Πως είναι να διασχίζεις την Ανταρκτική κύριε Bergel;
O Patrick Bergel μας μίλησε για την προσπάθειά του να ολοκληρώσει την αποστολή που ο προπάππους του άφησε στη μέση πριν από έναν αιώνα!
- 30 ΑΠΡ 2017
To 1913, μία μικρή αγγελία σε εφημερίδα του Λονδίνου αναζητούσε ‘τρελούς’, που έναντι πενιχρής αμοιβής, καλούνταν να ρισκάρουν τη ζωή τους σε ένα μακρύ και επίπονο ταξίδι στα πέρατα της Γης. Κάπως έτσι διαφήμιζε ο Sir Ernest Shackleton την προσπάθεια να γίνει ο πρώτος που θα διέσχιζε την Ανταρκτική. Βλέπετε ο Roald Amundsen τον είχε προλάβει φτάνοντας πρώτος εκεί, έτσι ο Ιρλανδός εξερευνητής προσπάθησε να φτάσει ακόμα παραπέρα. Περιέργως κατάφερε το 1914 να βάλει πλώρη για τον παγωμένο Νότιο Πόλο, με 27 μέλη πληρώματος συνοδοιπόρους στην τρέλα.
Ωστόσο το πλοίο που είχε βαφτίσει ‘Endurance’, αποδείχθηκε πως δεν είχε και πολλές αντοχές. Κόλλησε στον πάγο της θάλασσας Βέντελ, μόλις ένα μήνα μετά τη μέρα που σαλπάρισε, βυθίζοντας σε λευκό φόντο τα όνειρα του Shackleton.
Το πλοίο χάθηκε, αλλά η ελπίδα όχι
Μετά από μήνες περιπλάνησης αρχικά στον πάγο και στη συνέχεια με σωστική λέμβο, σε ένα επικό ταξίδι 720 ναυτικών μιλίων, ο Shackleton δεν κατάφερε απλά να βρει το δρόμο της επιστροφής το 1917 αλλά μάλιστα, χωρίς να χάσει κανένα μέλος του πληρώματός του!
Αυτή η ιστορία ενέπνευσε τη Hyundai Motor που έναν αιώνα μετά, αναζήτησε έναν απόγονο του σπουδαίου αυτού εξερευνητή για να ολοκληρώσει αυτό που τότε έμεινε τη μέση: να διασχίσει την Ανταρκτική. Πρόκληση την οποία αποδέχθηκε ο δισέγγονος του Shackleton, Patrick Bergel. Μόνο που αυτή τη φορά, θα το επιχειρούσε με αυτοκίνητο. Ήταν ένα ταξίδι πολλών δοκιμασιών, συνολικά 5800 χιλιομέτρων, σε μία περιπέτεια 30 ημερών που συναρπάζει και μόνο στην ιδέα. Όπως άλλωστε και το γεγονός πως ο απόγονος του μεγάλου εξερευνητή, αποδέχθηκε την πρό(σ)κληση να δοκιμάσει τις αντοχές του στο πλέον αφιλόξενο περιβάλλον, παρότι η ‘περιπέτεια’ δεν αποτελούσε κομμάτι της έως τώρα ζωής του.
Είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του για το επίτευγμα που παρά τις αβάσταχτες σε κάποιες περιπτώσεις δυσκολίες, θα έδινα τα πάντα για να μπορούσα να επιχειρήσω. Πως προέκυψαν λοιπόν όλα αυτά κύριε Bergel;
”Στην πραγματικότητα δεν έχω καμία σχέση με εξερευνήσεις. Είμαι άνθρωπος της τεχνολογίας. Του καναπέ! Αν και μεγάλωσα βλέποντας στο σπίτι φωτογραφίες εποχής από τα εγχειρήματα του προπάππου μου, με το Endurance παγιδευμένο στον πάγο, και παρότι διάβασα και το ημερολόγιό του που κατέγραφε όσα συνέβαιναν στις αποστολές, δεν ήθελα να γίνω εξερευνητής. Ήθελα να ακολουθήσω το δικό μου δρόμο και όχι να κινηθώ στη σκιά του προπάππου μου. Όπως και συνέβη. Όταν πέρυσι, εντελώς από το πουθενά, με προσέγγισε η Hyundai, που ήξερε την ιστορία του. Ήθελαν να ξέρουν αν κάποιος απόγονός του ήταν αρκετά τρελός ώστε να πάει στο Νότιο Πόλο και να λάβει μέρος σε ένα εγχείρημα στο πνεύμα εκείνου του Shackleton. Συμφώνησα!
