ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ

Ράλι Ακρόπολις: Το Ράλι Των Θεών

Ο εθνικός μας αγώνας αρχίζει και το ONEMAN μπαίνει πίσω από το τιμόνι, με συνοδηγούς ανθρώπους-κλειδιά για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του! Διαβάστε αυτό το κείμενο και ετοιμάστε μπογαλάκια να ανέβουμε στο βουνό!

Τι είναι το Ράλι Ακρόπολις; Ερώτηση που φαντάζει απλή αλλά στο μυαλό κάθε ρομαντικού λάτρη των ράλι, έχει πολυδιάστατη, διόλου απλοϊκή και συνήθως γεμάτη συναίσθημα απάντηση. Είναι μία ερώτηση την όποια σε όποιον κι αν την κάνεις, δεν πρόκειται να σου απαντήσει με τη μία. Το βλέμμα ταξιδεύει σε αναμνήσεις, σε στιγμές, σε συγκινήσεις. Άσχετα αν είναι θεατής, αγωνιζόμενος ή διοργανωτής. Με κεντρικό λοιπόν άξονα αυτό το ερώτημα, θα ξετυλίξουμε το κουβάρι μίας ιστορίας που ξεκίνησε πριν από μισό και βάλε αιώνα.

Κάθε που γράφω για τόσο σημαντικούς θεσμούς ή που καταπιάνομαι με προσωπικότητες που είναι next level, ασυναίσθητα μπερδεύω λίγο το ρόλο του συντάκτη με εκείνον του αναγνώστη. Ξεκινάω να γράψω μία ιστορία αλλά όπως θα δείτε παρακάτω, καταλήγω να ακούω ιστορίες. Με τα μάτια γουρλωμένα, τα αυτιά ανοιχτά, τα χέρια να στηρίζονται στα γόνατα και να κρατούν κόντρα το σαγόνι. Σαν μικρό παιδί. Όπως τότε που (πολύ) πιτσιρικάς ακόμα, αρχές της δεκαετίες του ’80, απέκτησα κάποιες αναμνήσεις-φλασιές. Εικόνες διάσπαρτες, χωρίς σειρά, χωρίς script, από τα αγωνιστικά που βγαίναμε να δούμε να περνούν από τη Λεωφόρο Καβάλας. Ανεβαίναμε τα σκαλάκια λίγο μετά από εκεί που τώρα πουλάνε τηλεοράσεις με το τσουβάλι, λίγο πέρα από τη γωνία με τη Θηβών και είναι κάπου βαθιά στο μνήμη μου χαραγμένες τέτοιες ‘στιγμές’, με τα αγωνιστικά θηρία εκείνης της εποχής φορτωμένα με έξτρα προβολείς στη μούρη, να κατευθύνονται προς το τότε κέντρο του αγώνα, προς ειδικές, δεν θυμάμαι. Κανονικά τότε έπρεπε να παίζω με αυτοκινητάκια στο δωμάτιό μου και μόνο. Όχι να περιμένω τον βρυχηθμό αυτών των απόκοσμων αγγέλων που περνούσαν καθ’ οδόν για το πεδίο μάχης των επόμενων ημερών.

Μετά από πολλά χρόνια, πέρυσι είχαμε πάλι νυχτερινή ειδική διαδρομή

Να ήταν δημιούργημα της φαντασίας ενός μικρού παιδιού, δεν το νομίζω. Τόσο χαρακτηριστικά όνειρα που μπολιάζουν το είναι σου επί δεκαετίες, δεν καρφώνονται στα βάθη του μυαλού σου από μόνα τους. Άσε που όπως στις ταινίες, όσο περνούσαν τα χρόνια, κάτι με τραβούσε ξανά και ξανά εκεί. Αρχικά ως θεατή, πιτσιρικά, στη συνέχεια κάνοντας τα πρώτα μου βήματα σε αυτό που λένε δημοσιογραφία, για να φτάσουμε στο 2013 όπου είχα τη μεγάλη τιμή να παρουσιάσω μαζί με τον συνάδελφο Τάκη Πουρναράκη την Τελετή Εκκίνησης στο Ζάππειο και Τερματισμού στο Λουτράκι. Διαδρομή μεγάλη σαν ‘ειδική’, από εκείνες που χαρακτηρίζουν τον εθνικό μας αγώνα. Τι είναι λοιπόν το Ράλι Ακρόπολις;

