Οι βιασμοί και οι δολοφονίες του Κυριάκου Παπαχρόνη
- 4 ΣΕΠ 2021
Ο Κυριάκος Παπαχρόνης γεννήθηκε το 1960 στην Ξάνθη, και από μικρή ηλικία βοηθούσε την οικογένειά του στο εστιατόριο-καφενείο που διατηρούσε στην πόλη. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, θα κατέβει για λίγο καιρό στην Αθήνα, όπου και θα μείνει στο σπίτι ενός συγχωριανού του. Θα πιάσει δουλειά στο ξενοδοχείο Ατλάντικ.
«Μέλι έσταζε το στόμα του. Όλοι οι πελάτες τον εκτιμούσαν αφάνταστα. Κοίταζε τη δουλειά του και δεν ενοχλούσε κανέναν», θα πουν αργότερα οι συνάδελφοί του.
Γυμνάζεται πολύ, είναι μέλος στην ομάδα πάλης της πόλης του, θα πάρει μαύρη ζώνη στο καράτε και η μητέρα του ανησυχεί που τον βλέπει να παίρνει συνεχώς βιταμίνες… «Έχεις δύναμη Κυριάκο, τι τις θες;», θα πει η Εριφύλη Παπαχρόνη σε εφημερίδα της εποχής. Όταν έρθει η ώρα να καταταγεί στον στρατό θα επιλέξει τον σκληρό δρόμο των ΛΟΚ. Η ζωή του μόνιμου στρατιωτικού, τον τραβούσε έτσι κι αλλιώς, παρότι ο στόχος του, ως μαθητής, ήταν να περάσει στη γυμναστική ακαδημία. Τον εμπόδισαν οι κακοί του βαθμοί. Και στα 19 του, ως έφεδρος αξιωματικός πια στην 5η Μοίρα των ΛΟΚ της Δράμας, θα ξεκινήσει να σκορπάει τον τρόμο στη βόρεια Ελλάδα.
Ο πρώτος φόνος
Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1981, ο Κυριάκος Παπαχρόνης θα μαχαιρώσει μέχρι θανάτου την 46χρονη ιερόδουλη, Γραμμένη Θεοχαρίδου, μέσα σε οίκο ανοχής στην Ξάνθη. Λίγη ώρα πριν, η γυναίκα του είχε μιλήσει υποτιμητικά, του είχε «θίξει τον ανδρισμό», όπως θα ισχυριστεί αργότερα ο ίδιος. Του είχε πει «άντε τελείωνε», όσο ο ίδιος «απολάμβανε» επί πληρωμή τις υπηρεσίες της.
Ο Παπαχρόνης μετά από αυτά τα λόγια θα ντυθεί και θα φύγει έξαλλος, μόνο και μόνο όμως για να επιστρέψει πάλι, τη στιγμή που ήξερε ότι θα την έβρισκε μόνη της. Και πράγματι, τη στιγμή που εισέβαλε στο δωμάτιό της, η 46χρονη είχε τελειώσει πια τη δουλειά της, είχε σβήσει το κόκκινο φως και αμέριμνη έβλεπε τηλεόραση. Θα την πιάσει απ’ τον λαιμό και θα τη δολοφονήσει με το μαχαίρι που είχε πάρει από την Κρήτη, όσο βρισκόταν στο νησί κατά την εκπαίδευσή του ως έφεδρος καταδρομέας.
Σχεδόν τρεις μήνες μετά, ο Παπαχρόνης θα προσέξει μία ιερόδουλη να κάνει πιάτσα μόνη της σε δρόμο της Δράμας. Είναι νύχτα, και καταφέρνει να την ακολουθήσει χωρίς να γίνει αντιληπτός. Θα τη μαχαιρώσει πισώπλατα, όμως οι φωνές της γυναίκας δεν θα τον αφήσουν να ολοκληρώσει το έργο του. Περαστικοί θα τρέξουν στο σημείο, και ο Παπαχρόνης θα τρέξει κι αυτός με τη σειρά του για να γλιτώσει. Και θα τα καταφέρει. Προς το παρόν.