Μου φάνηκε μία φανταστική ευκαιρία, όχι απλά να πάω εκεί αλλά και να κάνω κάτι που δεν είχε κάνει κανένας στο παρελθόν
Να διασχίσω την Ανταρκτική με όχημα με ρόδες. Ήταν κάτι που πρόσδιδε το πνεύμα της περιπέτειας. Δεν θα πήγαινα εκεί με αεροπλάνο, για να βγάλω μερικές ωραίες φωτογραφίες και να φύγω τρέχοντας. Ήταν ένα ενδιαφέρον εγχείρημα, με ενθουσίασε η προοπτική και είπα ‘ναι’. Ήταν μία πολύ καλή ιδέα. Σίγουρα είχα κάποιους ενδοιασμούς αλλά με ενθάρρυνε το γεγονός πως στο όλο εγχείρημα συμμετείχαν πολύ έμπειροι και ικανοί άνθρωποι. Έτσι σκέφτηκα πως ήταν μία πραγματική ευκαιρία για μία μοναδική εμπειρία”.
Μόνο που το όλο story δεν αφορούσε μόνο ένα ωραίο φυλλάδιο, χαμόγελα και καρτ ποστάλ για να βλέπουν τα δικά του δισέγγονα. Ήταν μία ευκαιρία αλλά και μία δοκιμασία ταυτόχρονα. Ειδικά για έναν άνθρωπο που δεν είχε δοκιμάσει μέχρι τότε τι πάει να πει Survivor σε θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν. Έπρεπε λοιπόν να προετοιμαστεί κατάλληλα. Αυτό έγινε στην Ισλανδία, next best thing για όσα θα συναντούσε στον τόπο που βασιλιάδες είναι οι πιγκουίνοι. Παρέα με την υπόλοιπη ομάδα με την οποία έπρεπε να ‘δέσει’, να συνηθίσει στο να κοιμάται σε μία σκηνή χωμένη σε μία φυσική κατάψυξη, να μάθει να οδηγεί σε χιόνι και κυρίως πάγο. Ακόμα και ‘crevasse training’ έκανε κι όποιος από εσάς ξέρει τι είναι δαύτο κερδίζει λουκουμάκι κερασμένο από εμένα. Αφήστε κάτω τα λουκούμια, θα δώσω και την απάντηση: εκπαίδευση στις απαιτούμενες κινήσεις για να επιβιώσεις αν πέσεις σε τρύπα στον πάγο.
Όσο για το δικό του ‘Endurance’, αποδείχθηκε πιο ανθεκτικό από το πλοίο του προπάππου του. ”Ήταν ένα απλό Hyundai Santa Fe που χρησιμοποιούσε τον diesel κινητήρα 2.2 lt του οχήματος παραγωγής, μόνο που χρησιμοποιούσαμε καύσιμα για τζετ διότι τα απλά καύσιμα του εμπορίου θα πάγωναν λόγω των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών. Ξηλώσαμε όλο το πίσω μέρος, βγάλαμε τα καθίσματα για να τοποθετήσουμε τον απαραίτητο εξοπλισμό ενώ είχαμε και πολύ μεγαλύτερο ρεζερβουάρ, χωρητικότητας 230 λίτρων”, σημειώνει ο Bergel.
Μερικά ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία είναι πως προφανώς είχε αυξημένη απόσταση από το έδαφος, πράγμα στο οποίο βοηθούσαν και οι τροχοί 38 ιντσών (!). Υπήρξαν τροποποιήσεις στην ανάρτηση αλλά και στο κιβώτιο ταχυτήτων, όλα αυτά με στόχο το ‘παγοθραυστικό’ του πρωταγωνιστή της ιστορίας, να μπορεί να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο. Όλα αυτά όμως ήταν θεωρία, ήρθε η ώρα να περάσουμε στο ζουμί της ιστορίας. Τον ρωτάω για το ξεκίνημα της αποστολής μιας και δεν υπάρχει αυτοκινητόδρομος που να συνδέει το Ηνωμένο Βασίλειο με τον Νότιο Πόλο.
