθελε το know how.
“Είναι αίσχος να ζω, είναι ντροπή -δεν αρμόζει στον Νέρωνα, δεν αρμόζει -πρέπει να είναι κανείς αποφασιστικός σε τέτοιες στιγμές -εμπρός σήκωσε το ανάστημά σου”, είπε κάποια στιγμή στον εαυτό του.
Οι έφιπποι που είχαν την εντολή να τον συλλάβουν ζωντανό πλησίαζαν και αδιαφορούσαν για τους δισταγμούς του.
“Μόλις τους άκουσε είπε τρέμοντας, τον στίχο της Ιλιάδας ‘Απ’ τα γοργά τα άλογα στ’ αυτιά μου φτάνει ο κρότος’ και με τη βοήθεια του γραμματέα του Επαφρόδιτου κάρφωσε ένα μαχαίρι στον λαιμό του. Δεν είχε ξεψυχήσει ακόμα όταν ένας εκατόνταρχος όρμησε μέρα, προσποιούμενος ότι ήρθε να τον βοηθήσει, και καθώς του έριξε έναν μανδύα πάνω στην πληγή, ο Νέρων είπε μόνο: ‘Είναι πια αργά’ και ‘Αυτή είναι αφοσίωση’. Με τα λόγια τούτα ξεψύχησε, ενώ τα μάτια του έμειναν ορθάνοιχτα και πεταγμένα έξω από τις κόγχες τους, τόσο που προκαλούσαν τον φόβο και τον τρόμο όσων των έβλεπαν”.
Πέθανε την επέτειο της δολοφονίας της πρώτης του γυναίκας, της Οκταβίας και ο ενθουσιασμός του λαού ήταν τόσο μεγάλος που βγήκε στον δρόμο να ζητοκραυγάσει.
Ο Νέρωνας είχε ζητήσει απ’ τους τελευταίους που έμειναν μαζί του, να μην αφήσουν τους εχθρούς του να του κόψουν το κεφάλι. Ήθελε να αποτεφρωθεί αρτιμελής, πράγμα που έγινε. Μαθαίνουμε ότι η ταφή του κόστισε διακόσιες χιλιάδες σηστέρτιους κι ότι η τέφρα του τοποθετήθηκε στον οικογενειακό τάφο των Δομιτίων, στην κορυφή του λόφου των Κήπων, που “είναι ορατός από το Πεδίο του Άρεως”.
Θα ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας στην ιστορία της Ρώμης που θα καταγόταν από τη γενιά του Ιουλίου Καίσαρα.