Πήγαμε Χανιά να δούμε αν κουνιούνται οι βάρκες
- 3 ΙΟΥΛ 2014
Χωμένο κάτω από μια αλαφρόπετρα στην παραλία στα Φαλάσαρνα, υπάρχει ένα μικρό κομματάκι χαρτί που γράφει απ’ άκρη σ’ άκρη: “Δείξε μου κάτι που δεν μπορώ να κάνω και θα σου δείξω έναν ενθουσιασμένο τύπο”. Ή κάτι τέτοιο.
Εγώ και οι κωπηλασίες, οι βαρκάδες και τα θαλασσινά νερά έχουμε τσακωθεί απ’ την εποχή που διέπρεπε ο Φάνης Χριστοδούλου. Οποιοσδήποτε λοιπόν κάνει οτιδήποτε μέσα στη θάλασσα θέτει σε ισχύ το ρητό στο χαρτάκι και γίνεται ένας μικρός ήρωας και ένας καλύτερος -από μένα- άνθρωπος στα μάτια μου. Το περασμένο Σάββατο (28/6) στο παλιό λιμάνι των Χανίων, 60 τέτοιοι καλύτεροι άνθρωποι συμμετείχαν στη Red Bull Varkada.
Το event με τη κωδική ονομασία ‘Βαρκάδα’ ήταν ένας κωπηλατικός αγώνας διαδρομής 300 μέτρων, 150 πήγαινε 150 έλα, με παραδοσιακές βάρκες και ακόμα πιο παραδοσιακά κουπιά. Έγιναν 4 προκριματικές κούρσες των 15 διαγωνιζόμενων και οι τρεις πρώτοι από κάθε σειρά συμμετείχαν στον μεγάλο τελικό.
Πριν τον τελικό πραγματοποιήθηκε και η κούρσα των επαγγελματιών με τον Δημήτρη Μούγιο, αργυρό Ολυμπιονίκη στο Πεκίνο, να περπατάει στο νερό να τερματίζει πρώτος και να κάνει τον γκρεμό ανάμεσα σε μένα και την κωπηλασία ακόμη πιο απότομο.
Είδα τις πρώτες κούρσες των όχι pro συμμετεχόντων από το media boat της Red Bull που είχε αράξει στο πλάι του λιμανιού. Κάπου στο ένατο σκαλτσούνι και το δεύτερο ρεντμπούλ, άρχισα να πιστεύω ότι το κούνημα της δικής μας βάρκας δεν θα μου έβγαινε σε καλό και ξαναπάτησα στεριά. Ήταν απ’ τις πιο ώριμες αποφάσεις που πήρα μέσα στο ’14.
Διένυσα την απόσταση μέχρι την αφετηρία και παραλίγο να κλέψω την παράσταση απ’ τον Φάνη Λαμπρόπουλο (ήδη δύο Φάνηδες στο κείμενο) και τους αθλητές (έ όλο και κάποιον θα τον έλεγαν Φάνη, οπότε 3+ Φάνηδες), αλλά ευτυχώς είδα τελευταία στιγμή ένα σκοινί που περίμενε τεντωμένο στο ύψος της καρωτίδας και σταμάτησα έγκαιρα.
Με τα πολλά έφτασα στο μέρος που ήταν γραφτό να φτάσω. Σκιά, αφετηρία, όλη η διαδρομή της κούρσας μπροστά σου και ο Φάνης να πυροβολεί. Μπορεί η κατάσταση μέσα στις βάρκες να μην ήταν καθόλου αστεία -και καθόλου εύκολη φαντάζομαι-, αλλά ειδικά τα πρώτα μέτρα κάθε αγώνα ήταν.
(έπος)
Πάνω από τα κουπιά και τα κεφάλια αυτών των συμμετεχόντων αναβόσβηνε ένα τεράστιο “Να γιατί διάλεξα να μην γίνω κωπηλάτης αλλά δημοσιογράφος ή τέλος πάντων, οτιδήποτε εκτός από κωπηλάτης”. Παρά το ιλαρό ξεκίνημα μερικών, οι περισσότεροι κωπηλάτες κατάφεραν να ολοκληρώσουν τη διαδρομή εντός του χρονικού περιθωρίου των 6 λεπτών (έβαλαν και χρονικό όριο οι θρασύτατοι!), ενώ σε δύο περιπτώσεις είχαμε και τερματισμό για φώτο φίνις.
