«Όταν ήρθε το lockdown, πήγα στη Λατινική Αμερική»
Ο Κώστας Περρής δε θέλησε να περάσει μία ακόμη καραντίνα στην Ελλάδα, γι' αυτό και πήρε τη μεγάλη απόφαση: Έκλεισε εισιτήρια και κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας πανδημίας έφυγε από την Ελλάδα για να επισκεφτεί τη Βραζιλία, τη Χιλή και τον Αμαζόνιο. Είναι ακόμα εκεί και περιγράφει την εμπειρία του στο Oneman.
- 20 ΦΕΒ 2021
Τον περασμένο Νοέμβριο, όταν αποφάσισα ότι θέλω να περάσω τους επόμενους μήνες στη Νότια Αμερική οι κοντινοί μου άνθρωποι πίστεψαν ότι τρελάθηκα. Ορισμένοι μπορεί και να με πέρασαν για αρνητή του ιού. Στην πραγματικότητα η απόφασή μου βασίστηκε σε τρία γεγονότα: Πρώτον τα επιδημιολογικά στοιχεία εκείνης της εποχής, δεύτερον ότι είχα ήδη ζήσει στη Νότια Αμερική, οπότε είχα εικόνα του τι να περιμένω και τρίτον και πολύ σημαντικό η δουλειά μου μπορούσε να γίνει μέσω τηλεργασίας, από όποιο μέρος του κόσμου κι αν βρισκόμουν.
Εκείνες τις ημέρες, η Ελλάδα, παγκοσμίως, βρισκόταν στις πρώτες θέσεις τόσο σε κρούσματα όσο και σε θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους και είχε μπει στο δεύτερο lockdown. Στη Νότια Αμερική αντίθετα, οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν χαμηλότεροι και είχαν πτωτική τάση. Όσες χώρες ήταν σε lockdown έβγαιναν σταδιακά από αυτό. Ζούσαν δηλαδή ό,τι εμείς τον Μάιο, τόσο από πλευράς επιδημιολογικής κατάστασης όσο κι από πλευράς κλίματος. Η προηγούμενη εμπειρία μου στη Νότια Αμερική έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο αφού μιλάω τις γλώσσες και εμπιστεύομαι τα τοπικά συστήματα υγείας. Με λίγα λόγια, είναι κι εκεί σπίτι μου. Έτσι πήρα την απόφαση να κατευθυνθώ νότια.
Ο προγραμματισμός του ταξιδιού ήταν πιο πολύπλοκος απ’ ότι συνήθως. Αρχικά προσπάθησα να φτάσω στην Αργεντινή. Η είσοδος όμως επιτρεπόταν αυστηρά σε μόνιμους κατοίκους οπότε αναγκάστηκα να αλλάξω σχέδια. Έτσι διάλεξα τη Βραζιλία και τη Χιλή. Η πρώτη δεν απαιτούσε -εκείνη τη στιγμή- κανένα δικαιολογητικό ενώ για την είσοδο στη δεύτερη το μόνο που ήταν απαραίτητο ήταν ένα αρνητικό pcr test και ασφάλεια υγείας. Οι όποιες δυσκολίες στον προγραμματισμό του ταξιδιού αποζημιώθηκαν από τις πολύ χαμηλές τιμές και την ελαστικότητα στα αεροπορικά εισιτήρια και τη διαμονή. Έτσι βρέθηκα στο Charles de Gaulle περιμένοντας μια πτήση για το Σάο Πάουλο. Εκεί όλα θύμιζαν δεκαετία του ’70. Η αρχιτεκτονική του Paul Andreu σε συνδυασμό με το άδειο αεροδρόμιο και την αίσθηση ότι πλέον μια υπερατλαντική πτήση είναι κάτι σπάνιο, σχεδόν ανεπανάληπτο, παρέπεμπαν σε άλλες εποχές.
