Ποτέ δεν ξεχνάς την πρώτη φορά που αντικρίζεις τον Ατλαντικό
- 1 ΣΕΠ 2019
Ποτέ δεν ξεχνάς την πρώτη φορά που αντικρίζεις τον Ατλαντικό. Αυτές οι παραλίες με την κατάλευκη άμμο τύπου Hamptons. Αυτοί οι μεγαλοπρεπείς γκρεμοί τύπου Μετέωρα που σου προκαλούν σοκ και δέος. Αυτό είναι το πρώτο και βασικό συμπέρασμα που έβγαλα το 10ήμερο που πέρασα ‘οργώνοντας’, μαζί με την φαμίλια μου, το ‘πατρικό’ του Κριστιάνο Ρονάλντο αυτό το καλοκαίρι.
Ένα road trip κομπλέ με παιδιά που εννοείται πως ‘περιπλέκει’ τα πράγματα αφού αλλιώς, ούτε νεκρός δεν θα πήγαινα στο ζωολογικό κήπο της Λισαβόνας (αν και το τελεφερίκ που περνούσε ‘σύριζα’ πάνω από τα κλουβιά ήταν εντελώς ‘σκιαχτική’ εμπειρία).
Ένα road trip με εκκίνηση από τη Λισαβόνα (πολύ ανηφόρα ρε φίλε, ούτε για αναρρίχηση στον Όλυμπο να είχα πάει) και έφτασε ως το Πόρτο (η ωραιότερη πόλη της χώρας ‘δαγκωτό’-φάση κρασί δίπλα στο ποτάμι με θέα που σε κάνει να χαζεύεις).
Όλα αυτά με ενδιάμεσες διανυκτερεύσεις στην παγκόσμια πρωτεύουσα του surf, το Nazare (βλέπε κύματα 24 μέτρων με το καλημέρα), το Aveiro (τύπου μίνι Βενετία, κομπλέ με γόνδολες-σόρι, moliceiros, όπως τις λένε οι ντόπιοι που ‘θίγονται’ αν τις πεις αλλιώς) και πολλά day trips σε γκρεμούς, κάστρα, μεσαιωνικά μοναστήρια και ό,τι άλλο υπήρχε πρόχειρο.
Πίσω στον Ατλαντικό τώρα. Μια χαρά είναι να τον βλέπεις. Να τον χαζεύεις για ώρες. Είτε από τις κοντινές στην Λισαβόνα παραλίες, όπως την Praia de Carcavelos (εκεί που τα beach bar είναι 150 μέτρα μακρυά από το κύμα κα με ενδιάμεση σκαμμένη τάφρο, προκειμένου να μην τα ‘φάει’ το κύμα) είτε στο Nazare, είτε ακόμη πιο ψηλά, στο πίσω μέρος της Costa Nova (το κουκλίστικο θέρετρο με τα πολύχρωμα ριγέ σπιτάκια).
Αλλά, ρε φίλε, όταν η φάση είναι καλοκαίρι, το ζήτημα είναι να κάνεις και καμία βουτιά. Κάτι που χρειάζεται να είσαι 30 χρόνια χειμερινός κολυμβητής για να το αντέξεις. Σε εκείνες τις παραλίες, πάντα, που το κύμα είναι κάτω από δέκα μέτρα. Αν και το κύμα, δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Ο αέρας και η (λευκή) άμμος που σε μαστιγώνει non stop στο πρόσωπο (και ντουμπλάρει ως ‘κρουτόν’ για την σαλάτα ή το burger σου), είναι το δεύτερο. Εξού και οι Πορτογάλοι, πέρα από ψάθες, όταν βγαίνουν στην παραλία παίρνουν μαζί και κάτι πρόχειρες μίνι ‘τέντες’ με πασσάλους, πίσω από τις οποίες ‘κρύβονται’.
Το ότι, όμως, να ψάχνεις για παραλίες οπουδήποτε εκτός από Ελλάδας (εδώ βάζω και την Καραϊβική, με το καυτά νερά που αντί να σε δροσίζουν σε φουντώνουν) είναι μάταιο, το γνώριζα. Αυτό που δεν περίμενα να συνειδητοποιήσω είναι την ‘μαγεία’ της χωριάτικης σαλάτας.