«Είναι ένα ράλι θρύλος, πραγματικά ιστορικό, στο οποίο έχουν γραφτεί πολλές ιστορίες. Με θετική αλλά και αρνητική έκβαση. Όλοι όσοι έχουν αγωνιστεί στο Ράλι Ακρόπολις έχουν έντονες αναμνήσεις», μου είχε πει μετά από εκείνον τον αγώνα ο νικητής 15 ράλι του WRC, Mikko Hirvonen. Ένα ράλι που για να δανειστώ τα λόγια ενός ακόμα Σκανδιναβού, αυτή τη φορά του Mads Ostberg: «είναι ξεχωριστό, πολύ σκληρό, με πολλή σκόνη. Σε άλλα ράλι το σχέδιο είναι απλό: πάτα γκάζι και πήγαινε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Στο Ράλι Ακρόπολις δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Πρέπει να σκέφτεσαι το αυτοκίνητο, να σκέφτεσαι τα ελαστικά».

Να σκέφτεσαι πως θα επιβιώσεις. Όχι μόνο ως αγωνιζόμενος. Να σας μεταφέρω λίγο στην αντίπερα όχθη.

Στα βουνά!

Να ελπίζεις πως το φορτωμένο με την παρέα σου, ταπεινό 206 με ξεψυχισμένο κινητήρα 1.1lt θα μπορέσει να σκαρφαλώσει στην ατελείωτη ανηφόρα της ειδικής διαδρομής πριν περάσουν τα αγωνιστικά. Να δίνεις λάθος οδηγίες στον αδερφό σου και την παρέα του και να περπατούν 10 χιλιόμετρα για να έρθουν να σε βρουν να λιάζεσαι.

Να τεστάρεις την αγαπημένη σου βάζοντάς τη να σκαρφαλώσει πλαγιά, να φοράει μάσκα για το πέπλο χώματος που χώνεται και στα μαλλιά της, να κρύβεται πίσω από κορμούς όταν πέφτουν βροχή οι πέτρες, μέχρι να αντιληφθείς πως πρέπει πάση θυσία να την παντρευτείς.

Αν με ρωτήσεις λοιπόν, τι είναι για μένα το Ακρόπολις, θα κομπιάσω και με το βλέμμα απλανές θα σου πω τα παραπάνω. Σκέφτηκα όμως πως αντί για την ανάλυση εγχειριδίου για το πώς να χάσεις αυτοκίνητο, φίλους και κοπέλα μέσα σε 2 ημέρες, θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον να στραφώ σε ανθρώπους που έχουν συνδέσει το όνομά τους με το Ράλι Ακρόπολις. Οδηγός και συνοδηγός, με διαφορετικές πορείες αλλά που μοιράζονται την ίδια αγάπη για τον αγώνα μας και τον απεριόριστο σεβασμό μου: Στράτης Χατζηπαναγιώτου a.k.a. ‘Στρατισσίνο’ και Κώστας Στεφανής. Αν μοιραζόμουν όλα όσα είπαμε, θα διαβάζατε μέχρι και μετά το τέλος του φετινού αγώνα. Πολύ δύσκολο να χωρέσω όσα έμαθα, σε ένα κείμενο.

 

