Όταν το Vlora έδενε στο Μπάρι
- 16 ΙΟΥΝ 2023
«Εσείς αγόρια που σκίσατε τις θάλασσες / που χωριστήκατε όπως τα πουλιά / Τον γιο μου ξέρετε τι τον βρήκε; / Μήπως τον είδαν τα μάτια σας; / Μήπως τον είδαν τα μάτια σας; / Σας παρακαλώ η δόλια μάνα / Έχω χρόνια που ρωτάω κι υποφέρω / Δακρύζουν τα μάτια μου, στεγνώνει η καρδιά μου», αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι ενός αλβανικού τραγουδιού της ξενιτιάς, από τα πολλά που γράφτηκαν από το 1990 και μετά, τότε που εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή σε έναν κόσμο που μέχρι τότε τους ήταν άγνωστος. Περπάτησαν παγωμένα βουνά με σκισμένα παπούτσια, στοιβάχτηκαν σε φορτηγά και φυσικά ανέβηκαν σε σαπιοκάραβα προσπαθώντας να φτάσουν στην άλλη μεριά της Αδριατικής και να πατήσουν στην Ιταλία που έμοιαζε με Γη της Επαγγελίας.
Οι εικόνες με τους εκατοντάδες πρόσφυγες που προσπαθούσαν να φτάσουν στις ιταλικές ακτές και τελικά έχασαν τη ζωή τους στα ανοιχτά της θάλασσας της Πύλου, υπενθυμίζοντάς μας για άλλη μια φορά πως κάτω από την επιφάνεια των γαλάζιων νερών της Μεσογείου υπάρχει ένας ατέλειωτος υγρός τάφος, θύμισαν τόσο πολύ εκείνες του πλοίου Vlora, στο οποίο ανέβηκαν πριν από 32 χρόνια χιλιάδες Αλβανοί προσπαθώντας να φτάσουν στο Μπάρι.
Το ημερολόγιο έγραφε 7 Αυγούστου όταν το εμπορικό πλοίο που μετέφερε ζάχαρη από την Κούβα, έδεσε στο λιμάνι του Δυρραχίου, εκεί όπως και κάθε μέρα περίμεναν χιλιάδες Αλβανοί που έψαχναν έναν τρόπο διαφυγής από την αβεβαιότητα της χώρας τους κι έτσι μέσα στην απελπισία τους άρχισαν να σκαρφαλώνουν στο Vlora με όποιον τρόπο έβρισκαν, ενώ ανάγκασαν τον καπετάνιο να πλεύσει δυτικά προς την Ιταλία.
Υπολογίζεται πως στο πλοίο στοιβάχτηκαν πάνω από 10.000 άνθρωποι. Μάλιστα, κάποιοι κάνουν λόγο μέχρι και για 20.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι με όνειρα για μια καλύτερη ζωή, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως για 36 ώρες θα στοιβάζονταν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, πως θα κρέμονταν ακόμα και από σκοινιά, μέχρι να φτάσουν στον τελικό, αλλά άγνωστο προορισμό τους, που έμοιαζε απείρως καλύτερος από την πατρίδα τους, την κρυμμένη για δεκαετίες από τον κόσμο.
Το Vlora έφτασε τελικά στο Μπάρι στις 8 Αυγούστου και οι χιλιάδες Αλβανοί είδαν το άλλο πρόσωπο της Ευρώπης, εκείνο που ναι μεν καταδίκαζε -μάλλον υποκριτικά- το απολυταρχικό καθεστώς του Χότζα, και τους περίμενε όχι με λουλούδια, αλλά με προτεταμένες κάνες. Το αίσιο τέλος που ονειρεύονταν, δεν είχε έρθει.
Οι ιταλικές αρχές προσπάθησαν να εμποδίσουν την άφιξη στο λιμάνι, ενώ διέταξαν τον καπετάνιο Halim Milaqi να γυρίσει πίσω. Εκείνος αρνήθηκε κάνοντας λόγο για τραυματισμένους και εξαθλιωμένους ανθρώπους που δε θα τα κατάφερναν στο ταξίδι της επιστροφής, ενώ και το ίδιο το Vlora δεν μπορούσε μηχανικά υποστηρίξει ένα τέτοιο ταξίδι. Μάλιστα, δεκάδες άνθρωποι είχαν ήδη βουτήξει στη θάλασσα και κολυμπούσαν προς τις ακτές.
