Πώς η δεκαετία 1972-1982 άλλαξε για πάντα τον κόσμο της γυμναστικής
- 17 ΙΑΝ 2025
Πιλάτες, γιόγκα, CrossFit, βάρη, αερόβιο. Με μια απλή ματιά στα social media, θα δεις πως κάθε μέρα ξεπηδάει και ένα νέο είδος γυμναστικής που υπόσχεται να σου αλλάξει όχι μόνο το κορμί, αλλά και τη ζωή. Σύμφωνα με τους New York Times όμως, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι όμως.
Αν κάνουμε μια απλή αναδρομή στις προηγούμενες δεκαετίες, θα δούμε πως μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 τα γυμναστήρια στις ΗΠΑ ήταν πολύ λίγα, με πολλά από αυτά μάλιστα, να μην επιτρέπουν την είσοδος στις γυναίκες, παρά μόνο σε ξεχωριστές περιστάσεις όπως ήταν οι “ladies’ days”. Αλλά και ο εξοπλισμός δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον σημερινό. Δεν υπήρχαν ειδικά παπούτσια για τρέξιμο, ούτε σουτιέν γυμναστικής και τα χαλάκια της γιόγκα δεν ήταν παρά απλά κουβερτάκια.
Κι ενώ όσοι γυμνάζονταν απλά και μόνο επειδή τους άρεσε, αντιμετωπίζονταν ως «περίεργοι», οι παθήσεις της καρδιάς και ο διαβήτης είχαν αρχίσει να πλήττουν την αμερικανική κοινωνία και τότε ήταν που τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, πρώτα για τις ΗΠΑ και αργότερα για σχεδόν όλο τον πλανήτη. Κάπου εκεί άρχισε η επανάσταση στον κόσμο της γυμναστικής και η άσκηση άρχισε να μπαίνει στη ζωή των καθημερινών ανθρώπων.
Το 1972 το αμερικανικό Κογκρέσο πέρασε νόμο που απαγόρευε τις διακρίσεις ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες όσο αφορά στην είσοδο στα πανεπιστήμια. Αυτό σήμαινε πως όλο και περισσότερα κορίτσια θα μπορούσαν να σπουδάσουν με αθλητικές υποτροφίες. Από την άλλη το 1982 η Jane Fonda κυκλοφόρησε την εμβληματική πια βιντεοκασέτα της με ασκήσεις aerobic για το σπίτι.
Και κάπως έτσι αυτή η δεκαετία αποδείχτηκε η πιο σημαντική για την εκδημοκράτηση της γυμναστικής. Σύμφωνα με τους New York Times απάντηση κρύβεται σε πέντε τάσεις που άλλαξαν για πάντα το πως βλέπουμε την άσκηση.
Τζόκινγκ, σαν το τρέξιμο αλλά πιο αργό
Πριν τη δεκαετία του 1970, πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι που έτρεχαν απλά για να τρέξουν. Μέχρι τότε, όσοι έτρεχαν το έκαναν είτε επειδή προπονούνταν για κάποιο άθλημα είτε επειδή ήθελαν να ξεφύγουν από κάποιον κίνδυνο.
Η αλλαγή είχε ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 όταν ο καρδιολόγος και μελλοντικός ιδρυτής της Nike, εξέδωσε το “Jogging”, που μιλούσε για όλα τα οφέλη που έχει το αργό τρέξιμο, κάτι που είχε δει πως συνήθιζαν να κάνουν οι Νεοζηλανδοί. Το 1972 επετράπη για πρώτη στις γυναίκες να συμμετάσχουν στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, ενώ στα μέσα της δεκαετίας η «τρέλα» με τα ψυχοτρόπα ναρκωτικά είχε αρχίσει να φθίνει και ο δρομείς έκαναν λόγο για το runner’s high.
Το 1978 κυκλοφόρησε το Jogbra, το πρώτο σουτιέν φτιαγμένο για όσες γυναίκες αθλούνταν, ενώ ακόμα και οι σελέμπριτις άρχισαν να τρέχουν. Η Farrah Fawcett και ο Lee Majors φωτογραφήθηκαν στο περιοδικό PEOPLE να τρέχουν. Η λεζάντα έγραφε, «Όλοι πια το κάνουν».
