Πώς είναι να περνάς δυο μέρες στη χλιδή;
Ο Ηλίας Αναστασιάδης πέρασε δυο μέρες μες στην πολυτέλεια (και τη Θεσσαλονίκη) και καταγράφει όλες τις φορές που ένιωσε ότι τον κοιτάνε περίεργα.
- 22 ΔΕΚ 2015
Έχω συνηθίσει να πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη για βόλτα (αυτή ήταν η τρίτη φορά σε ενάμιση χρόνο), αλλά δεν έχω συνηθίσει τις διακοπές μου να παίζουν στην κατηγορία luxury. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα τις συνηθίσω ποτέ, αλλά αυτό δεν ενοχλεί κανέναν.
Μες στο γενικότερο ανέβα αυτής της φοράς, η μπόνους έκπληξη ήταν το μετρό της Θεσσαλονίκης ήταν η διαμονή μου για δύο βράδια στο Hotel Nikopolis, ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο 5 αστέρων (σ.σ. αυτή ήταν η μοναδική δεδομένη πληροφορία πηγαίνοντας) μόλις τρία χιλιόμετρα από το Αεροδρόμιο Μακεδονία και οκτώ από το κέντρο της πόλης. Τη διαμονή εκεί την εξασφάλισαν εξ ολοκλήρου οι άγιοι άνθρωποι του Destsetters, που είναι οι πλέον κατάλληλοι για να φροντίσουν για όλες τις λεπτομέρειες των ταξιδιών που θα θυμάσαι για πάντα.
Είχα μείνει μερικές φορές σε ξενοδοχεία τεσσάρων αστέρων, αλλά ποτέ σε πεντάστερο. Όλες αυτές τις φορές, υπήρχαν διάσπαρτες οι μικρές λεπτομέρειες που σε έκαναν να σκεφτείς τρίβοντας τα χέρια σαν ντετέκτιβ που μόλις ανακάλυψε κάτι χρήσιμο για την έρευνα, “Άαααα, να γιατί δεν είναι πεντάστερο”. Κι ας μην είχες πατήσει ποτέ σε ένα τέτοιο.
Το πρώτο μισάωρο, αυτό που ξεκαρδίζεσαι στα γέλια
Μετά από ελάχιστο περπάτημα από τον σταθμό Α.Σ. ΙΚΕΑ φτάσαμε έξω από το Nikopolis, ένα ήδη εξ όψεως πανέμορφο ξενοδοχείο που καταργεί το έθιμο του ξενοδοχείου-πολυκατοικία/ουρανοξύστης, καθώς απλώνεται σαν συγκρότημα ατέλειωτων διαδρόμων με δωμάτια στο βάθος της έκτασης. Στη μέση των τεράστιων διαδρόμων υπάρχει μια εξίσου τεράστια πισίνα και πολλά άλλα πράγματα που δεν κατάλαβα τι είναι μάλλον γιατί δεν είχα ξαναδεί.
Τα κορίτσια στη ρεσεψιόν μάς υποδέχτηκαν ευγενέστατα αντί να μας πουν κάνα δίκαιο “είστε σίγουροι ότι ήρθατε στο σωστό ξενοδοχείο;” και μας έδωσαν τις κάρτες/κλειδιά για το 216. Από τη ρεσεψιόν μέχρι το δωμάτιο, τα χαζογελάκια της αρχής κατέληξαν σε δυνατά χάχανα επειδή περπατούσαμε ήδη κάνα 3λεπτο μέχρι να βρούμε το δεύτερο ασανσέρ -αυτό που σε ανεβάζει το δεύτερο- γιατί προηγείται το πρώτο που, όπως σωστά φαντάζεσαι, σε πηγαίνει μέχρι τον πρώτο. Δεν ξέρω αν γελούσαμε με την πολυτέλεια του χώρου ή με το γεγονός ότι το ξενοδοχείο θύμιζε τον Αστακό του Λάνθιμου.
Αν το καλοσκεφτείς, τίποτα από τα δύο δεν είναι αστείο, άρα δεν υπήρχε και λόγος να γελάμε. Η πολυτέλεια μας προκαλούσε αμηχανία.
Πάρα πολύ κουλ και σαν να μην τρέχει τίποτα, φτάσαμε έξω από το 216 και κάναμε κάνα πεντάλεπτο μέχρι να καταλάβουμε πώς ανοίγει η πόρτα. Δοκιμάσαμε και τις δύο κάρτες από έναν ντροπιαστικό αριθμό φορών την καθεμία, αλλά δεν γινόταν τίποτα. Κατά λάθος, η φίλη μου έβαλε και έβγαλε πολύ γρήγορα τη μία κάρτα στην υποδοχή και κάτω από το χερούλι άναψε το πράσινο φωτάκι, που αν είχε στόμα θα έλεγε “Αν έχετε τσίπα, γυρίστε τα κλειδιά στη ρεσεψιόν και κοιμηθείτε στο δρόμο”.
