Πώς αντέχει ψυχολογικά ένας άνθρωπος για μέρες κάτω από τα συντρίμμια του σεισμού
Ενώ τα σωστικά συνεργεία ανασύρουν επιζώντες στην Τουρκία ακόμη και εννιά μέρες μετά το χτύπημα των Ρίχτερ, αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να μην εγκαταλείπει. Η κλινική ψυχολόγος και ψυχαναλύτρια Κορίνα Θωμαΐδου μάς εξηγεί.
- 15 ΦΕΒ 2023
Στη συγκλονιστική ταινία του 2010 με τίτλο 127 Hours, ο Danny Boyle μετέφερε στη μεγάλη οθόνη με βάναυσα ρεαλιστικό τρόπο το εφιαλτικό σενάριο του εγκλωβισμού, μέσα από την αληθινή, όσο και απίστευτη ιστορία του ορειβάτη Aron Ralston: κατά τη διάρκεια μοναχικής εξόρμησης στο απομακρυσμένο φαράγγι στη Γιούτα με κανό, συνέβη ένα ατύχημα και ο αθλητής βρέθηκε παγιδευμένος μέσα στα βράχια, αβοήθητος, στη μέση του πουθενά. Για τα επόμενα πέντε 24ωρα (μέχρι το αίσιο τέλος της υπόθεσης), έδωσε τιτάνια μάχη για επιβίωση σωματικά αλλά και ψυχολογικά, μέχρι που σε ακραία εξάντληση είδε μπροστά του τον μελλοντικό του γιο. Βίωνε δηλαδή παραισθήσεις.
Από τέτοιου είδους αφηγήσεις προέρχονται κατά κύριο λόγο όσα γνωρίζουμε για το πώς βιώνει και αντιδρά ο ανθρώπινος ψυχισμός τη στιγμή που συμβαίνει το τραυματικό γεγονός, καθώς ερευνητικά οι μελέτες ήταν ανέκαθεν επικεντρωμένες στο PTSD, τη διαχείριση μετά.
«Εκκρεμούν πράγματα να διερευνηθούν γύρω από το βίωμα του τραύματος, πράγμα που καθίσταται επείγουσα ανάγκη μετά τον ολέθριο σεισμό σε Τουρκία-Συρία», τόνισε η κλινική ψυχολόγος και ψυχαναλύτρια Κορίνα Θωμαΐδου.
Αφορμή για την κουβέντα μας στάθηκε το ευτυχές γεγονός ότι ακόμη και 9 ημέρες μετά το αναπάντεχο χτύπημα των υψηλών Ρίχτερ που μετέτρεψε πόλεις σε συντρίμμια, τα σωστικά συνεργεία συνεχίζουν –κόντρα στα προγνωστικά– να ανασύρουν επιζώντες από τα χαλάσματα. Ο κανόνας λέει ότι οι περισσότερες διασώσεις λαμβάνουν χώρα το πρώτο 24ωρο, έπειτα μειώνονται με γεωμετρική πρόοδο και μετά τις επτά ημέρες σχεδόν εξαλείφονται. Στην περίπτωση τώρα της καταστροφής στην Τουρκία-Συρία που το ψύχος έφτασε μέχρι και σε –6°C, υπήρχαν ακόμη χαμηλότερες προσδοκίες.
Εντούτοις, τις πρωινές ώρες της Τετάρτης (15/2) γυναίκα 42 ετών ανασύρθηκε ζωντανή από τα ερείπια στο Καχραμάνμαρας, έχοντας μείνει εγκλωβισμένη μέσα στα συντρίμμια, περί τις 222 ώρες. «Φωνές ακούγονται ακόμη κάτω από τα χαλάσματα», μεταφέρουν οι Τούρκοι διασώστες στα διεθνή πρακτορεία. Τι είναι αυτό που κάνει άραγε έναν άνθρωπο να μην εγκαταλείπει, ακόμη και σε τόσο ακραίες συνθήκες εξάντλησης;
«Μέθοδοι που ανασύρονται ενστικτωδώς»
Πρώτα είναι οι πρακτικοί παράγοντες, που είναι απαράβατοι: για να επιβιώσει το ανθρώπινο σώμα καταπλακωμένο τόσες μέρες, πρέπει να τύχει σε σημείο που του επιτρέπει να παίρνει αέρα και να μην έχει σοβαρή αιμορραγία ή άλλον επείγοντα τραυματισμό. Από εκεί και έπειτα, όπως είναι λογικό, μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης έχουν τα άτομα νεαρής ηλικίας, με καλή φυσική κατάσταση, τα οποία δε λαμβάνουν φαρμακευτική ή ιατρική αγωγή, αλλά και πάλι «πέρα από τη σωματική και τη φυσική κατάσταση, μεγάλο ρόλο παίζει η ψυχική κατάσταση του υποκειμένου», σημειώνει η Κορίνα Θωμαΐδου.