Ο ΟΔΗΓΟΣ

Κόβουμε δρόμο λοιπόν και πάμε απευθείας στην ‘πρώτη ειδική’ με τον Στράτη στο τιμόνι: «Το Ράλι Ακρόπολις είναι κάτι που ξεπερνάει την έννοια του αγώνα, δεν είναι απλά ένα ράλι. Ούτε καν ένα ακόμα ράλι του παγκοσμίου πρωταθλήματος ή του ευρωπαϊκού στο οποίο προσμετράει φέτος. Για εμάς Ράλι Ακρόπολις είναι μηχανοκίνητος αθλητισμός και όχι μόνο! Μία εκδήλωση που πιτσιρικάς ακόμα, όταν πήγαινα σχολείο, ψάχναμε να βρούμε προσκλήσεις να πάμε στην εκκίνηση. Σαν αγωνιζόμενος, ήταν ένα όνειρο η συμμετοχή σε αυτό. Τρέχαμε σε αναβάσεις, σε κάποια ασφάλτινα ράλι αλλά το χώμα ήταν πάντα ένα όνειρο. Και το Ράλι Ακρόπολις, ξεπερνούσε και αυτό! Όταν έτρεχαν κάποιοι φίλοι, σπεύδαμε στο σέρβις να τους υποστηρίξουμε και να νιώθουμε πως συμμετέχουμε με το δικό μας τρόπο. Θυμάμαι όταν ξεκίνησα να γράφω στους 4 Τροχούς, αναρωτιόμουν αν θα είχα ποτέ την ευκαιρία να γράψω για το Ράλι Ακρόπολις. Ήμουν ήδη 25 χρονών τότε και αναρωτιόμουν αν θα με εμπιστευτούν να γράψω για τον αγώνα. Κάπου εκεί ήρθε και η ευκαιρία να λάβω και μέρος σε αυτόν, συνοδηγός του φίλου μου Λάκη Μακράκη, με ένα Ford Escort. Είχαμε πάει με σκοπό να το οδηγήσουμε μισό-μισό αλλά οδηγούσε τόσο ωραία που τον άφησα να συνεχίσει. Εγκαταλείψαμε από μία ατυχία. Το 1983 βρέθηκα για πρώτη φορά στο γραφείο Τύπου του αγώνα, εξωτερικός συνεργάτης, να μαζεύω δηλώσεις στο τέλος των ειδικών. Επειδή ήξερα καλά τους ελληνικούς αγώνες μου είχαν αναθέσει τον Ιαβέρη, τον Μοσχού.

 

Την επόμενη χρονιά, το 1984, πήγα στη Nissan και είχα την ευκαιρία να τρέξω το πρώτο μου ουσιαστικά Ακρόπολις και μάλιστα με εργοστασιακό αυτοκίνητο. Είχα συνοδηγό μου τον Κώστα Φερτάκη, ήταν ο Νο1 συνοδηγός εκείνη την εποχή. Πολύπειρος, ήξερε να σε καθοδηγήσει σωστά. Από τότε έτρεξα σερί μέχρι το 1999 και μετά, με ένα Subaru, συμμετείχα στο επετειακό, 50ο Ακρόπολις, το 2003». Στο ενδιάμεσο ανέλαβε τις τύχες του Γραφείου Τύπου του αγώνα, παραδίδοντας στην πορεία τα κλειδιά στον καλό συνάδελφο Άκη Τεμπερίδη και στη συνέχεια στην Ελένη Ξενάκη που έχει την ευθύνη μέχρι και σήμερα. Αλλά στο μυαλό της Ελένης θα μπούμε πιο μετά. Ακούω με προσοχή τον ‘Στρατισσίνο’ να πηγαινοέρχεται στο χρόνο. Να μου εξυμνεί την επί σειρά ετών αλυτάρχη του αγώνα Αννίτα Πασσαλή, όσους πάλεψαν για να μείνει ζωντανό το Ράλι Ακρόπολις μετά την ‘έξοδο’ μας από το WRC και φυσικά το κοινό: «Στο Ακρόπολις δείχνουμε και ως χώρα, ως Έλληνες, τι μπορούμε να φτιάξουμε. Ο κριτής θα δώσει τον καλύτερό του εαυτό, ο αγωνιζόμενος θα δώσει τον καλύτερό του εαυτό, ο θεατής το ίδιο. Και η παρουσία του θεατή είναι πολύ σημαντική. Και εκεί δεν είναι όπως στις αναβάσεις όπου οι θεατές χωρίζουν στρατόπεδα ανάλογα ποιος φίλος τους τρέχει. Στο Ακρόπολις είναι υπερκομματική η κερκίδα, απλά απαιτητική, θέλει θέαμα».

