Παντελής Καζάκος: Ο serial killer που σκότωνε μόνο αλλοδαπούς
Η ιστορία του ρατσιστή δολοφόνου που αιματοκύλησε το κέντρο της Αθήνας στα τέλη των '90s.
- 20 ΜΑΡ 2021
Μέσα σε τρεις ημέρες ο Παντελής Καζάκος σκότωσε δύο ανθρώπους και τραυμάτισε επτά. Όλοι τους ξένοι, όλοι τους χωρίς να έχουν καμία σχέση με τον δράστη. Μοναδικό του κίνητρο το χρώμα τους, η γλώσσα και η καταγωγή τους.
Αρχικά οι ειδήσεις θα μιλούσαν για ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ αλλοδαπών. Ήταν Οκτώβριος του 1999 και τέτοιου είδους μονόστηλα είχαν αρχίσει δειλά δειλά να βρίσκουν τη θέση τους στις εφημερίδες της εποχής. Όταν όμως θα συνεχίζονταν τα φονικά και στα χέρια της αστυνομίας θα έπεφτε ο 23χρονος φύλακας της ΕΡΤ, θα άλλαζαν το αφήγημα τους και θα έκαναν λόγο για έναν «ψυχοπαθή». Το «ρατσιστής» θα δυσκολεύονταν ακόμη να το προφέρουν, αν και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για τα κίνητρά του.
Η δολοφονία του Κούρδου πρόσφυγα
Την αρχή θα την κάνει τα μεσάνυχτα της Τρίτης προς Τετάρτη (19 και 20 Οκτωβρίου 1999) στην περιοχή του Μεταξουργείου. Κυριευμένος από ρατσιστικό αμόκ και με ένα μπράουνινγκ 7,5 mm στο χέρι, θα περιφέρεται στο κέντρο της Αθήνας προς αναζήτηση θυμάτων.
Κατά τη διάρκεια της «βόλτας» του θα εντοπίσει μία παρέα τριών ανδρών. Θα τους ρωτήσει στα ελληνικά αν είναι Κούρδοι και η καταφατική απάντησή τους θα προκαλέσει οκτώ πυροβολισμούς. Από τις σφαίρες θα πέσει νεκρός ο Ιρακινός Κούρδος Χοσεβί, 22 ετών, ενώ οι άλλοι δύο άντρες της παρέας θα μεταφερθούν αιμόφυρτοι στον Ευαγγελισμό. Ο 27χρονος Γιουσέφ Ρασούλ φέρει τραύματα στα πόδια, αλλά εκείνος που θα μπει στην εντατική λόγω της κρισιμότητας της κατάστασής του θα είναι ο Σερίφ Χαντέλ. Θα τα καταφέρει αλλά θα μείνει ανάπηρος για όλη του τη ζωή.
Και οι τρεις Κούρδοι είχαν μόλις ενάμιση μήνα στην Ελλάδα. Και οι τρεις έβλεπαν για πρώτη φορά στη ζωή τους τον δράστη. «Εγώ είμαι ορθόδοξος», τους φώναζε όσο τους πυροβολούσε. Το πρωί θα πάει κανονικά στη δουλειά του, σαν να μη συνέβη τίποτα.
Η δολοφονία του Γεωργιανού μετανάστη
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Καζάκος θα αφήσει ξανά το σπίτι του στο Μπραχάμι και θα πάρει και πάλι τους δρόμους με το πιστόλι στο χέρι. Από τις 21.00 το βράδυ έως τις 04.30 τα ξημερώματα της Παρασκευής 22 Οκτωβρίου, ο ρατσιστής δολοφόνος θα ακολουθήσει εκείνη τη διαδρομή στο κέντρο της Αθήνας, όπου είναι σίγουρος ότι θα πετύχει πρόσφυγες και μετανάστες. Πρώτη στάση του θα είναι η πλατεία Κουμουνδούρου.
Αυτή τη φορά τα θύματα του θα είναι ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής. Αρχικά θα πυροβολήσει και θα τραυματίσει σοβαρά δύο άντρες από την Γκάνα, τον Μάρκους Κόφι-Τόμι και τον Νταντόν Μοχάμεντ, με τον δεύτερο να τραυματίζεται στο πρόσωπο.
Στη συνέχεια θα πυροβολήσει άλλα τρία άτομα, τα οποία τυχερά μέσα στην ατυχία τους, θα καταφέρουν να κρατηθούν στη ζωή. Πρόκειται για τον Αιγύπτιο Σαάντ Ελ Σαντί, τον Πακιστανό Αχμέντ Νεσάρ και τον Νιγηριανό Αμπντούλ Τίμοθι. Τόσο αίμα και όμως ο Καζάκος δεν έχει ακόμα ηρεμήσει.
