Οι κτηνοτρόφοι στη Σενεγάλη ζουν όπως οι πρόγονοί τους
Μεγάλο μέρος της πρωτογενούς παραγωγής στην αφρικανική χώρα βασίζεται σε μικρής κλίμακας οικογενειακές φάρμες, με βάση πρακτικές που περνάνε εδώ και αιώνες από γενιά σε γενιά.
- 10 ΔΕΚ 2023
Τα τελευταία δυο-τρία χρόνια, το κράτος της Σενεγάλης είναι το μόνο στην υποσαχάρια Αφρική που αποδίδει θετικούς αναπτυξιακούς δείκτες, με όχημα τον πρωτογενή τομέα που έχει αποφασίσει να στηρίζει μεθοδικά η κυβέρνηση με χρηματοδοτικά πακέτα και νέες εγκαταστάσεις ή νέα μέσα:
Επενδύοντας ως και 100 εκατομμύρια ετησίως μέσω του Αγροτικού Προγράμματος (όπως συνέβη τη σεζόν 2020-2021), το κράτος θέλει να ανακόψει την τάση φυγής των νέων προς την πρωτεύουσα, το Ντακάρ, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι απαιτείται ριζική αναδιαμόρφωση του κλάδου που παραδοσιακά άνθιζε στην πεδιάδα μεταξύ Μπακέλ και Νταγκανά, λόγω των προκλήσεων που θέτει η κλιματική αλλαγή και η μαζική παραγωγή.
Οι βροχοπτώσεις μειώνονται, το χώμα φτωχαίνει και η αρόσιμη γη περιορίζεται, Την ίδια στιγμή, από την ευφορία της γης, μέσω είτε της γεωργίας ή της γεωργίας (δύο τομείς σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετοι στη Σενεγάλη, αφού αγρότες χρησιμοποιούν συχνά τα χωράφια σαν βοσκοτόπια προς εμπλουτισμό του εδάφους) εξαρτάται το 70% του πληθυσμού, δηλαδή 350.000 οικογένειες.
Στόχος του κράτους είναι να εκσυγχρονίσει την παραγωγή σε όλα τα επίπεδα, αλλά μένει ακόμη δρόμος. Διότι κατά συντριπτική πλειοψηφία το μοντέλο που παραμένει σε ισχύ είναι μικρής κλίμακας οικογενειακές φάρμες, χωρίς τις αναγκαίες υποδομές και με βάση πρακτικές που περνάνε εδώ και αιώνες από γενιά σε γενιά.
Έτσι, με ένα ταξίδι στην ενδοχώρα, όπως αυτό που ακολούθησε το πρακτορείο Associated Press, έρχεσαι αντιμέτωπος με μια μάλλον απαρχαιωμένη πραγματικότητα, η οποία όμως εμπεριέχει σοφά διδάγματα σε επίπεδο βιωσιμότητας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την παραδοσιακή κτηνοτροφία της Σενεγάλης αποτελούν οι κοινότητες της φυλής Φουλάνι: νομαδικοί και ημι-νομαδικοί πληθυσμοί οι οποίοι εκτείνονται από τη Σενεγάλη μέχρι της Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής, ακολουθώντας βίο πανομοιότυπο με εκείνο των προγόνων τους.
Στηρίζονται απόλυτα στις οικογενειακές καλλιέργειες (αραβόσιτος, λαχανικά και κεχρί) και την εκτροφή βοοειδών. Συνήθως, τα θηλυκά παραμένουν στο κοπάδι και τα αρσενικά δίνονται προς πώληση, ενώ όλοι τους περιγράφουν τη στενή, σχεδόν ιερατική σχέση που αναπτύσσουν με τα ζώα, σε σημείο να θεωρείται άρρηκτο στοιχείο της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, με πολλές προεκτάσεις στην κουλτούρα τους.
«Υπάρχει ένα είδος αμοιβαιότητας μεταξύ εσένα και των ζώων», δηλώνει ο Mamadou Samba Sow από τη Μαουριτάνια που τη στιγμή του ρεπορτάζ ζούσε στη νότια Σενεγάλη με τη γυναίκα του και τα δεκατέσσερα (14) παιδιά τους, «τα ζώα σε φροντίζουν με τον ίδιο τρόπο όπως εσύ με αυτά. Ξέρουν ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεσαι, όσο και αν έχεις απομακρυνθεί». Όπως εξηγεί κάθε μέλος στο κοπάδι έχει το όνομά του και μάλιστα αποκρίνεται, όταν το φωνάζεις, γνωρίζοντας ότι ήρθε η ώρα του φαγητού ή του αρμέγματος.
Το μεγάλο πρόβλημα στις κοινότητες που παραμένουν απομακρυσμένες από τον πολιτισμό και τις εγκαταστάσεις του κράτους, είναι η λειψυδρία – τα εδάφη έχουν ξεραθεί και είναι απαραίτητο να μεταναστεύσουν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά για να θρέψουν τα κοπάδια τους.
Όσο επιδεινώνεται η κλιματική κρίση, οι νομάδες καλλιεργητές της Σενεγάλης έρχονται αντιμέτωποι με το αβέβαιο μέλλον, με το βασικό ερώτημα να μένει αναπάντητο: πώς θα μπορούσαν να προσαρμοστούν χωρίς να εγκαταλείψουν την παράδοσή τους;
Εντούτοις, στις πρακτικές που συχνά απαξιώνονται από το μάτι του εξωτερικού παρατηρητή ως απαρχαιωμένες κρύβονται οικολογικές τακτικές πολύ πιο αποδοτικές από τις θεσμικές οδηγίες: παλαιότερη έρευνα στα χωράφια της Σενεγάλης είχε αποκαλύψει ευρύ φάσμα παραδοσιακών συνδυασμών συγκαλλιέργειας, που εξασφάλιζαν τη μέγιστη απόδοση ενός δεδομένου χώρου – αίτημα το οποίο συνάδει με τις πλέον σύγχρονες γεωργικές πρακτικές.