Όταν η Ελλάδα φιλοξενούσε Σύρους πρόσφυγες το μακρινό 1860
- 1 ΟΚΤ 2020
Από τη Βηρυτό μέχρι τη Δαμασκό, σε όλη την ευρύτερη περιοχή της τότε οθωμανικής Συρίας και του οθωμανικού Λιβάνου είχαν ξεσπάσει πολύνεκρες συρράξεις, μεταξύ μουσουλμάνων (Δρούζων και Σουνιτών) και των χριστιανών (Μαρωνιτών), μετά και την εξέγερση των τελευταίων. Ο αριθμό των θυμάτων αν και ανέρχεται σε χιλιάδες δεν έχει επίσημα διασταυρωθεί, κάποιοι μιλάνε μέχρι και για 25.000 νεκρούς χριστιανούς. Κατά τη ‘Σφαγή της Δαμασκού’ μόνο υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 7.000 με 10.000 ορθόδοξοι και καθολικοί.
Οι γύρω περιοχές γεμίζουν και πάλι από απελπισμένους πρόσφυγες. Γάλλοι και Άγγλοι, με ισχυρά συμφέροντα στην περιοχή θα ξεκινήσουν μία σειρά από ανθρωπιστικές επεμβάσεις.
Η κυβέρνηση του Αθανάσιου Μιαούλη (γιου του Ανδρέα Μιαούλη) σε συνεργασία με τον βασιλιά -ο οποίος ήθελε να φανεί φιλάνθρωπος καθώς ο θρόνος του έτριζε- θα στείλει ανθρωπιστική βοήθεια στην περιοχή. Ένα ελληνικό ατμόπλοιο θα μεταφέρει γιατρούς και τρόφιμα (5.000 οκάδες ρύζι και 2.217 οκάδες διπυρίτη), ενώ στη συνέχεια θα αποσταλούν και άλλα πλοία, όπως η ‘Αριάδνη’ και η ‘Πανόπη’.
Αρχικά στην Ελλάδα θα έρθουν 600 πρόσφυγες. Πρώτος σταθμός τους θα είναι η Σύρος, και στη συνέχεια ο Πειραιάς.
Η κυβέρνηση του Μιαούλη για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, σχημάτισε την ‘Επί των Προσφύγων Σύρων Εφορείαν’, μία επιτροπή από επιφανείς και ευκατάστατους αστούς της εποχής -και όχι μόνο Αθηναίους. Σκέψου ότι ανάμεσα τους βρισκόταν και ο Φρανσουά Λένορμαν, γιος του γνωστού φιλέλληνα, ο οποίος είχε ζητήσει η καρδιά του να θαφτεί σε λόφο του Κολωνού για να βρίσκεται κοντά στον Πλάτωνα.
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος φυσικά δεν είχε τους πόρους για να περιθάλψει τους πρόσφυγες. Αυτόν τον ρόλο θα τον αναλάβει η Εκκλησία και οι αστοί της εποχής, με τους δεύτερους να πραγματοποιούν έναν εντυπωσιακό για τα τότε δεδομένα έρανο. Και ο απλός λαός όμως, σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής, έτρεξε να συνεισφέρει με ό,τι μπορούσε.
Διαβάζουμε σε τότε άρθρο της εφημερίδα; ‘Το Μέλλον της Πατρίδος’:
“Απερίγραπτος είναι ο φιλεελεήμων ενθουσιασμός όστις κατέλαβε άπασαν των Αθηνών την πόλιν υπέρ των εσχάτως ελθόντων εκ Βηρυτού αδελφών μας. Εκτός των χρηματικών προσφορών ας οι πολίται εις χείρας της συστηθείσης επιτροπής καταθέτουσιν, οι απλούστεροι τρέχοντες προσφέροντες απ’ ευθείας ο μεν άρτους, ο δε τυρόν, ο δε ενδύματα, και εν γένει παν ό,τι δύναται να ανακουφίση τα έρμαια ταύτα του φανατισμού, και να δηλώση την ευγένειαν των ηθικών αισθημάτων ενός λαού, τον οποίον τριάκοντα ετών μοχθηρίας παραδείγματα δεν ίσχυσαν να εξαχρειώσουν. Οι αμαξηλάται και βαρκάρηδες μετέφεραν αυτούς δωρεάν. Ο Ιωάννης Τουρναβίτης προσέφερε προς κατοικίαν αυτών δωρεάν ολόκληρον την οικίαν του, επίσης ο Χαρ. Χ. Ιωάννου οικίαν με έπιπλα, ο Ιω. Αθανασόπουλος 30 άρτους και τινας οκάδας τυρού, ο κ. Σκάγιαννης δύο δωμάτια (…)”.
Οι ανήλικοι πρόσφυγες (περίπου 50 στον αριθμό) θα μοιραστούν ως εξής: τα αγόρια κυρίως ανάμεσα στο Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα και στο Λύκειο Βαφάς, ενώ τα κορίτσια θα τα αναλάβει το Αρσάκειο και το Αμαλιείο Ορφανοτροφείο. Για τα πιο μικρά θα μεριμνήσουν και οι επονομαζόμενες “βυζάχτρες”, οι γυναίκες δηλαδή που δούλευαν τότε στην Αθήνα ως εξωτερικές τροφοί.
Κάποιοι απ’ τους ενήλικους πρόσφυγες θα εργαστούν στους βασιλικούς κήπους και σε έργα οδοποιίας στην Αθήνα αλλά και στην επαρχία.
Όπως είπαμε και στην αρχή μέχρι το 1865 η μεγάλη πλειοψηφία θα έχει επιστρέψει στον τόπο της, εφόσον οι συγκρούσεις θα έχουν σταματήσει. Τι ήταν όμως αυτό που έκανε τους Έλληνες της εποχής, όχι μόνο να δείξουν ανοχή στην παρουσία τους στη χώρα, αλλά και να τους βοηθήσουν έμπρακτα; Με λίγα λόγια, να μην τους φερθούν όπως πολλοί Έλληνες φέρονται στους σημερινούς δυστυχισμένους;
Πρώτον, στα πρόσωπά τους έβλεπαν τους εαυτούς τους. Είχαν περάσει μόλις 40 χρόνια από όταν ήταν και ίδιοι υπόδουλοι. Και μοιράζονταν και οι δύο τους ίδιους κατακτητές: τους Οθωμανούς.
Δεύτερον και κυριότερον, εκείνοι οι πρόσφυγες ήταν χριστιανοί. Οι σημερινοί έχουν την “ατυχία” να είναι μουσουλμάνοι.