«Χωρίς να έχω συγκεκριμένα πορίσματα από έρευνες στα χέρια μου, με βάση μαρτυρίες ανθρώπων π.χ. από στρατόπεδα συγκέντρωσης (το οποίο δεν αναλογεί στη φυσική καταστροφή, αλλά εντάσσεται σε συγγενικό πλαίσιο, διότι υπήρχε διαρκώς ο έντονος φόβος του θανάτου), θα έλεγα ότι περισσότερο έχει να κάνει με τους μηχανισμούς επιβίωσης που ενεργοποιούνται στον ψυχισμό εκείνη τη στιγμή, ασυνείδητα. Είναι η επιθυμία για ζωή; Είναι η ανάκληση θετικών αναμνήσεων είτε ένας προσωπικός σκοπός; Το κατά πόσο, δηλαδή, το άτομο βρίσκει λόγους να παραμείνει στη ζωή».
Πολύ βοηθητικό, όπως έχει αποδειχθεί από τις αφηγήσεις των σωστικών συνεργείων, είναι άμα το άτομο διατηρεί επαφή με άλλους επιζώντες (οπτική ή μόνο ακουστική) μέσα στα συντρίμμια – είναι ένα κίνητρο. Και σε περίπτωση που αυτό δεν ισχύει; «Όπως έχω ακούσει από μαρτυρίες, από ένα σημείο και μετά τα εγκλωβισμένα άτομα ίσως ξεκινήσουν να μονολογούν, να λένε ιστορίες», αναφέρει η ψυχίατρος Θωμαΐδου, φέρνοντας στο νου τον ήρωα από το βιβλίο του Stefan Zweig, που αναπαριστούσε στο μυαλό του παρτίδες σκακιού για να κρατηθεί στη ζωή.
«Ίσως ακούγεται περίεργο, αλλά σε μια τόσο οριακή συνθήκη μεταξύ ζωής και θανάτου, οι παραισθήσεις ενδέχεται να λειτουργήσουν σαν άμυνα – εμπειρίες που προσομοιάζουν με ψυχωσικά επεισόδια, αλλά εκείνη τη στιγμή είναι σωτήριες για να παραμείνει σε λειτουργία το μυαλό. Από τη στιγμή που είναι μηδενικά τα εξωτερικά ερεθίσματα, ο οργανισμός στρέφεται προς τον εαυτό και τα παράγει». Αλλά δεν πρόκειται για διαδικασία που μπορεί να ελεγχθεί συνειδητά από το υποκείμενο. «Θεωρώ ότι είναι μέθοδοι που ανασύρονται ενστικτωδώς».
«Υπάρχει ο υποκειμενικός ψυχικός χρόνος»
Σε μία από τις ελάχιστες έρευνες που έχουν αφιερωθεί στην εξαγωγή ποσοτικών συμπερασμάτων για τη συμπεριφορά του υποκειμένου κατά τη διάρκεια του τραυματικού περιστατικού, με τη συμμετοχή 100+ επιζώντων από τους σεισμούς στην Ιταλία το 2016-2017, διαπιστώθηκε ότι το 53%, μήνες μετά το συμβάν, δυσκολευόταν να περιγράψει το πώς αντέδρασε εκείνη την ώρα. Σαν να είχαν ένα είδος προσωρινής αμνησίας, όπως συμβαίνει στα ατυχήματα, αλλά για πιο μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Όπως λέμε στην ψυχολογία και την ψυχανάλυση, υπάρχει ο υποκειμενικός ψυχικός χρόνος: το πότε θα είναι σε θέση το άτομο να μιλήσει για το συμβάν και να το επεξεργαστεί συνειδητά, είναι κάτι πολύ προσωπικό και είναι απόλυτα σημαντικό από πλευράς μας να το σεβαστούμε. Πολλοί μάρτυρες καταστροφών, όπως είναι οι σεισμοί, αδυνατούν να επαναφέρουν στη μνήμη τους τι συνέβη. Είναι ένας μηχανισμός άμυνας, ο οποίος απαντάται και στο πένθος».
Ο τρόπος που βιώνει κάποιος την απώλεια διαφέρει, το ίδιο συμβαίνει και με ένα τόσο σοκαριστικό γεγονός, που ανακινεί μέσα σου τον φόβο της θνητότητας και ιδίως τον πανικό του ότι είσαι διαρκώς εκτεθειμένος.
«Ένα γεγονός μπορεί για κάποιον να είναι τραύμα, για κάποιον άλλον να μην είναι», σημειώνει η ψυχίατρος Θωμαΐδου, «εξαρτάται από την ιστορία του κάθε ατόμου και αντίστοιχα θα διαμορφωθεί και η διαχείριση του μετατραυματικού στρες.
Για να επανέλθουμε στο παράδειγμα των χιλιάδων ανθρώπων που έχουν δεχθεί το χτύπημα του σεισμού τώρα και επιβίωσαν, θα υπάρχουν περιπτώσεις με άμεση ανάγκη για ψυχολογική στήριξη, ενώ σε άλλους αυτή η ανάγκη ίσως προκύψει και χρόνια αργότερα. Πρέπει να μείνουμε σε επαγρύπνηση».