Πέραμα-Σαλαμίνα: 15 λεπτά στο δεύτερο πιο πολυσύχναστο φέρι μποτ της Ευρώπης
Μπήκαμε στο πλοίο που ενώνει το Πέραμα με τη Σαλαμίνα και εξυπηρετεί 11 εκατομμύρια επιβάτες και 4 εκατομμύρια αυτοκίνητα τον χρόνο.
- 5 ΟΚΤ 2021
Η ώρα είναι περίπου 12 το μεσημέρι και γύρω από το λιμανάκι του Περάματος έχει μαζευτεί κόσμος. Βγάζουμε βιαστικά εισιτήρια από το εκδοτήριο και μπαίνουμε στη σειρά μαζί μ’ όλα τα υπόλοιπα αυτοκίνητα για να επιβιβαστούμε στο φέρι μποτ. Προορισμός μας: η εξωτική Σαλαμίνα.
Στην μπουκαπόρτα του πλοίου βρίσκονται δύο υπάλληλοι του φέρι μποτ οι οποίοι μας δίνουν οδηγίες για το παρκάρισμα. Σβήνουμε τη μηχανή και ανεβαίνουμε στο πλοίο. Πολλοί είναι, ωστόσο, εκείνοι που αποφασίζουν να μην κάνουν αυτή τη διαδικασία, ειδικά τον χειμώνα, και μένουν ταμπουρωμένοι στα αυτοκίνητά τους. Άλλωστε το ταξίδι διαρκεί μόλις 15 λεπτά.
Ανεβαίνουμε τις απότομες σκάλες, τις οποίες εάν δεν προσέξεις μπορεί να βρεθείς σωριασμένος στο πάτωμα, προκειμένου να φτάσουμε στο κατάστρωμα. Μπορεί να είναι Σάββατο, ωστόσο, ο κόσμος που βρίσκεται μαζί μας πάνω στο φέρι μποτ δεν είναι πολύς. Ίσως, φταίει, βέβαια, το τσουχτερό κρύο που έχει βάλει τις τελευταίες μέρες και έχει αποτρέψει αρκετούς Αθηναίους από τη βόλτα στο νησί.
Οι πιο πολλοί από τους επιβαίνοντες κάθονται στο σαλόνι του πλοίου, το οποίο μοιάζει λες και έρχεται από άλλη εποχή. Παλιοί δερμάτινοι καναπέδες, πάνω στους οποίους είναι κολλημένες χαρτοταινίες προκειμένου να αποφευχθεί συνωστισμός, ένα μπαρ το οποίο φαίνεται πως έχει να λειτουργήσει χρόνια και γκρίζες κουρτίνες για να κόβουν τον ήλιο.
Στο χώρο επικρατεί νεκρική σιγή. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς στέκουν δίπλα στα παράθυρα για να αγναντεύουν τη θέα, άλλοι είναι κολλημένοι στα κινητά τους, ενώ υπάρχουν και μερικοί οι οποίοι δεν διστάζουν να πάρουν ένα μικρό υπνάκο.
Το σχέδιο για οδική σύνδεση που έχει περάσει από 40 κύματα
Η ακτοπλοϊκή σύνδεση μεταξύ Περάματος και Σαλαμίνας είναι πολύ συχνή καθώς κατά τη διάρκεια της μέρας γίνονται δρομολόγια ανά 15 λεπτά, τα οποία ελαττώνονται μόνο τα ξημερώματα όταν και η κίνηση ελαττώνεται.
Το πλήθος των δρομολογίων είναι τόσο μεγάλο, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, αποτελεί τη δεύτερη πιο πολυσύχναστη θαλάσσια σύνδεση στην Ευρώπη, με περισσότερους από 11 εκατομμύρια επιβάτες και 4 εκατομμύρια αυτοκίνητα να τη χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση.
Ο φόρτος επιβατών είναι πολύ μεγάλος, γι’ αυτό αρκετοί είναι εκείνοι που θεωρούν πως η δημιουργία μιας γέφυρας η οποία θα ενώνει οδικώς τις δύο ακτές θα έλυνε τα χέρια στους ντόπιους. Οι συζητήσεις για οδική σύνδεση μεταξύ φορέων του δημοσίου και τοπικών δήμων λαμβάνουν χώρα εδώ και δεκαετίες, ωστόσο, παραμένουν ακόμη άκαρπες.