Μάλιστα, οι joggers βοήθησαν να ανθίσει και η βιομηχανία των sneakers, αφού όλοι ήθελαν να μοιάζουν στιλάτοι καθώς έτρεχαν. Μέχρι το 1982 η Nike είχε γίνει κολοσσός και τα ετήσια κέρδη της ξεπερνούσαν τα 694 εκατομμύρια δολάρια.
Jazzercise, cardio αλλά με ρυθμό
Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, η κοινωνία αποθάρρυνε τις γυναίκες να αθλούνται. Το να ιδρώνουν οι γυναίκες θεωρούταν μη θηλυκό, ενώ πολύς κόσμος πίστευε την ακραία θεωρία πως η σκληρή γυμναστική προκαλούσε πρόβλημα στη μήτρα.
Τη δεκαετία του 1970 όμως, το φεμινιστικό κίνημα άρχισε να αγκαλιάζει την άσκηση και να ενθαρρύνει τη σωματική δύναμη των γυναικών. Έτσι, όλο και περισσότερες γυναίκες άρχισαν να γυμνάζονται συστηματικά.
Την ίδια εποχή ταινίες όπως το Saturday Night Fever, αλλά και θεατρικές επιτυχίες όπως το A Chorus Line, έκαναν τον κόσμο να αγαπήσει πολύ τον χορό. Και κάπως έτσι γεννήθηκε το Jazzercise, ένα είδος άσκησης που συνδύαζε την αερόβια άσκηση με τον χορό. Δημιουργός του ήταν η επαγγελματίας χορεύτρια Judi Sheppard Missett.
Μέχρι τότε επικρατούσε η πεποίθηση πως -ακόμα και στην ιατρική κοινότητα- πως η έντονη άσκηση θα μπορούσε να προκαλέσει καρδιακές προσβολές παρά να τις αποτρέπει. Αυτό άρχισε να αλλάζει όταν στα τέλη του ’60 ένας στρατιωτικός γιατρός, έγραψε βιβλίο με τον τίτλο Aerobics, μέσα στο οποίο ισχυριζόταν πως η αερόβια άσκηση μπορεί να κάνει καλό στην καρδιά.
Πριν την άνθιση του Jazzercise, τα μαθήματα χορού για ενήλικες απευθύνονταν μόνο σε όσους ήθελαν να ασχοληθούν με την τέχνη αυτή, η Judi Sheppard Missett όμως κατάφερε να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία που κρατάει μέχρι και σήμερα, ανοίγοντας studio σε όλη τη χώρα. Μέχρι το 1982, τα studios Jazzercise ήταν η δεύτερη πιο ταχεία αναπτυσσόμενη αλυσίδα στις ΗΠΑ μετά την Domino’s Pizza.
Yoga, ευλυγισία με μια δόση πνευματικότητας
Σύμφωνα με τους New York Times, οι Αμερικάνοι είχαν γνωρίσει τη yoga πολύ πριν το 1972, καθώς ήταν πολλοί εκείνοι που προωθούσαν τόσο τα σωματικά όσο και τα πνευματικά οφέλη της. Παρόλα αυτά όμως, για τους περισσότερους έμοιαζε με μια πρακτική που απευθυνόταν σε χίπις και όχι στον μέσο άνθρωπο.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν οι Beatles αποσύρθηκαν για λίγο σε ένα yoga retreat. Μάλιστα, ο George Harrison ήταν ορκισμένος yogi καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Το 1974 το περιοδικό Time έγραψε πως η yoga είναι πια μέρος της αμερικανικής κουλτούρας όσο είναι και η μηλόπιτα. Αυτή η ξαφνική δημοφιλία της αρχαίας ινδικής πρακτικής οφειλόταν σε μεγάλο μέρος στη χαμηλού budget εκπομπή Lilias, Yoga and You, που προβαλλόταν ακριβώς πριν το εξαιρετικά δημοφιλές Sesame Street. Παρουσιάστριά της ήταν η Lilias Folan, μια νοικοκυρά που ισχυριζόταν πως η yoga της βοήθησε να αντιμετωπίσει την κατάθλιψή της, αλλά και να χάσει κιλά. Το 1982 κυκλοφόρησαν και τα πρώτα στρώματα ειδικά για yoga.
Βέβαια, πολλοί είναι εκείνοι που ακόμα και σήμερα ισχυρίζονται πως αυτό που συνέβη δεν ήταν εκδημοκράτηση της yoga, αλλά πολιτισμική οικειοποίηση μιας αρχαίας πρακτικής.