Στα τουριστικά καφέ που περικυκλώνουν το λιμάνι έπαιζε το πρώτο ημίχρονο του Βραζιλία-Χιλή, οπότε η λειτουργία ήταν λίγο βουνό (σ.σ. Χουλκ) και λίγο θάλασσα, αλλά στο ημίχρονο συγκεντρώθηκα ολοκληρωτικά στον μεγάλο τελικό.
Στην παρέα είχαν προστεθεί ο Βλαδίμηρος Γιάνκοβιτς και σύσσωμες οι οικογένειες πολλών απ’ τους φιναλίστ, ενώ οι καμένες (τουλάχιστον απ’ τον ήλιο) τουρίστριες όργωναν το λιμάνι πέρα δώθε. Δυστυχώς οι 9 στις 10 δεν πρέπει να είχαν τελειώσει το γυμνάσιο ή όπως τέλος πάντων λέγεται το γυμνάσιο στη χώρα τους.
Αλλά πίσω στον μεγάλο αγώνα. Ο Γιάννης Κουτσούδης με τη βάρκα νούμερο 5 και τα χρώματα του Ν.Α.Ο. Σούδας είχε πάρει μικρό κεφάλι απ’ το ξεκίνημα, ενώ η κερκίδα του φώναζε συνθήματα μετά το πέρασμα της σημαδούρας στα 150 μέτρα. Ο Μπάμπης Χαϊδεμενάκης ακολουθούσε από κοντά και τερμάτισε δεύτερος με τον Κωνσταντίνο Κατρατζή να κλείνει τις θέσεις του βάθρου ως τρίτος.
Αυτός είναι ο αθλητισμός.
Στην απονομή, ο Γιάννης δεν είπε κουβέντα για το κορίτσι, αλλά επικεντρώθηκε στα του κουπιού. “Είμαστε συνηθισμένοι γιατί τραβάμε κουπί, είχε πλάκα. Δεν το πίστευα όσο έφτανα πρώτος στον τερματισμό του τελικού, γιατί άρχισα να κουράζομαι, αλλά ευτυχώς τα κατάφερα”. Μετά από αυτό, λούστηκε με ένα ρεντμπούλ, πανηγυρισμός που κρίθηκε δίκαιος από τα πλήθη που τον χειροκροτούσαν.
Αθλητισμός βέβαια δεν είναι μόνο οι βαρκάδες. Το διήμερο στα Χανιά είχε κι άλλες σημαντικές αθλοπαιδιές στις οποίες μπορούσα να συμμετέχω κανονικά, εφόσον διεξάγονταν μακριά απ’ το νερό. Είχε ρακές, είχε μεζέδες, είχε απίστευτο δείπνο στο Παλλάς όπου με σύστησαν για πρώτη φορά με μια κωλοχτύπα, είχε ασύλληπτο πρωινό στο έτσι κι αλλιώς ασύλληπτο La Maison Ottomane που μέναμε, είχε βόλτες στα στενάκια γύρω απ’ το λιμάνι, είχε Μουντιάλ παντού. Πρώτος βγήκα σε όλα.
Μετά από μια θάλασσα θαλασσομαχίες και μια αρένα πρώην γεμάτα πιάτα ήρθε η στιγμή του ‘τα αφήνουμε όλα αυτά και γυρνάμε στην Αθήνα γιατί στις 23.00 παίζει και η εθνική’. Στο ταξί για το αεροδρόμιο ακούγαμε Ξυλούρη για το outro της υπόθεσης και συζητούσαμε για το πόσο πρέπει να συμπεριληφθεί η στρατηγική της Red Bull στα μεγαλύτερα σχολεία του μάρκετινγκ, αν αυτό δεν έχει γίνει ήδη.
Στο αεροδρόμιο προσπάθησα να σκοτώσω τον χρόνο φωτογραφίζοντας το σωσίβιό μου και ψωνίζοντας σακουλάκια με Haribo που δεν έφαγα ποτέ.
Στην επόμενη Varkada το σωσίβιο δεν θα είναι στη συσκευασία του κι αυτό είναι δέσμευση (που ελπίζω να μην θυμάται κανείς του χρόνου).