”Πετάξαμε μέχρι την Ανταρκτική, φτάνοντας σε ένα σημείο που ονομάζεται Union Glacier, που βρίσκεται στη δυτική ακτή και είναι το πλησιέστερο στην Παταγονία. Ο μοναδικός τρόπος πρόσβασης είναι από αέρος κι αυτό με ένα παλιό στρατιωτικό ρωσικό αεροπλάνο, ένα Illyushin 76. Προσγειώνεται σε έναν αεροδιάδρομο με μπλε πάγο και είναι πολύ λίγοι οι πιλότοι που έχουν την εμπειρία και την ικανότητα να κάνουν κάτι τέτοιο. Στο πίσω μέρος λοιπόν του αεροπλάνου είχαμε τα οχήματα, τα καύσιμα, όλο μας τον εξοπλισμό και όλες μας τις προμήθειες”.
Φτάνεις λοιπόν στον μοναδικό τόπο που βρίσκεται χαμηλότερα της Γης του Πυρός. Έναν τόπο που δεν σε θέλει εκεί, δεν είναι φτιαγμένος ούτε για σένα, ούτε για τους φίλους σου, ούτε για τα αυτοκίνητά σας. Πως τον αντιμετωπίζεις;
”Τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει πλήρως για την σκληρή πραγματικότητα της Ανταρκτικής. Συναντάς πολλά διαφορετικά είδη εδάφους. Σταθερές μπλε μάζες πάγου, αντίστοιχες των αμμόλοφων στην έρημο, που υψώνονται στα 15-20 μέτρα. Ήταν σα να διασχίζεις κύματα πάγου, ήταν πρωτόγνωρο. Αλλού υπήρχε πολύ βαθύ χιόνι, αλλού λιγότερο βαθύ ενώ ένα άλλο χαρακτηριστικό-πρόκληση του να οδηγείς στην Ανταρκτική, είναι τα λεγόμενα ‘Sastrugi Fields’. Μοιάζουν κι αυτά σαν παγωμένα κύματα, νιώθεις λες και είσαι στη θάλασσα αλλά πρόκειται για σταθερούς όγκους. Κυμαίνονται από ύψος ενός έως τριών μέτρων και πρέπει να τα διασχίζεις με συνεχείς αλλαγές κατεύθυνσης, σα να κάνεις ιστιοπλοΐα. Είχαμε GPS και ένα αρκετά προηγμένο σύστημα που μας έδειχνε εικόνες από το δορυφόρο, ώστε να εντοπίσουμε και να αποφύγουμε όσο αυτό ήταν εφικτό αυτές τις επιφάνειες αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις, μερικές φορές αναγκάζεσαι να ακολουθήσεις την κατεύθυνση που το έδαφος σε υποχρεώνει να ακολουθήσεις.
Αν χτυπήσεις ένα τέτοιο κομμάτι πάγου με πολλή δύναμη ή με λάθος γωνία, μπορείς πολύ εύκολα να καταστρέψεις τον άξονα του οχήματος. Και παρότι είχαμε ανταλλακτικά και πολλές προμήθειες, είχαμε δυνατότητα επισκευών, πραγματικά δεν θέλεις υπό τέτοιες συνθήκες να έχεις κάποιο τόσο σημαντικό μηχανολογικό πρόβλημα. Όταν είσαι χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη βοήθεια. Ήταν πολλές οι περιπτώσεις όπου βγαίναμε από το αυτοκίνητο και αφαιρούσαμε αέρα από τα ελαστικά. Κατεβαίναμε σε τιμές ακόμα και στα 5 psi, με αποτέλεσμα τα ελαστικά να θυμίζουν μεγάλους λαστιχένιους σάκκους. Κι όταν επιστέφαμε σε πιο σκληρές επιφάνειες, ανεβάζαμε πάλι την πίεση, ώστε να κινούμαστε ευκολότερα. Δεν ήταν μία αποστολή υψηλών ταχυτήτων, δεν μας ένοιαζε να φτάσουμε γρήγορα στον προορισμό μας. Στόχος μας ήταν οδηγήσουμε έξυπνα. Η μέση ωριαία μας ταχύτητα ήταν στα 27 χιλιόμετρα την ώρα. Σίγουρα δεν είναι υψηλή και έπρεπε να καλύψουμε πολύ μεγάλες αποστάσεις – συνολικά 5800 χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας και να επιστρέψουμε”.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισε ο δισέγγονος του σπουδαίου Ernest Shackleton; Ξεκινάει από τα απλά και το κάνει σύνθετο στην πορεία. Τον ακούς, προσπαθείς να κάνεις τα λόγια του εικόνες στο μυαλό σου, ασυναίσθητα έχεις αρχίσει να κρυώνεις, να νιώθεις άβολα.