Ήταν το κρεβάτι που χωρίς υπερβολές χωρούσε άλλους τέσσερις; Ήταν η τουαλέτα στην οποία, πάλι χωρίς υπερβολές, ντρεπόσουν να πατήσεις; Ήταν το μπαλκόνι; Ήταν η θέα στην πισίνα και το γήπεδο τένις; Ήταν τα κομφόρ που αν αρχίσω να απαριθμώ θα νιώσω άσχημα που δεν έκανα τίποτα για να τα αξίζω; Ήταν όλα μαζί. Σε διαβεβαιώ, ήταν όλα μαζί.
Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα (όχι αυτή τη φορά)
Τι τα θες, δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Το πρώτο πράγμα που έκανα στο δωμάτιο, μετά από ένα πλονζόν στο κρεβάτι-μαρακανά, ήταν να ανοίξω την τηλεόραση. Δεν βλέπω τηλεόραση στο σπίτι, αλλά δεν ξέρω, μπορεί να είναι το γούρι μου, με το που μπαίνω σε δωμάτιο ξενοδοχείου πιάνω αμέσως το τηλεκοντρόλ. Πάλι δεν βλέπω κάτι, αλλά θέλω να υπάρχει εκεί, ανοιχτή, έστω και στο mute. (Ο άνθρωπος είναι ακατάλληλος για πεντάστερα).
Μετά από ένα φανταστικό αφρόλουτρο με την τηλεόραση ανοιχτή (πρέπει να με πήρε ο ύπνος στο νερό, θυμάμαι μόνο να μπαίνω και να βγαίνω), πορευτήκαμε προς το κέντρο. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τη Θεσσαλονίκη λίγο πριν τα Χριστούγεννα.
Η Αριστοτέλους στολισμένη, ο κόσμος στους δρόμους, φοβερές ουρές στον Τερκενλή, φοβερές ουρές στο Ολύμπιον για το Carol, τα γνωστά υπέροχα μαγαζιά χωμένα σε στενάκια, οι απαραίτητες βόλτες στο λιμάνι, η φίλη μας η Δέσποινα σε ρόλο κορυφαίου οδηγού για όλα τα νέα κάτι της πόλης και γενικότερα όλα στη θέση τους.
Το Berlin εκεί, η Pastaflora εκεί, η Rosticceria εκεί (θα ακολουθήσει εκτενές άρθρο για τον νούμερο ένα προορισμό για μακαρόνια σιμά του Καυτανζογλείου), το Αλεξάνδρειο εκεί, ο Άρης γηπεδούχος, αλλά τη λάθος εβδομάδα (δεν μπορεί, την εικοστή φορά που θα ανέβω, θα δω ένα ματς στο Παλέ).
(μικρό σπόιλερ απ’ τη Rosticceria)
(μηδαμινό σπόιλερ από το Carol)
Μόνο η μουσική και το μπάσκετ που έχουν παιχτεί στη Θεσσαλονίκη μας πηγαίνει για πλάκα μέχρι τα 2100. Αυτό θα έφτανε και θα περίσσευε ακόμη κι αν ήταν η πιο αδιάφορη πόλη στη γη. Αλλά δεν είναι.
Πίστα: πρωινό. Εδώ δεν έχει γέλια, εδώ έχει μάχη
Το παν σε έναν χαρακτήρα είναι να μην φυλακίζεται από τις καταστάσεις. (Δικό μου, δυστυχώς κανένα σχολείο δεν θα το διδάσκει σε πενήντα χρόνια). Έτσι λοιπόν κι εμείς, μετά την απόβαση στο κέντρο, επιστρέψαμε στο Nikopolis με λάφυρο δυο μπουγάτσες με μερέντα από τον Γιάννη. “Αυτοί δεν θα χρειαστούν το after midnight room service”, θα σκέφτηκαν τα κορίτσια στη ρεσεψιόν βλέποντάς μας να περνάμε like two bosses με τις νάιλον σακούλες του Γιάννη από μπροστά τους.
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση του Nikopolis μετά το πρώτο σοκ του έμπα στο δωμάτιο ήταν το πρωινό. Μετά τον γλυκό ύπνο στο κρεβάτι-υπερωκεάνιο, κατεβήκαμε για πρωινό στο Da Vinci Restaurant. Η πρώτη αντίδραση ήταν “έλα, μας κοροϊδεύουν, πάμε να φύγουμε”. Η δεύτερη αντίδραση ήταν “κάτσε πού πας, μόνο παϊδάκια δεν έχουν βγάλει”.