Bodybuilding, χτίζοντας μύες στα γυμναστήρια αλλά και τις παραλίες
Λιγότερο από έναν αιώνα πριν, το να έχει ένας άντρας μυώδες σώμα σήμαινε δύο πράγματα για την κοινωνία. Ήταν είτε νάρκισσος ή μπλεγμένος. Μάλιστα, στα αμερικανικά πανεπιστήμια, ήταν πολλοί εκείνοι οι προπονητές που απαγόρευαν στους αθλητές τους να σηκώνουν βάρη. Όσο για τις γυναίκες που προσπαθούσαν να χτίσουν μυική μάζα, αντιμετωπίζονταν ως ανδροπρεπείς ή ακόμα χειρότερα ως αφύσικες.
Μέχρι που το 1977 ο πλανήτης γνώρισε τον Arnold Schwarzenegger και ξαφνικά οι φουσκωμένοι μύες έγιναν σέξι.
Ξαφνικά όλοι και πιο μυώδεις άντρες πρωταγωνιστούσαν σε ταινίες δράσης, όπως ο Sylvester Stalone στις ταινίες Rambo, αλλά και στην τηλεόραση είδαμε ακόμα και ήρωες κινουμένων σχεδίων να μοιάζουν σαν bodybuilders. Δύο τέτοια παραδείγματα είναι ο He-Man, αλλά και ο Hulk της Marvel.
Πια όλοι ήθελαν να έχουν ένα μυώδες σώμα, γεγονός που σήμανε την εμφάνιση των πρώτων μικρών γυμναστηρίων, ενώ ακόμα και το περιοδικό Rolling Stone αφιέρωσε ένα από τα εξώφυλλά του στο bodybuilding.
Η βιντεοκασέτα της Jane Fonda, γυμνάσου στο σαλόνι σου
Η Jane Fonda ήταν 41 ετών όταν άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με τη γυμναστική. Μέχρι τότε ήταν γνωστή για τους κινηματογραφικούς της ρόλους και την ακτιβιστή της δράση.
Ξαφνικά όμως -ή και όχι τόσο ξαφνικά- βρέθηκε σε όλα τα σαλόνια των ΗΠΑ και λίγο αργότερα του πλανήτη όλου. Η σταρ του Χόλιγουντ ήταν η πρώτη του βεληνεκούς της που δημιούργησε ένα ολόδικό της πρόγραμμα γυμναστικής, το γύρισε σε βιντεοκασέτα και έκανε όλες τις γυναίκες να πιστέψουν πως αν ακολουθήσουν βήμα-βήμα τα όσα τους δείχνει θα μπορέσουν να αποκτήσουν το σώμα της, χωρίς καν να χρειαστεί να φύγουν από το σαλόνι τους.
Πριν την κυκλοφορία της θρυλικής της βιντεοκασέτας το 1982, η Jane Fonda είχε ανοίξει το δικό της studio γυμναστικής στο Beverly Hills, ενώ το 1981 είχε κυκλοφορήσει και αντίστοιχο βιβλίο.
Χάρη στη γνωστή ηθοποιό, τα κορμάκια, τα κολάν και το lycra ξέφυγαν από τα στενά όρια των γυμναστηρίων και πέρασαν στην pop κουλτούρα. Η Olivia Newton John κυκλοφόρησε το “Physical” ένα τραγούδι-ωδή στη γυμναστική που έφτασε στο νούμερο ένα των charts ενώ την ίδια δεκαετία κυκλοφόρησε και η ταινία Perfect με πρωταγωνιστές τη Jamie Lee Curtis και τον John Travolta.
Στα τρία πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της η βιντεοκασέτα της Jane Fonda πούλησε πάνω από 850.000 αντίτυπα, ξεπερνώντας ταινίες όπως τα Σαγόνια του Καρχαρία, παρόλο που κόστιζε 59,95 δολάρια (σήμερα θα κόστιζε 190 δολάρια). Πολλοί μάλιστα, θεωρούν την ηθοποιό υπεύθυνη για τη γενικότερη αύξηση στις πωλήσεις των συσκευών VCR, αφού μέχρι το 1985 μόλις το 2,5% των νοικοκυριών είχαν τη συσκευή, ενώ το 1985 την είχε αποκτήσει το 1/3.