«Περνούσαμε πάρα πολλές ώρες εν κινήσει. Σε κάποια κομμάτια της αποστολής χρειαζόταν ακόμα και να οδηγούμε επί 20 συνεχόμενες ώρες για να μπορέσουμε να τηρήσουμε το χρονοδιάγραμμα. Έτσι αναγκαστικά οδηγούσαμε με βάρδιες, κοιμόμουν ενώ οδηγούσε ο Gisli Jónsson της Arctic Trucks που ήταν μαζί μου στο αυτοκίνητο και ήταν ο επικεφαλής της αποστολής. Κάθε μέρα περιελάμβανε 12 με 13 ώρες συνεχούς πορείας. Μετά κατασκηνώναμε και στριμωχνόμασταν όλοι σε μία από τις μεγαλύτερες σκηνές. Κάθε διανυκτέρευση ήταν εκτός των οχημάτων. Κοιμόμασταν σε σκηνές που χωρούσαν δύο ανθρώπους και καταλήγαμε με την αυξημένη θερμοκρασία να βγάζουμε σταδιακά ρουχισμό. Γενικά οι θερμοκρασίες κυμαίνονταν από τους -5 βαθμούς Κελσίου, μέχρι τους -28. Ήταν πολύ χαμηλά και έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί διότι όταν είσαι έξω, εκτεθειμένος, πρέπει να έχεις καλυμμένο κάθε μέρος του σώματός σου.
Το κρύο σε χτυπά πολύ γρήγορα. Μέσα σε μόλις 30 δευτερόλεπτα γνωρίζεις πως είσαι σε ένα μέρος που θέλει να σε σκοτώσει
Ευτυχώς κανένας από την ομάδα δεν έπαθε κρυοπαγήματα. Μία άλλη δυσκολία ήταν η πληθώρα των ‘whiteouts’, ένα φαινόμενο όπου το σύννεφο έχει κατέβει τόσο χαμηλά και αναγκαστικά οδηγείς σε απέραντο λευκό φόντο. Δεν βλέπεις τίποτα. Τίποτα! Δεν είχα βιώσει ποτέ κάτι ανάλογο. Δεν είσαι τίποτα περισσότερο από μία κουκκίδα στο GPS. Δεν βλέπεις τίποτα άλλο, δεν διακρίνεις άλλα οχήματα από το κονβόι. Αν διασχίζεις ανώμαλα εδάφη, απλά ακούς τα μπαμ, τα νιώθεις στο κορμί σου αλλά δεν έχεις ιδέα τι χτύπησες. Απλά ελπίζεις πως πήγαινες αρκετά αργά και αρκετά έξυπνα ώστε να μη χτύπησες κάπου πιο δυνατά απ’ ότι θα έπρεπε.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι πως το μυαλό σου αρχίζει να σου παίζει παιχνίδια! Αρχίζεις να έχεις παραισθήσεις. Πραγματικά συμβαίνει. Ξαφνικά αντικρίζεις χιονισμένα δάση γιατί το μυαλό σου δεν έχει ερεθίσματα. Χάνεται. Υπήρχαν μερικές φορές, όπου ενώ ακολουθείς κάποιο άλλο όχημα και προσπαθείς να ακολουθείς τα ίχνη του στο χιόνι. Κοιτάς μπροστά κι αυτές οι κοιλότητες τείνουν να βγουν προς τα έξω, έτσι είναι σα να προσπαθείς να πατάς σε δύο πλατφόρμες από πάγο. Το μυαλό σου, η λογική σου λέει πως αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει, στην πραγματικότητα τα χνάρια δεν μπορεί να αλλάζουν συνεχώς μορφή. Αυτό ήταν κάτι απρόσμενο.