Το ζήτημα επανήλθε και πάλι στη δημοσιότητα τον περασμένο Φεβρουάριο, με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για έναρξη προπαρασκευαστικών έργων για τη δημιουργία υποθαλάσσιας γέφυρας.
Οι διαδικασίες, ωστόσο, πρόκειται να ξεκινήσουν από το 2023, ενώ υπολογίζεται πως μέσω της σήραγγας, ο χρόνος σύνδεσης Περάματος-Σαλαμίνας θα μειωθεί από 15 λεπτά σε 5.
Η ιστορία της «Σπιναλόγκας του Πειραιά»
Τα λεπτά που βρισκόμαστε πάνω στο πλοίο περνούν κι αυτή τη φορά μπροστά μας δε βλέπουμε ναυπηγεία και σκουριασμένα πλοία, αλλά ένα νησί το οποίο μοιάζει έρημο.
Η νησίδα αυτή είναι ο Άγιος Γεώργιος, την οποία οι ντόπιοι συνήθιζαν να το αποκαλούν «Σπιναλόγκα του Πειραιά» ή «κολαστήριο του Σαρωνικού». Από το 1865 λειτουργούσε ως λοιμοκαθαρτήριο για την απομόνωση και την αντιμετώπιση κρουσμάτων λοιμωδών νοσημάτων που ταλάνιζαν εκείνη την εποχή, κυρίως της χολέρας, ενώ αποτελούσε και χώρο καραντίνας για τους επιβάτες που έφταναν στον Πειραιά από περιοχές οι οποίες είχαν πληγεί από επιδημίες.
Οι πρώτες μαζικές μετακινήσεις στο νησί άρχισαν κατά την περίοδο των προσφυγικών ροών από τη Μικρά Ασία. Τα πλοία στα οποία ήταν στοιβαγμένοι οι εκτοπισμένοι θεωρούνταν «υγειονομική βόμβα» από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία θεώρησε πως η καλύτερη λύση ήταν να μεταφερθούν στον Άγιο Γεώργιο για να «καθαρθούν».
Μια διαδικασία, η οποία, σύμφωνα με τις διηγήσεις, περιελάμβανε «κάθαρση» των αφιχθέντων και υποχρεωτική καραντίνα στα σπίτια που είχαν δημιουργηθεί για αρκετές ημέρες. Ο αριθμός των προσφύγων, όμως, διαρκώς αυξανόταν, με αποτέλεσμα να φτάσει το νησί να φιλοξενεί περισσότερους από 100.000 κατοίκους.
Το λοιμοκαθαρτήριο λειτούργησε μέχρι το 1947, όταν και αντιμετωπίστηκε το τελευταίο κρούσμα χολέρας, ενώ έως το 1960 φιλοξένησε ασθενείς με ψυχικά προβλήματα. Από εκείνη την εποχή ως σήμερα η νησίδα παραμένει ερημωμένη, με τα ετοιμόρροπα σπίτια που βρίσκονται κοντά στην ακτή να μένουν ακόμη εκεί για να θυμίζουν το τραγικό παρελθόν της.
Αποχωρώντας από το φέρι μποτ
Οι δυνατοί άνεμοι που επικρατούν κάνουν το φέρι μποτ να κουνιέται δυνατά. Αφήνουμε πίσω τον Άγιο Γεώργιο και τραβάμε ολοταχώς για τα Παλούκια Σαλαμίνας. Κατεβαίνουμε τις ίδιες απότομες σιδερένιες σκάλες και φτάνουμε στο αμπάρι για να βρούμε όλους εκείνους που είχαν μείνει στα αυτοκίνητά τους και περίμεναν ευλαβικά την ολοκλήρωση του δρομολογίου. Η μπουκαπόρτα ανοίγει. Το 15λεπτο ταξίδι μας είχε μόλις τελειώσει.