Μία πτήση από τη Βόρεια Ευρώπη προς τη Νότια Αμερική στα τέλη Νοέμβρη είναι έτσι κι αλλιώς σαν ένα τούνελ στις εποχές και τον χρόνο. Φεύγεις από ένα μέρος σκοτεινό, οργανωμένο και κάπως βαρετό για να φτάσεις σε ένα φωτεινό, χαοτικό κι ελεύθερο. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σε καιρούς πανδημίας. Στο Σάο Πάουλο οι μόνοι περιορισμοί ήταν η υποχρεωτική χρήση μάσκας και το κλείσιμο της εστίασης στις 10 το βράδυ. Η τήρηση αυτών περιστασιακή. Από την άλλη, αρκετοί ιδιοκτήτες μαγαζιών κι εστιατορίων κρατούν με δική τους πρωτοβουλία κλειστές τις επιχειρήσεις τους εδώ και μήνες για να προστατευτούν απ τον ιό. Απ’όσο είδα και χωρίς να έχω συγκεκριμένα στοιχεία για το θέμα, η αστυνομία δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για όσους δεν τηρούσαν τα ήδη χαλαρά μέτρα. “Every man for himself”, που λένε και λίγο πιο βόρεια.
Προσπαθώντας να κατηγοριοποιήσω τους πολίτες σύμφωνα με τη στάση τους, κατάλαβα ότι όσο πιο θετικός είναι κάποιος απέναντι στον Bolsonaro, τόσο πιο πιθανό είναι να συμπεριφέρεται σα να μην υπάρχει ιός. Αντίθετα, όσο πιο προσεκτικός, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να είναι κατά του λατίνου Trump. Τίποτα παράλογο, δηλαδή, αν λάβει κανείς υπόψη του τη στάση του αρνητή προέδρου κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η πόλωση που έχει δημιουργήσει στη βραζιλιάνικη κοινωνία δεν περιορίζεται στον κορονοϊό. Από την επιστροφή της δημοκρατίας το 1985 κι έπειτα, η Βραζιλία διακρινόταν από αυξημένη πολιτική συνοχή σε σύγκριση με γειτονικές χώρες. Υπήρχαν φυσικά ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων οι οποίες ήταν εμφανείς στην εκάστοτε διακυβέρνηση. Υπήρχε όμως και σεβασμός απέναντι στους «απέναντι» και όσα πρεσβεύουν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια σχετική συνέχεια σε σημαντικούς τομείς της διακυβέρνησης όπως η εξωτερική πολιτική και οι εμπορικές συμφωνίες. Για ορισμένους αναλυτές ήταν ένας απ τους λόγους που έκαναν σταδιακά τη Βραζιλία υπολογίσιμη δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέχρι την εμφάνιση του Bolsonaro.
Από τότε η οικονομία πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο, οι κινήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος είναι ανύπαρκτες και η αξιοπιστία που είχε κάποτε η Βραζιλία στη διεθνή σκηνή έχει χαθεί. Σε απάντηση των παραπάνω, η αντίδραση των paulistas είναι πρωτοφανής για καιρούς δημοκρατίας. Μιας και δε θέλουν να βγουν στους δρόμους λόγω του ιού, βγαίνουν κάθε βράδυ στα μπαλκόνια τους και χτυπoύν άδειες κατσαρόλες για να διαμαρτυρηθούν για την κατάσταση της οικονομίας (το γνωστό cacerolazo). Σε πολλά από αυτά τα μπαλκόνια κρέμονται πανό και αφίσες κατά του προέδρου της χώρας. Μέχρι και στα dating apps που συνήθως δε διακρίνονται για τον πολιτικό τους λόγο, πολλά προφίλ έχουν ατάκες του τύπου: «Αν είσαι με τον Bolsonaro, ξέχασε το». Σε αυτό το γεμάτο αντιθέσεις περιβάλλον πέρασα τις επόμενες εβδομάδες προσπαθώντας να αποφύγω κλειστούς χώρους, μέσα μαζικής μεταφοράς και Bolsonaristas.
Το Σάο Πάουλο δεν προσφέρει την ασύγκριτη ομορφιά του Ρίο και δεν είναι ο πρώτος τουριστικός προορισμός στη Βραζιλία. Είναι όμως η μεγαλύτερη και σημαντικότερη πόλη της χώρας. Τόσο από πολιτιστικής όσο και από γαστρονομικής πλευράς οι επιλογές είναι αμέτρητες. Στο Liberdade θα βρεις τη μεγαλύτερη κοινότητα ιαπωνικής καταγωγής στον κόσμο, στην Korea Τown ό,τι δηλώνει το όνομα της, στην Bixiga κάτι αντίστοιχο της Little Italy στη Νέα Υόρκη, στην Avenida Paulista την 5η Λεωφόρο του Νοτίου Ημισφαιρίου, στο Pinheiros και τη Vila Madalena μοντέρνα εστιατόρια και μπαρ, στο Jardims επαύλεις διάφορων εποχών και αρχιτεκτονικών στυλ, στο πάρκο Ibirapuera κτίρια του αρχιτέκτονα Oscar Niemeyer αλλά και στις τεράστιες φαβέλες του φτώχεια και αδικία. Η διαφορετικότητα του Σάο Πάουλο είναι μοναδική.