Υπήρχαν άλλες στιγμές που οδηγούσαμε σε σημεία με μακρά διαστήματα με μεγάλη κλίση, σαν να υπήρχε ροή, μία να ανεβαίνουμε σε λόφο και μία να βουτάμε σε κατωφέρεια. Μπορεί να είχαμε πολύ ώρα κατηφόρα, μετά να ανηφορίζαμε και ενώ είχαμε την αίσθηση πως ακόμα είχαμε φορά προς τα πάνω, ο υψομετρητής μας έλεγε πως πλέον κινούμασταν σε επίπεδη επιφάνεια. Χάνεις πλήρως την αντίληψη των πραγμάτων σε τέτοια περιβάλλοντα. Είχαμε πάρει μία μικρή πρόγευση των δυσκολιών στην προετοιμασία που κάναμε στην Ισλανδία, όμως αυτό δεν συγκρινόταν με όσα αντιμετωπίσαμε τελικά μέρα με την ημέρα στην Ανταρκτική”.
Έχω ξεκινήσει δίαιτα, το στομάχι μου γουργουρίζει και χωρίς να το θέλω, με οδηγεί στην επόμενη ερώτηση. Τι στο καλό έτρωγαν εκεί πέρα; Delivery θα πάρει ώρα να φτάσει..
”Βράζαμε χιόνι και είχαμε μικρές μερίδες σε μικρά ασημένια πακέτα, σαν κι αυτά που έχουν οι αστροναύτες! Ρίχναμε το περιεχόμενό τους στο βραστό νερό και ήταν καλό μετά από τόσο κρύο να καταναλώνεις κάτι ζεστό πριν κοιμηθείς”, παραδέχεται ο Bergel.
Υπήρξε όμως κάποια στιγμή που να είπε ‘αρκετά’, ίσως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα’; Γνέφει καταφατικά, το βλέμμα του ταξιδεύει κοντά στο κάτω άκρο του άξονα της Γης και θυμάται: «Υπήρξε μία στιγμή. Ήμασταν νομίζω 200 χιλιόμετρα από τον Νότιο Πόλο και καθοδόν για το μεγάλο κομμάτι του ταξιδιού. Νομίζω στην έκτη μέρα της αποστολής άρα είχαμε μπροστά μας περίπου τρεις εβδομάδες. Ήταν μία μακρά και παγωμένη ημέρα, ξέραμε πως θα ακολουθούσε άλλη μία μακρά και παγωμένη ημέρα και άλλη μία μετά από αυτή κ.ο.κ. Άρχισα λοιόν να αναρωτιέμαι ‘τι κάνω εγώ εδώ’. Ευτυχώς ξεπέρασα αρκετά γρήγορα την κρίση, μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος της αποστολής, ένιωθα μεγάλη τιμή που ήμουν μέλος της. Ήταν προνόμιο για εμένα να βρίσκομαι σε εκείνο το μέρος που αποτελεί ένα απίστευτα όμορφο κομμάτι αυτού του πλανήτη. Ένα πρωτόγονο, παρθένο περιβάλλον, το πιο παγωμένο, στεγνό και παράλληλα μη κατοικήσιμο μέρος στη Γη.
Νιώθαμε μόνοι μας, αποσυνδεδεμένοι από τον κόσμο κι αυτό ήταν υπέροχο
Το να είμαστε οι μοναδικοί άνθρωποι για χιλιάδες και χιλιάδες χιλιόμετρα. Αυτό ήταν που μου έδινε ώθηση, αυτό και το γεγονός πως ο προπάππους μου είχε κάνει ένα παρόμοιο ταξίδι, προσπάθησε να φτάσει στον Πόλο χωρίς να τα καταφέρει αλλά εγώ είχα την τύχη να εκπληρώσω το στόχο του. Είχα πάρει μαζί μου το ημερολόγιό του και διάβαζα όσα είχε δει και είχε βιώσει εκεί. Πράγματα που είχα διαβάσει ως παιδί αλλά που ήταν αόριστα τότε στο μυαλό μου. Τώρα τα είχα όλα μπροστά μου. Υπήρχε μία στιγμή που κατεβαίναμε προς τον βαθύ όρμο Ross Sea και είχε γράψει για εκείνο το σημείο που άκουγε τον ήχο των παγόβουνων που καθώς πλησίαζε η καλοκαιρινή περίοδος, είχαν αρχίσει να αποκολλούνται. Όταν άκουσα αυτούς τους ήχους, ξαφνικά όλα τα λόγια του απέκτησαν ‘ζωή’”.