Θέαμα να φάνε και οι κότες! Σαββατοκύριακο στο βουνό, με δώδεκα ειδικές διαδρομές, στο πλαίσιο του τρίτου γύρου του ERC, του ευρωπαϊκού δηλαδή πρωταθλήματος. Ναι, δεν είναι WRC αλλά η παρακάτω τοποθέτηση του Στράτη Χατζηπαναγιώτου νομίζω τα λέει όλα: «Ομολογώ πως αρχικά ήμουν υπέρ της άποψης WRC ή τίποτα αλλά βλέποντας πως ο κόσμος αντιμετώπισε τον περυσινό αγώνα, αντιλήφθηκα πως για το κοινό αυτό είναι απλά μία λεπτομέρεια. Έχουμε λοιπόν αγώνα που εντάσσεται στο ERC, τον τιμούμε, τον αγαπάμε, τον στηρίζουμε και έτσι δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για να διεκδικήσουμε την επιστροφή στο παγκόσμιο πρωτάθλημα. Έχουμε Έλληνες οδηγούς που θα λάβουν μέρος και θα πρωταγωνιστήσουν.

 

Όχι μόνο ο Λάμπρος Αθανασούλας που εύλογα θεωρείται πως έχει ελπίδες να διεκδικήσει ακόμα και τη νίκη αλλά και πολλές άλλες ικανές συμμετοχές. Οφείλουμε, να τους υποστηρίξουμε γιατί κακά τα ψέματα, διαχρονικά, οι Έλληνες είναι αυτοί που στηρίζουν τον αγώνα. Οι αγωνιζόμενοι που ήταν πάντα η πολύ μεγάλη βάση και φυσικά οι θεατές. Αυτοί έκαναν τον αγώνα μεγάλο, να ξεφεύγει από τις διαστάσεις ενός αγώνα αυτοκινήτων. Να είναι κάτι παραπάνω στη ψυχή μας, στην καρδιά μας, στην κοινωνία μας. Αν ο κόσμος ξενέρωσε όταν ο αγώνας πήγε στο Λουτράκι, ήταν επειδή κατά τη γνώμη μου δεν την αξιολόγησε σωστά. Πήγε εκεί για να σωθεί. Ο κόσμος ξενέρωσε γιατί του χάλασε αν θες η εκδρομή! Να πάρει άδεια, να πάει στο βουνό, να την κοπανήσει από τη δουλειά, τη γυναίκα του, από οπουδήποτε. Αυτό λοιπόν χάλασε. Όμως όταν αισθανθήκαμε πως κινδυνεύουμε να χάσουμε τον αγώνα, τα τελευταία δηλαδή χρόνια, ο κόσμος ήταν συνεπής. Ακόμα και πέρυσι, κανένας δεν σκεφτόταν ότι ο αγώνας είναι στο ευρωπαϊκό. Απλά ο θεατής δεν ήθελε να απογοητευτεί από τους πρωταγωνιστές του ERC. Δεν είναι η εποχή του Ari Vatanen, τουTimo Salonen και του Hannu Mikkola. Τώρα είναι τέσσερις οδηγοί πάνε αεροπορία – το ίδιο και στο παγκόσμιο. Πέρυσι νομίζω πως ο αγώνας είχε θέαμα, είχε και συναγωνισμό κι αυτό είναι που θέλει ο θεατής. Γιατί εκτός από χρόνο, χαλάει και χρήματα για να πάει στο βουνό. Θέλει λοιπόν θέαμα, σωστές συνθήκες για να μην ταλαιπωρηθεί, να ξέρει που θα παρκάρει και που θα στηθεί να δει τα αγωνιστικά. Θεωρώ πως ο κόσμος θα ικανοποιηθεί και θα ονειρεύεται το επόμενο! Έτσι ήταν πάντα το Ακρόπολις. Ακόμα και ως αγωνιζόμενοι, με το που τερματίζαμε, σκεφτόμασταν την επόμενη χρονιά. Φέτος ήμουν 11ος, του χρόνου να είμαι λίγο ψηλότερα. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια και δεν ήξερα αν θα τρέξω στο επόμενο, γιατί μεγάλωνα, γιατί, γιατί, γιατί… αν έχεις μία ατυχία νιώθεις διπλά άσχημα. Εγκατέλειψα και το 1998 και το 1999 και δεν ήξερα αν θα τρέξω ξανά. Αυτό ξέρεις, βραχυκυκλώνει τα συναισθήματα».