«Κάθε φορά που χτυπούσα, ένιωθα σαν να παίρνω ένα καινούργιο πιστοποιητικό του ανδρισμού μου», θα πει αργότερα στην Απογευματινή.
Στις 30 Δεκεμβρίου, δέκα ημέρες αργότερα, θα χτυπήσει και πάλι στους δρόμους της Δράμας. Ο 21χρονος έχει μόλις βγει από έναν κινηματογράφο που έπαιζε πορνό, όταν θα δει μια 19χρονη φοιτήτρια, να κατευθύνεται προς το σπίτι της. Θα την προλάβει, και θα τη μαχαιρώσει πέντε φορές στον τράχηλο, προτού το βάλει ξανά στα πόδια, μπροστά στη θέα του πατέρα της κοπέλας, ο οποίος για καλή της τύχη, την περίμενε κοντά στο σπίτι τους.
Στις 15 Ιανουαρίου 1982, πάλι στην πόλη της Δράμας, θα στήσει καρτέρι στον τοπικό σιδηροδρομικό σταθμό. Μία νεαρή φιλόλογος θα περάσει από το σημείο και εκείνος, χωρίς να χάσει χρόνο, θα την παρασύρει κάτω από την αερογέφυρα και θα προσπαθήσει να τη βιάσει. Για άγνωστο λόγο όμως, ούτε θα τη βιάσει ούτε θα τη σκοτώσει. Θα την αφήσει να φύγει και αυτή η κοπέλα θα είναι το πρώτο θύμα του που θα δώσει λεπτομερή περιγραφή του βιαστή στις αστυνομικές αρχές.
Ο δεύτερος φόνος
Τον Αύγουστο του ‘82 ο Παπαχρόνης βρίσκεται πια στη Θεσσαλονίκη. Έχει γνωρίσει μία συνομήλική του, φοιτήτρια της Αρχιτεκτονικής σε ένα χωριό της Δράμας, και ένα βράδυ, θα τη συναντήσει τυχαία στην οδό Λαγκαδά. Θα μπει στο ίδιο λεωφορείο μαζί της και θα την πλησιάσει. Εκείνη θα του μιλήσει άσχημα.
Κοντά στο σπίτι της, θα κατέβουν από το λεωφορείο και εκείνος θα συνεχίσει να την πιέζει να κάνουν έρωτα. Θα του αντισταθεί και τελικά, υπό την απειλή του μαχαιριού που πάντα έκρυβε στην κάλτσα του, θα την παρασύρει σε ένα δασάκι. Θα την μαχαιρώσει κι εκείνη στον τράχηλο, θα της σκίσει τα ρούχα και θα τη βιάσει. Στην απολογία του, μάλιστα, θα πει ότι κατά τη διάρκεια της πράξης, ρουφούσε το αίμα από την πληγή που της είχε ανοίξει στον λαιμό.
Η Αναστασία Αλεξανδρίδου, δύο ώρες αργότερα, θα πεθάνει από εσωτερική αιμορραγία και πνευμονική ασφυξία.
Ο Παπαχρόνης θα φύγει απ’ το δασάκι μαζί με όλα τα προσωπικά της αντικείμενα, μαζί με όλα τα ρούχα της που έσταζαν αίμα. Θα τα εγκαταλείψει στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μενεμένης, όχι όλα όμως. Θα κάνει το λάθος να κρατήσει τον αναπτήρα της κοπέλας, ένα απ’ τα αντικείμενα που αργότερα θα τον ενοχοποιούσαν.
Δεν έχει τέλος
Ο Παπαχρόνης πλέον βρίσκεται εκτός ελέγχου. Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1982 θα προσπαθήσει να βιάσει μία 23χρονη κοπέλα, η οποία ευτυχώς θα καταφέρει να του ξεφύγει.
Δέκα σχεδόν μέρες μετά, θα παρακολουθήσει μια 18χρονη στη Δράμα και λίγα μέτρα έξω από το σπίτι της, θα της επιτεθεί και θα την τραυματίσει σοβαρά. Τον ίδιο μήνα, στην Ξάνθη αυτήν τη φορά, θα τραυματίσει πολύ σοβαρά μία 32χρονη ιερόδουλη.