Ταξίδι στο χρόνο, με διαφορά ενός αιώνα. Σκεφτείτε πόσα έχουν αλλάξει από τότε. Πόσο διαφορετικές είναι οι αποστολές, πόσα ‘όπλα’ έχουν στα χέρια τους οι σημερινοί εξερευνητές. Το τονίζει και ο Bergel, με γλαφυρό μάλιστα τρόπο: ”Εμείς κάναμε ότι κάναμε έχοντας πολλές πολυτέλειες του σήμερα. Είχαμε ένα σύγχρονο όχημα, δεν βρίσκαμε το δρόμο μας με τη χρήση πυξίδας και εξάντα, εμείς είχαμε GPS. Οι δυσκολίες της δικής μας αποστολής ήταν ίσως το ένα χιλιοστό όσων είχαν να αντιμετωπίσουν εκείνοι. Στήριζαν ο ένας τον άλλο, έχοντας βρεθεί αρκετές φορές πολύ κοντά στο θάνατο. Εν συγκρίσει με το δικό τους, το δικό μας ταξίδι ήταν Business class”!
Μπορεί να θέλει να ελαφρύνει το κλίμα και να μη φανεί αλαζόνας, όμως ο Bergel και η ομάδα του πέτυχαν κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ κάποιος άλλος. Παρότι computer freak, κατάφερε να ολοκληρώσει αυτό που είχε αφήσει στη μέση ο προπάππους του. Δεν είναι λίγο… ”Υπήρξαν δύο περιπτώσεις που ένιωσα πολύ συνδεδεμένος με τον προπάππου μου. Η πρώτη ήταν όταν φτάσαμε στο Νότιο Πόλο. Ήταν κάτι που δεν κατάφερε ποτέ αλλά είχε προσπαθήσει. Κι όταν τα κατάφερα, ένιωσα αυτή την έντονη σύνδεση με το παρελθόν, κατανοώντας τι είχε πετύχει κάποτε η οικογένειά μου. Η άλλη στιγμή που ξεχωρίζω αφορούσε ένα ηφαίστειο, το μοναδικό ενεργό σε όλη την ήπειρο, που ονομάζεται Όρος Έρεβος. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχε σκαρφαλώσει εκεί και είχε κοιτάξει μέσα στον κρατήρα. Οδηγώντας σε συνθήκες ‘whiteout’ στις οποίες αναφέρθηκα νωρίτερα, ακολουθούσαμε μία εντελώς επίπεδη διαδρομή χωρίς να μπορούμε να δούμε απολύτως τίποτα. Και όταν ξαφνικά το σύννεφο έφυγε και μπροστά μας βρισκόταν το Όρος Έρεβος. Η όψη του με έκανε να νιώσω ανατριχίλα”, λέει ο Ιρλανδός.
Κι από εδώ και πέρα, τι; Ήταν άνθρωπος της τεχνολογίας και ξαφνικά έκανε τον εξερευνητή. Λίγο-πολύ όπως ο Bruce Willis που άφησε τις γεωτρήσεις για να σώσει τον πλανήτη από έναν τσαντισμένο αστεροειδή στο ‘Αρμαγεδδών’. Πήγε, είδε, γύρισε και τώρα πια, είναι κι αυτός θυμωμένος. Με όσα κάνουμε εμείς, οι άνθρωποι, καταστρέφοντας τον πλανήτη μας.
”Κόλλησα το μικρόβιο της Ανταρκτικής. Νομίζω πως όποιος πάει εκεί κάτω, αντιλαμβάνεται πως είναι ένα πολύ ξεχωριστό μέρος του πλανήτη, ένα μέρος που αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω των κλιματικών αλλαγών με πολλά κομμάτια της Ανταρκτικής σταδιακά να πέφτουν στη θάλασσα. Σκοπεύω να κάνω ότι μπορώ για να τραβήξω την προσοχή ανθρώπων και φορέων που μπορούν και πρέπει να κάνουν κάτι για αυτό”, λέει με αποφασιστικότητα.
Μόνο που σε τούτο τον κόσμο Patrick, ίσως το να διασχίσεις την Ανταρκτική να είναι ευκολότερο από το να τη σώσεις…