Στις 04.00 το πρωί θα συναντήσει έναν γνωστό του, τον 22χρονο ναυτικό Αποστόλη Αποστόλου και θα του ζητήσει να τον ακολουθήσει. Αργότερα, ο φίλος του και μάρτυρας στην τελευταία του επίθεση, θα πει κατά την κατάθεσή του στους αστυνομικούς:
«Tριγύριζα στην Ομόνοια, τον συνάντησα και μου είπε να τον ακολουθήσω για να δω πώς εκτελούνται «οι μυστικές αποστολές». Kατηφορίσαμε προς την Πειραιώς. Συναντήσαμε έναν ξένο μελαψό. Tον ακολουθήσαμε λίγο και μου λέει «κοίτα τώρα». Έβγαλε τότε το πιστόλι και του έριξε τρεις».
Ο άντρας αυτός λεγόταν Ουντεσιάνι Τζορτζ και ήταν από τη Γεωργία. Η μία σφαίρα τον βρήκε στο στήθος. Στην οδό Ηπείρου, στα Εξάρχεια θα έπεφτε νεκρός.
Είναι εντυπωσιακό ότι μετά τις πρώτες επιθέσεις συνέχιζε να τριγυρίζει στο κέντρο της Αθήνας σαν να μη συνέβη τίποτα. Αστυνομία, περιπολικά, ασθενοφόρα, όλα είχαν πάει στο σημείο των επιθέσεων, άκουγαν μαρτυρίες, μάζευαν πληροφορίες… Τα φονικά δεν είχαν μείνει κρυφά, δεν έγιναν διακριτικά, αντίθετα, μάζεψαν όλη την προσοχή πάνω τους. Εκείνο το βράδυ όλη η αστυνομία ήταν στο πόδι και έψαχνε τον μανιακό και εκείνος, χωρίς να προσπαθήσει να το σκάσει, συνέχιζε απλά να οπλίζει.
Στις 04.30, μετά από μπλόκο των αστυνομικών, θα συλληφθεί.
Μαζί του θα πέσει στα χέρια της αστυνομίας και ο ναυτικός που είχε παρακολουθήσει σοκαρισμένος την τελευταία δολοφονία. Οι αστυνομικοί θα βρουν μία δόση ηρωίνης μέσα στην τσέπη του. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, και ο Καζάκος είχε πάνω του ηρωίνη εκείνο το βράδυ. Όπως και να ‘χει, ο Αποστόλου θα πει τα πάντα στην αστυνομία, μην αφήνοντας καμία αμφιβολία για τον ποιος ήταν ο μανιακός με το μπράουνινγκ.
Η σύνδεση με τη Χρυσή Αυγή
«Εγώ τα έκανα όλα, γιατί δεν γουστάρω τους ξένους». Αυτή ήταν μία από τις πολλές δηλώσεις που βγήκαν απ’ το στόμα του κατά τη διάρκεια της δεκάωρης ανάκρισης, μαζί με το «δεν μετανιώνω». Ήταν τόσο μεγάλη η αυταπάτη του, που όταν μάλιστα συνάντησε τον πατέρα του, τον ρώτησε «ο κόσμος με θεωρεί ήρωα ή φονιά;» για να πάρει την απάντηση «φονιά σε λένε» -τουλάχιστον σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής.
Ο πατέρας του θα πει επίσης στο Βήμα στις 26 Οκτωβρίου 1999: «Η συμπεριφορά του ήταν φυσιολογική (…) Ορισμένες φορές σε συζητήσεις μας ασχολούνταν με τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και στο σπίτι μέσα μερικές φορές φορούσε στρατιωτική φόρμα παραλλαγής».
Τα δολοφονικά ένστικτα του Καζάκου είχαν πυροδοτηθεί από ασήμαντες αφορμές. Επικαλέστηκε κάποιες μικρές λογομαχίες που είχε κατά καιρούς με αλλοδαπούς, και κάποιους διαπληκτισμούς μαζί τους σε αστικά λεωφορεία. Ισχυρίστηκε, βέβαια, ότι το βράδυ πριν πυροβολήσει τους τρεις Κούρδους, είχε συμπλακεί στην Ομόνοια με συμπατριώτες τους και ότι είχε ξυλοκοπηθεί, αλλά δεν φαίνεται να έπεισε κανέναν. Τα κίνητρά του ήταν καθαρά ρατσιστικά.