Δεν το γνωρίζει, αλλά το επόμενο θύμα του επρόκειτο να είναι και το τελευταίο του. Μετά από παρακολούθηση αρκετών ημερών, στις 8 Δεκεμβρίου του 1982, θα επιτεθεί στη Βασιλική Λαζαρίδου, μία 30χρονη καθαρίστρια, μητέρα τεσσάρων παιδιών. Θα την μαχαιρώσει στο πρόσωπο και στην καρωτίδα, και θα εξαφανιστεί, χωρίς ευτυχώς να καταφέρει να τη δολοφονήσει. Ήταν η πρώτη και τελευταία επίθεση που έκανε υπό το φως της ημέρας και η καθαρίστρια θα ήταν η πρώτη γυναίκα που θα τον αναγνώριζε αργότερα ανεπιφύλακτα, όταν θα της τον έφερναν στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν τραυματισμένη.
Οι παρατηρητικοί συνάδελφοί του
Ο Παπαχρόνης δεν κρύβεται, παρότι τα στοιχεία και οι περιγραφές που έχουν αρχίσει να μαζεύονται για εκείνον είναι πλέον πάρα πολλά. Όλα τα θύματα και όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες μιλούν για έναν γεροδεμένο άντρα με στρατιωτική στολή. Το δεύτερο στοιχείο βοηθά τις αρχές στο να περιορίσουν το εύρος των ερευνών τους στα στρατόπεδα της βορείου Ελλάδος. Σε συνεννόηση με τους διοικητές των μονάδων θα οργανώσουν μικρές και ευέλικτες ομάδες έρευνας, αλλά η ειρωνεία εδώ θα τους χτυπήσει την πόρτα. Σε μία από αυτές, επικεφαλής θα τεθεί ο ίδιος ο βιαστής και δολοφόνος. Χάρη στην παρατηρητικότητα όμως δύο στρατιωτικών, ο χρόνος θα αρχίσει να μετράει αντίστροφα για τον δολοφόνο.
Δύο αξιωματικοί του στρατοπέδου του, ο Χρήστος Τριανταφυλλίδης και ο Τάσος Κοσμίδης, ψάχνοντας στα αρχεία θα ανακαλύψουν ότι τη νύχτα που συνέβη μία από τις επιθέσεις, ήταν ελάχιστοι ήταν οι άντρες που είχαν βγει από το στρατόπεδο. Λόγω νυχτερινής άσκησης, είχε διαταχθεί απαγόρευση εξόδου και είχαν βγει μόνο κάποιοι αξιωματικοί, κανείς οπλίτης.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός, Κυριάκος Παπαχρόνης, ο οποίος μάλιστα είχε αργήσει να επιστρέψει και κατά μία ώρα εκείνη τη βραδιά.
Κατά την ανάκρισή του από τον υπεύθυνο του στρατοπέδου θα τα μασήσει, θα δημιουργήσει υποψίες και έτσι θα δοθεί εντολή να γίνει έλεγχος στο σπίτι του. Εκεί θα βρεθούν τα μαχαίρια που χρησιμοποιούσε καθώς και ο αναπτήρας που είχε κρατήσει από τη δεύτερη κοπέλα που δολοφόνησε.
Το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου του 1982 η Ασφάλεια της Δράμας θα τον συλλάβει.
«Το έκανα γιατί ερεθιζόμουν από τον ήχο των γυναικείων τακουνιών»
Μπροστά στον ανακριτή, δεν θα αργήσει να σπάσει. Τα στοιχεία είναι πολλά, οι ανακρίσεις πολύωρες, οι εξηγήσεις του αστείες, γεμάτες κενά. Μεταξύ άλλων θα ομολογήσει και πέντε βομβιστικές επιθέσεις: δύο ωρολογιακές βόμβες στο Ταχυδρομείο και την Εθνική Τράπεζα της Ξάνθης, άλλες δύο σε υποκαταστήματα τραπεζών της Καβάλας και μια στην είσοδο του στρατοπέδου του στη Δράμα. Θα ομολογήσει και έναν μικρό εμπρησμό στο Διεθνές Αεροδρόμιο Καβάλας.