Γιατί το φαγητό στην Πορτογαλία, παρότι μιλάμε για μια χώρα που βρέχεται από θάλασσα, σου βγάζει πάντοτε -τουλάχιστον σε εμένα αυτό συνέβη- φουλ χειμερινή και ‘ορεσίβια’ αίσθηση. Γεμάτο ψωμιά, πατάτες (και τα γλυκά, αντίστοιχα, φουλ στην ζάχαρη και στον κρόκο) και σάλτσες. Δεν το παίζω food expert. Ούτε θεωρώ οτιδήποτε ελληνικό de facto καλύτερο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι πουθενά στην Πορτογαλία δεν μπορούσες να φας με κάτω από 15 ευρώ το πιάτο (κάτι που στην πλειοψηφία των ελληνικών νησιών είναι ακόμη πραγματικότητα -έστω και αν μιλάμε για απλό σουβλάκι ή μια μερίδα μουσακά).
Ίσως να έχω το πρόβλημα εγώ που την ‘πάτησα’, για πρώτη φορά σε ταξίδι μου, πολλαπλώς ως Αμερικανάκι. Πίνοντας κατά λάθος τον χειρότερο κρύο καφέ της ζωής μου (για freddo πήγαινα, αλλά μου βγήκε mazagran -δηλαδή με φουλ κομμάτια λεμόνι). Τρώγοντας κατά λάθος το χειρότερο σάντουιτς (με ψωμί του θεού / pao de deus -που δεν θυμόμουν ότι είχε ζάχαρη και καρύδα- ζαμπόν και τυρί) και τοστ (την διάσημη francesinha, με χοιρινό, λουκάνικο, λιωμένο τυρί από πάνω και ‘λουσμένο’ σε σάλτσα μπύρας) της ζωής μου.
Και τρώγοντας ‘ήττα’ ακόμη και στο θέμα του ‘έχουμε 1.000+1 συνταγές’ μπακαλιάρου, δοκιμάζοντας διαδοχικά την πρώτη μέρα στην Timeout market στην Λισαβόνα το bacalhau à brás (ψιλοκομμένος μπακαλιάρος, ψιλοκομμένες τηγανητές πατάτες και αυγό-μια μπουκιά άντεξα) και pastel de Bacalhau (χρυσαφένιες μπακαλιοκοκέτες γεμάτες ανεξήγητα με λιωμένο Serra da Estrela τυρί που ‘μυρίζει’ αρνάκι).
Εντάξει, δεν παραπονιέμαι (πολύ). Μια χαρά κρασί (από την Duro valley), μια χαρά φαγητό (θεϊκή η ψαρόσουπα στο Cais do Pescado στο Aveiro και τα ‘μεζεκλίκια’ στην Taberna Rua das flores στην Λισαβόνα) και μια χαρά cocktail (στο ‘τύπου Γκάζι’ LX Factory στην Λισαβόνα) απολαύσαμε.
Άλλωστε, αν θες να φας καλά, μένεις στην Ελλάδα. Στην Πορτογαλία πας (πέρα από τις παραλίες) για τα κάστρα. Είτε τα πολύχρωμα, όπως στην Sintra (αφού πρώτα κάνεις το σταυρό σου να βρεις parking, αφού αλλιώς σου παίρνει καμία ωρίτσα να κάνεις ξανά το γύρο του βουνού), είτε τα σκέτα, όπως στην καστροπολιτεία της Coimbra και στο Obidos. Εκείνα δικαιώνουν μια χαρά την φήμη τους.
Όπως μια χαρά δικαιώνει -σε μεγάλο μέρος- την φήμη της τόσο η Λισαβόνα όσο, κυρίως, και το Πόρτο. Και λέω σε μεγάλο μέρος γιατί πάντοτε υπάρχουν υπερτιμημένα αξιοθέατα που καλό είναι να αποφύγεις (όπως π.χ. ο Santa Justa γοτθικός ανελκυστήρας, με την 1 1/2 ώρα αναμονή, στην Λισαβόνα, το Harry Potter βιβλιοπωλείο Lello στο Πόρτο και η περιήγηση με τις γόνδολες στα ‘τύπου Κηφισός’ κανάλια του Aveiro). Όλα αυτό με φόντο ευγενικούς (αλλά κάπως ψυχρούς) ανθρώπους που σε εξυπηρετούν (συνήθως χωρίς ίχνος χαμόγελου) και μια οργάνωση σε οτιδήποτε ακουμπάει τον τουρίστα από την οποία σε κάποια σημεία θα μπορούσαμε να παραδειγματιστούμε.
Αλλά, τελικά, σαν την Ελλάδα, (σχεδόν) πουθενά. Ή τουλάχιστον εκείνη την Ελλάδα που δεν καταδέχεται να χρεώνει 75 ευρώ το burger και 100 ευρώ την ξαπλώστρα. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, ο καλύτερος τρόπος να εκτιμήσεις ρεαλιστικό (χωρίς ίχνος εθνικο-περηφάνειας) αυτό που έχεις, είναι το να ταξιδέψεις.
(Κεντρική εικόνα 123rf)