 

Χρόνια πολλά στα μπάκετ, αναρωτιέμαι ποια συμμετοχή στο Ακρόπολις του έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό. Δεν ξεχωρίζει κάποια: «Τα θυμάμαι όλα ένα κι ένα. Και αυτά που είχα ατυχία, κι αυτά που κέρδισα. Και τη διεθνή μου νίκη στο Γκρουπ Ν το 1991, πως έχασα το 1992, θυμάμαι πως με το Micra ήμουν μπροστά από επαγγελματία οδηγό με το ίδιο αυτοκίνητο, τόσα πολλά. Όμως πάντα, το σημαντικότερο ήταν το τι κάνεις σε σχέση με τους ξένους. Αυτό μου το δίδαξε ο Ιαβέρης. Μπορεί να μην τον δικαίωσα απόλυτα γιατί όντας οδηγός εργοστασιακής ομάδας, πολλές φορές προσαρμόστηκα στο ρυθμό που απαιτούνταν για να πετύχω τον στόχο της ομάδας. Γιατί ζητούμενο πάντα είναι να κάνεις αυτό που σου ζητάει η ομάδα και γι’ αυτό έμεινα 13 χρόνια στη Nissan και άλλα 5 στη Seat. Όλα τα Ακρόπολις που έτρεξα λοιπόν, είναι μέσα στην καρδιά μου. Όμως αυτά στα οποία κατάφερα να ανταγωνιστώ οδηγούς με μεγάλο παλμαρέ και αυτοκίνητο αντίστοιχο με το δικό μου, είναι αυτά που μου έχουν μείνει και μου δίνουν το δικαίωμα να κοιτάζω άλλους οδηγούς στα μάτια και να λέω ‘ναι, ήμουν κι εγώ ανταγωνιστικός’».

 

Αν κάτι χαρακτηρίζει το Ακρόπολις, είναι η σκληρή του φύση. Τόσο στη μορφολογία των δρόμων όσο και στις συνέπειες αυτών. Ποια ήταν λοιπόν η πιο δύσκολη στιγμή για τον Στρατισσίνο;

«Το 1999 με το Seat Ibiza Kit Car, που ήμασταν μία η άλλη με τους Kenneth Ericsson και Alistair McRae με τα εργοστασιακά Hyundai, μοιραζόμασταν ειδικές. Εκεί είχα χάσει το μέτρο, ήμουν σε κατάσταση παροξυσμού, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε ποτέ. Είχα παρασύρει και τη συνοδηγό μου στον ίδιο ρυθμό.

Είχαμε μία ατυχία στην Κινέτα, για κάποια χιλιοστά πετύχαμε ένα βράχο και το αυτοκίνητο πληγώθηκε. Εκεί η λογική του rally man είναι να αμυνθεί, να επιβιώσει, να φτάσει στο service.

Εγώ εκείνη την ώρα δεν καταλάβαινα πολλά. Νόμιζα πως με το πληγωμένο αυτοκίνητο, μπορούσα να συνεχίσω να πιέζω για να μη χάσω πολύ χρόνο. Αντίθετα, το έχασα και ομολογώ πως πέρασε πολύς καιρός που πεταγόμουν στον ύπνο μου τα βράδια.