(ντεμέκ υγιεινή διατροφή-καμουφλάζ)
Ο μπουφές του πρωινού στο Da Vinci Restaurant είχε τόσες επιλογές που για μια στιγμή ένιωσα σαν τον Βασίλη Δανιήλ που είχε αποσυντονιστεί από την αποβολή του Ντάισλερ σε ένα Ελλάδα-Γερμανία 2-4, το 2001. Οι επιλογές ήταν τόσες πολλές που δεν ήξερα τι να διαλέξω, κι έτσι η πρώτη μου απόπειρα για πρωινό είχε 4-5 φέτες μπέικον, λίγο ψωμί, δυο τηγανίτες και μια γεμάτη κουταλιά μερέντα. Βράδυ-πρωί μερέντα, αυτά σου κάνει η Θεσσαλονίκη.
Στο πρωινό της επόμενης μέρας, σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων και γεμίσαμε δύο φορές τα πιάτα μας με απίθανα πράγματα. Τόσο απίθανα που ορισμένα απ’ αυτά δεν θυμάμαι πώς λέγονται. Αν το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα, το πρωινό στο Nikopolis είναι το γεύμα με το οποίο μπορείς να βγάλεις μια ολόκληρη μέρα.
Πίστα: μασάζ. Εδώ έχει αμηχανία, και μετά δάκρυα χαλάρωσης
Πριν επιχειρήσουμε τη δεύτερη εξόρμηση στο κέντρο, εξόρμηση που έφερε το μέγιστο win που λέγεται Rosticceria, τερματίσαμε τις ανέσεις στο Nikopolis, κάνοντας ένα μασάζ στο Aqua Club & Spa του ξενοδοχείου. Προφανώς και μιλάμε για αμήχανη στιγμή-διαμάντι για την οποία μπορώ να αφιερώσω χίλιες λέξεις γράφοντας με το ένα χέρι, αλλά θα σταθώ στα βασικά.
Άμαθος και άσχετος από μασάζ, ομολογώ ότι το τελευταίο μισάωρο πριν κατέβω στις καμπίνες του τελετουργικού, ήμουν στο όριο να ακυρώσω. Κάποιος ή κάτι με φώτισε και δεν έκανα τη μεγαλύτερη βλακεία της ζωής μου (μέχρι την επόμενη).
Είμαι πράγματι επιρρεπής στο να μπλέκω σε δομικά άβολες καταστάσεις, άρα η σκέψη ότι θα πρέπει να συναναστραφώ με ένα μασέρ ανεξαρτήτως φύλου, μου δημιουργούσε κάποιο άγχος. Τι θα λέγαμε; Τι είχαμε να πούμε; Για καλή μου τύχη, δεν ακύρωσα, κατέβηκα στην καμπίνα και η Λίνα, η μασέζ μου για εκείνο το πρωί (ΤΙ ΖΟΥΜΕ) με έβαλε στην καμπίνα, μου έδωσε οδηγίες και βγήκε για δύο λεπτά μέχρι να τις εκτελέσω. Με περίσσιο στιλ, έχωσα το κεφάλι μου σε αυτήν την τρύπα στην πάνω άκρη του κρεβατιού, σκεπάστηκα με την πετσέτα και περίμενα. Τι υπέροχο. Ούτε small talk, ούτε άβολες ευγένειες. Η Λίνα μπήκε, ασχολήθηκε με την πλάτη μου για μισή ώρα και αποχώρησε για να ετοιμαστώ και να βγω έξω. Όσο έκανε τη δουλειά της, σκεφτόμουν “Άααα, κάπως έτσι είναι όταν κερδίζεις σε τηλεπαιχνίδια δυο βράδια σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων”. Με τη διαφορά ότι δεν είχα κερδίσει σε τηλεπαιχνίδι. Ας μείνουμε στο ότι ξέρω τους σωστούς ανθρώπους.
Όσο για το μασάζ, προφανώς ήθελα να μου κάνουν άλλα δέκα μισάωρα στα καπάκια. Τι είμαι; Κανένας που δεν ξέρει από περιποίηση και luxury διακοπές; Καλού κακού, εξασφάλισα ότι δεν θα βρεθώ πάλι με καμιά νάιλον σακούλα στα χέρια στο check-out απ’ το Nikopolis. Πεντάστερο στιλ όλο το 24ωρο.