Το ιταλικό λιμενικό συγκέντρωσε τους χιλιάδες Αλβανούς πρόσφυγες στην προβλήτα κάτω από την ήλιο για ώρες, μέχρι που αποφασίστηκε η μεταφορά τους στο εγκαταλελειμμένο γήπεδο “La Vittoria”. Και εκεί όμως, έπρεπε να καθίσουν κάτω από τον καυτό ήλιο, εξαντλημένοι, πεινασμένοι και διψασμένοι. Ψωμί και νερό τους έριχναν από ψηλά αραιά και πού με ελικόπτερα.
Η ιταλική κυβέρνηση είχε υιοθετήσει σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική και διέταξε άμεσο επαναπατρισμό των Αλβανών. Όπως ήταν φυσικό, όταν μαθεύτηκε η είδηση αυτή στο γήπεδο, ξέσπασαν ταραχές, με τους Αλβανούς πρόσφυγες να προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν για να αναζητήσουν καταφύγιο σε γειτονικές πόλεις.
Κάποιοι από αυτούς τα κατάφεραν, οι υπόλοιποι παρέμειναν στο γήπεδο υπό την απειλή των αστυνομικών γκλομπ και των εκφοβιστικών πυροβολισμών. Μέχρι τις 16 του ίδιου μήνα, οι περισσότεροι είχαν επιστραφεί στην Αλβανία. Κάποιοι εθελοντικά, άλλοι υπό την απειλή των όπλων και άλλοι επειδή είχαν ξεγελαστεί πως θα τους πήγαιναν σε άλλες ιταλικές πόλεις.
Όπως ήταν φυσικό οι εικόνες του Vlora έκαναν τον γύρο του κόσμου, ενώ όταν έγινε γνωστός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν τους Αλβανούς πρόσφυγες οι ιταλικές αρχές ξέσπασε δημόσια κατακραυγή. Μάλιστα, ο επίσκοπος Antonio Bello που επισκέφθηκε το στάδιο “La Vittoria” δήλωσε συγκλονισμένος από τις εικόνες που είδε και καταδίκασε τις αρχές της χώρας του για τον τρόπο που φέρθηκαν στον εξαθλιωμένο κόσμο. Συγκεκριμένα είπε πως είδε να τους φέρονται σαν σε ζώα.
Χωρίς να επιβεβαιωθεί ποτέ, καθώς δεν έγινε ποτέ γνωστός ο ακριβής αριθμός των επιβαινόντων, περίπου 300 άνθρωποι που εκείνους που βρίσκονταν στο Vlora έχασαν τη ζωή τους. Άλλοι από κακουχίες, άλλοι από ατυχήματα και άλλοι από την αστυνομική βία.
Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, το 2012, η ιστορία του Vlora και των εξαθλιωμένων επιβατών του θα γίνει ντοκιμαντέρ από τον Daniele Vicari, με τον τίτλο La Nave Dolce (Το γλυκό πλοίο), όπου ακούμε την ιστορία από τον ίδιο τον καπετάνιο, αλλά και τον Kledi Kadiu, ο οποίος έμελλε να γίνει τελικά ένας από τους πιο γνωστούς χορευτές της Ιταλίας.
«Μου έφυγε μέσα στη μαύρη νύχτα / μου είπε θα γυρίσει και πάλι / όσο όμως δε γυρνάει, δεν είναι ζωντανός / Αγόρια μου να χαρείτε τα νιάτα σας / πείτε του να ‘ρθει μια νυχτιά / πείτε του πως πέθανε η μάνα του», καταλήγει το τραγούδι. Γιατί κάποιοι γιοι και κάποιες κόρες δε θα γυρίσουν ποτέ. Τα σώματά τους θα κείτονται για πάντα στον βυθό κάποιας θάλασσας.