Στην κοινή γνώμη της εποχής θα κάνει αίσθηση η παραδοχή του ότι ερεθιζόταν από τον ήχο των γυναικείων τακουνιών. Το φετίχ του θα αποκαλυφθεί και δημόσια όταν θα πει σε μια δημοσιογράφο της ΕΡΤ: «εσένα σ’ αγαπάω γιατί έχεις ψηλά τακούνια».
Κατά την απολογία του θα παραδεχτεί τα πάντα, με τις εφημερίδες να προβάλλουν ξανά και ξανά τα εξής κυνικά του λόγια:
«Θόλωνε το μυαλό μου. Ήθελα να χτυπήσω. Έφθανα στο μεγαλείο. Την χτυπούσα, τελείωνε».
Νάρκισσος και προκλητικός
Πέντε ημέρες κράτησε η δίκη, από τις 14 ως τις 18 Ιουνίου του 1983 στο κτίριο του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης υπό την δικαιοδοσία όμως του Διαρκούς Στρατοδικείου Καβάλας. Και ήταν και τις πέντε ημέρες προκλητικός.
Με θεατρινισμούς, φανφαρονισμούς, φώναζε για τον ανδρισμό του και τη δύναμη του, αρνούμενος ακόμη και την υπερασπιστική γραμμή των δικηγόρων του, που μπας και του γλιτώσουν τα ισόβια, προσπάθησαν να τον βγάλουν άνθρωπο με ψυχολογικά προβλήματα.
«Δεν έχτιζα τόσα χρόνια αυτό το κορμί για να το καταστρέψουν οι ψυχίατροι», θα τους πει.
Μπροστά στις κάμερες ήταν επιθετικός, φώναζε ότι θα αποδράσει και «θα σφάξει πολύ κόσμο», αναγκάζοντας τις αρχές να διαθέσουν δεκάδες αστυνομικούς για την φύλαξή του αυτές τις τέσσερις μέρες.
Μετά από καταθέσεις 40 μαρτύρων και την απολογία-ομολογία του, ο Παπαχρόνης θα καταδικαστεί «δις εις θάνατον». Μπροστά στις κάμερες θα πει, με το ίδιο θεατρινίστικο ναρκισσιστικό ύφος:
«Καλύτερα να εκτελεστεί η απόφαση παρά να σαπίσω τα υπόλοιπά μου χρόνια μέσα στις φυλακές (…) Έζησα μέχρι αυτήν την ηλικία, γυμνάστηκα, διασκέδασα τη ζωή όσο μπόρεσα, από δω και πέρα δεν θέλω να ‘χω οδυνηρές εμπειρίες από τη ζωή. Στα έξι μέτρα να τελειώνουμε».
Και θα συμπληρώσει στη συνέχεια: «Ευτυχώς που με ανακάλυψαν. Θα έκανα κι άλλες επιθέσεις. Τίποτα δεν μπορουσε να με συγκρατήσει και θα ήταν κρίμα».
Μετά την καταδίκη του, οι γονείς της φοιτήτριας που δολοφόνησε θα πουν σε εφημερίδα: «Δεν παρουσιαστήκαμε στο δικαστήριο γιατί δεν βάσταγε η καρδιά μας να αντικρίσουμε τον Χάρο του παιδιού μας. Ή θα πεθαίναμε μπροστά του ή θα τον πνίγαμε με τα ίδια μας τα χέρια. Την απόφαση του στρατοδικείου τη μάθαμε. Ήταν δίκαιη».
Τελευταία του επιθυμία πριν περάσει το κατώφλι της φυλακής, ήταν να συναντήσει την 16χρονη Ντίνα, την κοπέλα του! Κανείς δεν γνώριζε ότι είχε μόνιμη σχέση, ήταν μία αποκάλυψη της εφημερίδας Απογευματινή και της νεαρής τότε ρεπόρτερ, Αγγελικής Νικολούλη.
«-Με φοβάσαι, Ντίνα;
-Όχι, Κυριάκο.
-Μα είμαι ο δράκος.
-Δεν έχει καμία σημασία για μένα, αγαπημένε μου.
-Με μισείς;
-Όχι, σε λατρεύω».