Επόμενος σταθμός μου ήταν το Σαντιάγκο. Στη Χιλή τα μέτρα για τον περιορισμό του κορονοϊού ήταν σαφώς πιο αυστηρά απ’ ότι στη Βραζιλία. Τους χειμερινούς μήνες (το δικό μας καλοκαίρι), το Σαντιάγκο είχε ένα από τα μεγαλύτερα σε διάρκεια lockdown στον κόσμο και, για δυτική χώρα, μάλλον ένα από τα αυστηρότερα. Κατά τη διάρκεια του, επιτρεπόταν μια τρίωρη έξοδος για ψώνια την εβδομάδα χωρίς τη δυνατότητα άθλησης εκτός σπιτιού. Όταν έφτασα τον Δεκέμβριο τα μέτρα ήταν ήδη πιο χαλαρά. Είχε εφαρμοστεί ένα ιδιότυπο lockdown που επέτρεπε τη λειτουργία όλων των μαγαζιών και της εστίασης τις καθημερινές με καθολική απαγόρευση εξόδου τα Σαββατοκύριακα.
Ήταν η πρώτη φορά που επέστρεφα στην πόλη από το 2012. Κύρια ομοιότητα με τότε οι τεράστιες κοινωνικές διαφορές. Η Χιλή ήταν η παιδική χαρά της σχολής του Σικάγο επί δικτατορίας Pinochet. Ο ακραίος οικονομικός φιλελευθερισμός που εφαρμόστηκε εκείνα τα χρόνια συνεχίζει να εφαρμόζεται και σήμερα. Η υγεία, η παιδεία, μέχρι και το νερό δε θεωρούνται δημόσια αγαθά.
Αν μπορείς να πληρώσεις, τα έχεις. Αν όχι, κάνεις τον σταυρό σου. Η κοινωνική ανισότητα όπως και η συχνή κατάχρηση εξουσίας από την αστυνομία και άλλους κρατικούς φορείς οδήγησαν σε δίχως προηγούμενο αναταραχές με αφορμή μια μικρή αύξηση στις τιμές της συγκοινωνίας. Από τον Οκτώβριο του 2019 μέχρι τον Μάρτιο του 2020 και την εμφάνιση του κορονοϊού, οι βίαιες διαδηλώσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο στο Σαντιάγκο και είχαν σαν αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς και τραυματίες ανάμεσα στους διαδηλωτές. Ορισμένες γειτονιές της πόλης μοιάζουν, ακόμα, λες και μόλις βγήκαν από πόλεμο. Σε αυτές αντικρίζεις καμμένα κτίρια, σπασμένα πεζοδρόμια, συνθήματα με σπρέι σε τοίχους, αγάλματα μέχρι και σε δέντρα. Απόρροια των διαδηλώσεων ήταν ορισμένες ουσιαστικές αλλαγές στη ζωή των Χιλιανών. Η πιο σημαντική από αυτές, το επιτυχημένο δημοψήφισμα για την έναρξη της διαδικασίας δημιουργίας ενός νέου Συντάγματος. Αξίζει να σημειωθεί πως το υπάρχον Σύνταγμα στη Χιλή δημιουργήθηκε το 1980 από την κυβέρνηση Pinochet και αναθεωρήθηκε το 1989 κατά τη διάρκεια της μετάβασης στη Δημοκρατία! Για πολλούς η πραγματική μετάβαση θα επέλθει με τη δημιουργία του νέου Συντάγματος.
