Όσα γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή για το δεύτερο κύμα της πανδημίας
Πότε το περιμένουν οι επιστήμονες και πόσο θα διαφέρει από το πρώτο.
- 27 ΜΑΙ 2020
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας το βλέπουμε ακόμα ως μία μακρινή πιθανότητα, ως μία ακόμη θεωρία που μπορεί να επαληθευθεί, μπορεί και όχι. Αυτή όμως η αντίληψή δεν συμβαδίζει και τόσο με την οπτική των επιστημόνων.
“Το ερώτημα είναι πότε θα συμβεί και πόσο μεγάλο θα είναι”, δήλωσε πρόσφατα η Άντρέα Αμον, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC). Η επικεφαλής όπως θα κατάλαβες, δεν αναρωτιέται καθόλου για το “αν θα συμβεί”, έχει φύγει απ’ αυτό. Μιλάει σαν να πρόκειται για κάτι δεδομένο.
Οι επιδημιολόγοι έχουν το δύσκολο καθήκον αυτήν την περίοδο να λένε τα πράγματα ακριβώς όπως έχουν. Γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά και επειδή οι πολιτικοί έχουν πιαστεί να δίνουν διαβεβαιώσεις κενού περιεχομένου, οι επιδημιολόγοι έχουν αναδειχθεί ως οι πραγματικοί πολέμιοι της πανδημίας, μετρώντας ακόμη και θύματα ανάμεσά τους.
“Εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά του ιού και βλέποντας την ανοσία του πληθυσμού σε διάφορες χώρες να κινείται μεταξύ του 2% και του 14%, βλέπουμε ότι το 85% με 90% του πληθυσμού μένει ακόμη ευάλωτο”, λέει η Άμον. “Ο ιός βρίσκεται γύρω μας, και κυκλοφορεί περισσότερο από ό,τι τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο. Δεν θέλω να φέρω την ‘καταστροφή’, αλλά νομίζω ότι πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Δεν είναι τώρα η ώρα για να πούμε ότι χαλαρώνουμε τελείως”.
Και συνέχισε: “Δεν ξέρω αν θα κρατήσει για πάντα, αλλά δεν νομίζω ότι θα φύγει πολύ γρήγορα. Φαίνεται να προσαρμόζεται πολύ καλά πάνω στους ανθρώπους”.
Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο Ρόμπερντ Ρέντφιλντ, διευθυντής του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (CDC) των ΗΠΑ, φαίνεται να συμφωνεί μαζί της. Μάλιστα, προειδοποίησε τους Αμερικανούς ότι “η επίθεση του ιού τον επόμενο χειμώνα, είναι πολύ πιθανό να είναι ακόμη πιο δύσκολη απ’ αυτήν του περάσαμε”. Και μιλάμε για μία χώρα που έχει ξεπεράσει τους 100.000 θανάτους ήδη.
Εξήγησε στην Washington Post ότι φοβάται “τα πολύ χειρότερα”, γιατί η επιστροφή του κορονοϊού αναμένεται να συμπέσει χρονικά με την εποχική γρίπη, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στο σύστημα υγείας.
“Αν έχουμε μία σεζόν γρίπης, όπως είχαμε το 2018, όταν σχεδόν 80.000 άνθρωποι πέθαναν, αυτό από μόνο του θα βάλει σε μεγάλη πίεση το σύστημα υγείας μας. Αν μετά προσθέσεις και τον κορονοϊό, μπορεί να δει κανείς για τι πίεση μιλάμε”.
Ο Ρέντιφιλντ δήλωσε επίσης ότι μπορεί αυτή τη στιγμή η πανδημία να χτυπάει πολύ σκληρά το νότιο ημισφαίριο (παράδειγμα η Βραζιλία) και να εξαπλώνεται σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη, “αλλά όταν τελειώσει εκεί, υποπτεύομαι ότι θα επανακάμψει στο βόρειο”. Και αυτό αφορά και την Ευρώπη.
Ο διευθυντής του CDC, πιστεύει ότι είναι πιθανό να χρειαστεί ξανά ένα δεύτερο lockdown και ζητά από τις αρχές της χώρας του να βελτιώσουν άμεσα τις δυνατότητες ιχνηλάτησης νέων λοιμώξεων.
Απ’ τη δική του μεριά, ένας άλλος καθηγητής επιδημιολογίας, ο Τζάστιν Λέσλερ του Johns Hopkins University, είχε γράψει στη Washington Post τον Μάρτιο που μας πέρασε:
“Οι επιδημίες είναι σαν τις πυρκαγιές. Όταν υπάρχει άφθονο καύσιμο, μαίνονται ανεξέλεγκτες. Όταν το καύσιμο δεν είναι αρκετό, απλά σιγοκαίουν”.
Παράλληλα, ανάμεσα στους επιστήμονες είναι κοινή η πεποίθηση, σύμφωνα με την οποία το δεύτερο κύμα της πανδημίας θα ξεσπάσει όταν θα συμβούν δύο τινά:
πρώτον, όταν το τωρινό lockdown φτάσει στα όρια του, όταν οι άνθρωποι δεν θα αντέχουν πια να τηρούν την απομόνωση και τους κανόνες που τους έχουν επιβληθεί.
Και δεύτερον όταν θα εξαντληθούν τα μέσα και οι τρόποι θεραπείας για όσους νοσήσουν από τον ιό.
Εκείνο που καθορίζει τη δυναμική που θα έχει το δεύτερο κύμα μίας πανδημίας, είναι σε γενικές γραμμές η αναλογία ανάμεσα σε εκείνους που έχουν αποκτήσει ανοσία και σε εκείνους που είναι ευάλωτοι στον ιό. Και είναι λογικό τώρα οι επιστήμονες να είναι ανήσυχοι, καθώς δεν ξέρουμε αν και σε πόσους ανθρώπους έχει δημιουργηθεί ανοσία και ταυτόχρονα, το εμβόλιο φαίνεται να είναι ακόμη μακριά. Το επιθυμητό προφανώς είναι η μεγάλη πλειοψηφία να έχει αποκτήσει ανοσία, αλλά κανείς ακόμα δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει για αυτό.
Τέλος, οι επιστήμονες βρίσκουν ένα κοινό σημείο ανάμεσα στο πότε ξέσπασε το πρώτο κύμα της πανδημίας σε σχέση με το δεύτερο που αναμένουν. Ήταν τον χειμώνα, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο όταν χιλιάδες άνθρωποι συνωστίσθηκαν σε χειμερινούς προορισμούς, κυρίως στις ιταλικές και αυστριακές Άλπεις. Η επιστροφή των εκδρομέων στις πατρίδες τους, αρχές Μαρτίου, συνέπεσε με την εξάπλωση του κορονοϊού και οι επιστήμονες θεωρούν ότι αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Οι συνωστισμοί στα τελεφερίκ ή στους χώρους αναμονής όσων επρόκειτο να κάνουν σκι, δημιούργησαν άθελά τους τις τέλειες συνθήκες για να εξαπλωθεί ο ιός. Τώρα, πιθανολογούν ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και από όσους αποφασίσουν να φύγουν για πολυσύχναστους ταξιδιωτιούς προορισμούς, προκειμένου να απολαύσουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Εικάζουν ότι έτσι θα διαμορφωθούν εκ νέου οι συνθήκες για να χτυπήσει το δεύτερο κύμα της πανδημίας, ότι θα είναι οι κύριοι αγωγοί της.