Αυτός -υποτίθεται- ότι ήταν ο διάλογος που διαμείφθηκε μεταξύ τους.
Η φυλακή και τα δεκάδες ερωτικά γράμματα
Δεν ήταν εύκολος κρατούμενος, στην αρχή τουλάχιστον. Στις φυλακές της Κέρκυρας έμπλεκε σε καυγάδες, χτυπούσε συγκρατουμένους του και πρωτοστατούσε σε όλες τις μικροεξεγέρσεις. Στις στρατιωτικές φυλακές της Θεσσαλονίκης όπου και μεταφέρθηκε αργότερα, συνέχισε την επιθετική συμπεριφορά του. Γράφτηκε χαρακτηριστικά ότι σε ένα από τα μεγάλα του ξεσπάσματα, το οποίο και κράτησε κοντά στις τέσσερις ώρες, κατέστρεψε ολοσχερώς το κελί του.
Με τον καιρό όμως άρχισε να ηρεμεί. Το ‘ριξε στο διάβασμα, στη ζωγραφική και στον εκκλησιασμό. Έψελνε, και το γεγονός αυτό είχε κάνει τόση εντύπωση που έβρισκε τη θέση του στα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής.
Τη μεγαλύτερη εντύπωση όμως προκαλούσαν οι ερωτικές επιστολές που δεχόταν. Δεκάδες γυναίκες, γοητεύτηκαν από τον Παπαχρόνη και του έστελναν γράμματα όπου του ορκίζονταν αιώνια αγάπη και αφοσίωση. Όλα αυτά κράτησαν μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου του 2004.
22 χρόνια μετά την καταδίκη του, σε ηλικία 44 ετών, θα αποφυλακιστεί με περιοριστικούς όρους, όπου πέρα από την αναμενόμενο όρο που θα τον υποχρέωνε να εμφανίζεται κάθε 15 μέρες στο τμήμα της περιοχής, ξεχώριζε και η απαγόρευσή της διαμονής του σε πόλεις όπου είχε σκορπίσει τον πόνο. Δράμα, Ξάνθη και Θεσσαλονίκη, ήταν πια απαγορευμένα μέρη για αυτόν.
Στην γραπτή δήλωση που θα διανείμει στους δημοσιογράφους, θα γράφει:
«Πριν 22 χρόνια, παρασυρόμενος από την ακρισία της ηλικίας και κυρίως από τις φαυλεπήβολες συναναστροφές μου, πουλήσαμε όλοι μας τις ψυχές μας στον Εωσφόρο -όπως ο Φάουστ- κι εγώ προσωπικά έχασα, λαμβάνοντας εξοντωτική ένδικη μισθαποδοσία. Ζητώ από τη θεσπίζουσα πολιτεία από την κοινή γνώμη συγγνώμη από «μέσης ψυχής» για εκείνα τα απεχθή φορτία των ανομιών μου και υπόσχομαι στο εφεξής να διαβιώ «εν αγνεία και σεμνή πολιτεία…» και φυσικά «άμεμπτος εν παντί…»! Hasta la vista, εν ευθέτω χρόνω».
Από την αποφυλάκισή του μέχρι σήμερα, δεν απασχόλησε ξανά τις αρχές, παρά μόνο τις κουτσομπολίστικες εκπομπές. Την πρώτη φορά με τη φωτογραφία που κυκλοφόρησε και τον έδειχνε μαζί με την Τζούλια Αλεξανδράτου, σε κλαμπ της Ελασσόνας, όπου η τελευταία είχε περάσει για μία εμφάνιση και τη δεύτερη φορά, όταν έγινε γνωστό ότι αρραβωνιάζεται. Εκείνο το διάστημα ήταν γνωστό ότι ζούσε στη Λάρισα.
Η τελευταία πληροφορία που έχουμε για εκείνον έρχεται από τον Φεβρουάριο του 2020, όταν και νοσηλεύτηκε με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο στο νοσοκομείο της Κοζάνης. Οι πληροφορίες που ήρθαν τότε στο φως της δημοσιότητας τον ήθελαν να ζει πια μόνιμα σε ένα απ’ τα χωριά του νομού.