Η πιο σημαντική διαφορά σε σχέση με όσα είδα το 2012 είναι η αυξανόμενη πολυπολιτισμικότητα που πλέον μπορεί να συναντήσει κανείς στο Σαντιάγκο. Από την εποχή της ανακάλυψης της ηπείρου από Ευρωπαίους μέχρι πρόσφατα, η Χιλή δεν αποτελούσε βασικό προορισμό των μεταναστευτικών κυμάτων. Ο αστικός μύθος λέει μάλιστα ότι στην Αντιβασιλεία του Περού, που ήταν κέντρο των Ισπανικών αποικιών τότε, έστελναν στη Χιλή τους ανεπιθύμητους. Σε αντίθεση με άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, η Χιλή δεν έγινε ποτέ προορισμός σκλάβων από την Αφρική ή Ασιατών μεταναστών (όπως για παράδειγμα το Περού) οπότε δεν απέκτησε πολιτιστικά στοιχειά από αυτές τις κουλτούρες. Οι μόνοι που μετανάστευσαν στη Χιλή ήταν Ευρωπαίοι και λιγοστοί Άραβες που σταδιακά εξαφάνισαν τους αυτόχθονες Ίνκας και εκδίωξαν τους Μαπούτσε προς τον Νότο. Ο λόγος της περιορισμένης μετανάστευσης είναι απλός: Σε αντίθεση με τις εύφορες χώρες της Νότιας Αμερικής η Χιλή είναι ορεινή και άγονη. Έτσι, ιστορικά, δεν έγινε ποτέ η «Γη της Επαγγελίας» όπως κάποιες γειτονικές χώρες.
Αυτό άλλαξε τα τελευταία χρόνια. Τα άγονα βουνά της Χιλής είναι πηγή ορυκτών που τις τελευταίες δεκαετίες απέκτησαν σημαντική αξία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός που έχει εφαρμοστεί, μπορεί να είναι άδικος για τους αδύναμους, προσελκύει όμως μεγάλες εταιρείες που θέλουν να επενδύσουν στην ήπειρο. Η άνοδος των ασιατικών οικονομιών και η αύξηση του εμπορίου με αυτές, ευνοούν τη χώρα λόγω της θέσης της. Όλα αυτά έχουν μετατρέψει το Σαντιάγκο σε έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς για οικονομικούς μετανάστες στη Λατινική Αμερική. Η πρώτη κοινότητα που εγκαταστάθηκε εκεί ήταν οι Περουβιανοί. Στη συνέχεια ακολούθησαν Κολομβιανοί, Κουβανοί, Βολιβιανοί, ακόμα και οι άσπονδοι γείτονες Αργεντινοί. Όπως σε πολλές άλλες χώρες της ηπείρου, τα τελευταία χρόνια έχει μεταναστεύσει στη Χιλή μεγάλος αριθμός Βενεζουελάνων που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους λόγω της φτώχειας και της ανασφάλειας που έχει προκαλέσει το αυταρχικό καθεστώς Maduro.
Η κοινή γλώσσα και η πολιτιστική εγγύτητα έχουν συμβάλλει ώστε οι εξειδικευμένοι μετανάστες να βρίσκουν σχετικά εύκολα δουλειά στον τομέα τους. Οι μηχανικοί, οι γιατροί και οι αρχιτέκτονες είναι περιζήτητοι. Η τύχη όσων δεν είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν στις χώρες τους είναι σαφώς πιο ζοφερή και η αμοιβή τους συχνά εξευτελιστική. Στις παραπάνω κοινότητες έχουν προστεθεί Ευρωπαίοι και Ασιάτες που εργάζονται σε Διεθνείς Οργανισμούς ή πολυεθνικές εταιρείες με έδρα το Σαντιάγκο. Έτσι, η πρωτεύουσα που κάποτε ήταν μια απ τις πιο απομονωμένες και μονόχνοτες της ηπείρου έχει γεμίσει γεύσεις, χρώματα και μουσικές από όλο τον κόσμο.
Τελευταίος σταθμός της διαμονής μου στη Νότια Αμερική ήταν ο Αμαζόνιος. Όπως και τα προηγούμενα σκέλη, το ταξίδι στο Μανάους ήταν απόλυτα νόμιμο. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα, ήταν το πιο επικίνδυνο. Ο Αμαζόνιος είναι μια από τις λιγότερο ανεπτυγμένες πολιτείες της Βραζιλίας. Οι υποδομές είναι πολύ χειρότερες σε σχέση με το Σάο Πάουλο και η τήρηση των λιγοστών μέτρων προστασίας από τον κορονοϊό σχεδόν ανύπαρκτη. Η άποψη ορισμένων ερευνητών ότι η πόλη είχε επιτύχει την ανοσία της αγέλης λόγω του μεγάλου μεγέθους του πρώτου κύματος αποδείχτηκε λανθασμένη και είναι πιθανό να συνέβαλλε στο δεύτερο κύμα. Όταν τον Δεκέμβριο ο Κυβερνήτης της πολιτείας αποφάσισε να επιβάλλει δεύτερο lockdown, οι υποστηρικτές του Bolsonaro αντέδρασαν σθεναρά βασισμένοι σε αυτές τις έρευνες. Τελικά, το lockdown αποσύρθηκε τότε και μπήκε σε ισχύ τον Ιανουάριο. Ήταν όμως αργά.