Άλλωστε, όπως έγινε γνωστό στη συνέχεια, ο Παντελής Καζάκος σχετιζόταν και με τη Χρυσή Αυγή. Παλιοί συμμαθητές του απ’ το 34ο Λύκειο κατέθεσαν ότι ήταν μέλος της νεοναζιστικής οργάνωσης, ενώ ένας καθηγητής του είχε δηλώσει ότι από μικρή ηλικία ο φονιάς είχε εκφράσει την νεοφασιστική ιδεολογία του.
Αργότερα αυτή η σχέση θα καταδεικνυόταν και στο δικαστήριο, μέσω φωτογραφίας που θα παρουσίαζε ο συνήγορος Πολιτικής Αγωγής. Σ’ αυτήν ο Καζάκος φαίνεται να κρατά ένα χρυσαυγίτικο πανό κατά τη διάρκεια πορείας, με τον πατέρα του όμως να ισχυρίζεται ότι δεν ήταν το παιδί του στη φωτογραφία.
Δίκη
Οι δύο συνήγοροι του, ο Γ. Πρασσιανάκης, πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και Χρ. Μαρκογιαννάκης, νυν τότε βουλευτής της ΝΔ, θα υιοθετήσουν τα υποτιθέμενα ψυχολογικά προβλήματα του πελάτη τους ως κύρια υπερασπιστική γραμμή. Ο ίδιος θα δηλώσει «αμετανόητος» και «ψυχασθενής». Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και ο πατέρας του δράστη, σε μια προσπάθεια να τον γλιτώσει απ’ τα ισόβια. Θα αναφέρει μεταξύ άλλων στην κατάθεσή του:
«Ο Παντελής στο μυαλό του έβλεπε πολέμους. Ο γιος μου δεν είχε ποτέ φίλους. Έβλεπε εχθρούς σε άλλες θρησκείες. Φοβόταν ότι θα σφάξουν τους χριστιανούς οι μουσουλμάνοι. Καθόταν μόνος του και παραμιλούσε».
Απ’ την άλλη, ένα απ’ τα θύματα του Καζάκου, ο Νιγηριανός Αμπντούλ Τίμοθι, θα απορρίψει τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης και θα πει στο δικαστήριο: «Τρελός; Μα οι τρελοί δεν ξέρουν να επιλέγουν. Αν πράγματι ήταν τρελός, είναι περισσότερο από σίγουρο πως θα είχε πάρει στο λαιμό του και Έλληνες, όχι μόνο μαύρους. Είναι το λιγότερο αστείο να το λέει κανείς αυτό. Τυφλός ναι, τρελός σε καμία περίπτωση. Τυφλός από το μίσος και τον ρατσισμό του».
Η υπερασπιστική γραμμή θα καταρρεύσει. Ο Καζάκος θα καταδικαστεί πρωτόδικα σε δις ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη. Θα ασκήσει έφεση και το 2002, η ακροαματική διαδικασία θα επαναληφθεί. Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, ο πατέρας του θα είναι πάλι εκεί για να τον υπερασπιστεί.
«O γιος μου άρχισε να παρουσιάζει ψυχολογικά προβλήματα από τον στρατό, ενώ περίπου ένα χρόνο πριν είχε μπλέξει με τα ναρκωτικά και ήταν έγκλειστος στη θεραπευτική κοινότητα «Στροφή». Όταν απελύθη από τον στρατό τον φώναξε ο διοικητής του και τον προέτρεψε να επισκεφθεί γιατρό. Ωστόσο, εκείνος δεν το δέχθηκε γιατί ήθελε να προσληφθεί στην EPT.
Μου έλεγε πράγματα ακατονόμαστα, ότι άκουγε φωνές και ότι είχε εντολές από την κυβέρνηση να κάνει αυτά τα εγκλήματα, να εξαφανίσει αλλόθρησκους γιατί ήταν εχθροί του τόπου».
Το δικαστήριο θα επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση και υιοθετώντας την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας, δεν θα αναγνωρίσει στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού. Το 2013 θα υποβάλλει αίτημα αποφυλάκισης, το οποίο όμως θα απορριφθεί.
Η ιστορία του Παντελή Καζάκου ενέπνευσε το επεισόδιο Σκουπίδια στον Κόκκινο Κύκλο το 2000, με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Γιαννόπουλο, την Μπέσυ Μάλφα και τον Μηνά Χατζησάββα.