Το Μανάους γνώρισε μεγάλη οικονομική ευημερία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Κύρια αιτία αυτής της ευημερίας ήταν το εμπόριο καουτσούκ με Ευρωπαϊκές χώρες. Κληρονομιά εκείνης της περιόδου είναι ένα τεράστιο λιμάνι το οποίο μπορεί να υποδεχτεί μέχρι και υπερωκεάνια, διάφορα πολυτελή κτίρια και η επιβλητική όπερα που εμφανίζεται στην ταινία Fitzcarraldo του Werner Herzog. Βέβαια, η ευημερία κάποιων για άλλους σήμαινε σκλαβιά και εξαθλίωση. Η παραγωγή καουτσούκ βασίστηκε στη δουλειά των γηγενών και οι συνθήκες εργασίας για αυτούς ήταν εξοντωτικές. Σήμερα, το Μανάους μοιάζει σα να έχει κολλήσει σε εκείνη την εποχή. Πολλά από τα παλιά κτίρια έχουν εγκαταλειφθεί και μέσα σε αυτά έχουν φυτρώσει δέντρα. Όπως και σε άλλα παρηκμασμένα λιμάνια, η εικόνα εγκατάλειψης ενός κάποτε σπουδαίου μέρους δίνει μια άγρια ομορφιά στην πόλη.
Βγαίνοντας από αυτήν καταλαβαίνεις πιο εύκολα το πραγματικό μέγεθος του Αμαζονίου. Ξαφνικά νιώθεις πολύ μικρός κι αδύναμος. Η δύναμη του νερού, το πλήθος και το μέγεθος της βλάστησης και η ένταση της καταιγίδας σου υπενθυμίζουν διαρκώς πως είσαι στο μεγαλύτερο δάσος και το μεγαλύτερο ποτάμι του κόσμου. Εδώ μέσα μάλλον δεν είσαι το αφεντικό της γης. Το τοπίο είναι φανταστικό. Δυνατοί καταρράκτες, χαμηλή βλάστηση, πιο ψηλή βλάστηση, ακόμα πιο ψηλή βλάστηση, ζώα που δεν έχεις ξαναδεί ή ξανακούσει, φρούτα που δεν έχεις ξαναγευτεί.
Σε αυτό το περιβάλλον συναντάς αραιά και πού κωμοπόλεις και χωριά που συνήθως βρίσκονται στις όχθες του ποταμού. Το συντριπτικό ποσοστό των κατοίκων τους είναι αυτόχθονες από διαφορετικές φυλές. Οι περισσότεροι είναι ταπεινοί κι ευγενικοί. Αν περιμένεις να δεις γυμνούς ανθρώπους με φτερά και τόξα μάλλον είσαι σε λάθος μέρος. Έτσι ζουν οι λιγοστές φυλές του Αμαζονίου που δεν έχουν έρθει ποτέ σε επαφή με τον δυτικό πολιτισμό. Βρίσκονται όμως χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, μέσα στο δάσος, και η επαφή μαζί τους είναι απαγορευμένη. Άλλωστε, ένα από τα αρχικά πράγματα που υιοθετούν οι γηγενείς όταν έρχονται σε επαφή με δυτικούς για πρώτη φορά είναι τα ρούχα.
Πολλοί από αυτούς έχουν κινητά, τηλεοράσεις και μηχανοκίνητα σκάφη. Συνεχίζουν όμως να ζουν σε μεγάλο βαθμό όπως οι πρόγονοι τους. Μιλάνε πορτογαλικά αλλά δεν είναι η πρώτη τους γλώσσα. Διατηρούν τις παραδόσεις των προγόνων τους και, όπως κι εκείνοι, τρέφονται με ό,τι προσφέρει το δάσος και το ποτάμι.