Συνήθως, τα πρώτα χρόνια είσαι αμυντικός γιατί ξέρεις πως πρέπει να τερματίσεις. Σου έχουν κάνει και χιλιάδες ενέσεις στο μυαλό, πως το αυτοκίνητο θα βγάλει την κούραση αργότερα, πως πρέπει να προστατέψεις τα μέταλλα, λόγια που σε κάνουν πολύ επιφυλακτικό. Όταν έχεις καταξιωθεί, πιστεύουν σε εσένα και ξέρεις πως αν προκύψει μία ατυχία, δεν θα την κουβαλάς στην υπόλοιπη ζωή σου, είσαι απελευθερωμένος. Παρά τους δύσκολους δρόμους, παρά τον κόσμο που σε φορτίζει απίστευτα –κι εκείνη την εποχή ερχόταν πολύς κόσμος-, πρέπει να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό. Κλείνεις την πόρτα και είσαι εσύ, ο συνοδηγός σου και το αυτοκίνητο. Προσπαθείς να πας στο 110% και να πετύχεις τις προσωπικές και ομαδικές φιλοδοξίες. Να ξέρεις πως μπορεί η ομάδα πάντα να λέει πως στόχος είναι ο τερματισμός αλλά η χαρά που δίνεις στον ιδιοκτήτη της, στον επικεφαλής αλλά και στους μηχανικούς, όντας ανταγωνιστικός έναντι των ξένων που έχουν έρθει με τα ίδια αυτοκίνητα, είναι απίστευτη. Είναι όλοι τρισευτυχισμένοι κι ας το παίζουν ψύχραιμοι. Και αντίστοιχα, όταν χάνεις, η ψυχούλα τους το ξέρει. Πρέπει λοιπόν να τα δουλέψεις όλα καλά στο μυαλό σου και να βρεις τη χρυσή τομή».

 

Χαρακτηριστική στιγμή του ενεργού ρόλου των θεατών

Αν είστε της δικής μου γενιάς και πίσω, θα θυμάστε εικόνες με τον κόσμο να κατακλύζει τις ειδικές. Πολύ πριν τραγουδήσει για το Euro, προτού ακόμα ο Νίκος Γκάλης σταθεί γίγαντας μπροστά στον Τσατσένκο, υπήρχαν οι τοπικοί ήρωες του βολάν που μία φορά το χρόνο τα έβαζαν με τα μεγαθήρια. Και το κοινό παραληρούσε: «Τα πρώτα χρόνια, δεν σου κρύβω πως μέχρι να βγούμε από τις ειδικές τις Αττικής, το πόδι δεν μπορούσε να πατήσει το αμπραγιάζ. Έτρεμε. Από την αγωνία. Φορτιζόσουν πάρα πολύ και ήθελες να τελειώσουν, να βγεις σε ειδικές με λιγότερο κόσμο για να οδηγήσεις χωρίς πίεση. Είναι όμως απίστευτο, είχαμε κόσμο στις απλές διαδρομές, άλλοι πετούσαν ροδοπέταλα, όλοι χειροκροτούσαν, νιώθεις παράξενα. Όλα αυτά είναι μία πίεση που ανάλογα πως θα τη διαχειριστείς, θεωρώ πως ο καθένας βγάζει το μέταλλό του».

Μέταλλο λοιπόν ε; Για να δούμε, λυγίζει το μέταλλο με θύμισες του παρελθόντος; Ρωτάω για μία ιστορία ανείπωτη, δεν μου αρνείται: «Ήταν ένα Ακρόπολις πολύ δύσκολο, το 1993. Με έντονο συναγωνισμό, τόσο από ξένους όσο και από Έλληνες οδηγούς. Είχαμε ένα πολύ καλό αυτοκίνητο. Πάντα πριν τον αγώνα, πήγαινα στην ομάδα μου, στο συνεργείο. Για γούρι, να τους χαιρετήσω όλους, συνολικά 110 άτομα έβγαιναν στο δρόμο, σαράντα αυτοκίνητα! Εκείνη τη χρονιά έτρεχα και μόνος μου, δεν είχε άλλο αυτοκίνητο η ομάδα. Μου λέει τότε ο μάνατζερ, ο Νίκος Κελεσάκος:

‘Ετοιμο το αυτοκίνητο, μια χαρά θα τα πας, ευκολάκι’!

‘Θα δούμε’, απαντάω. ‘Μη ξεχνάς και τα ηλεκτρονικά. Έχουν γεμίσει τα αυτοκίνητα ηλεκτρονικά, δεν ξέρεις τι θα γίνει’.

 Ήταν προληπτικός και άρχισε να μου φωνάζει, ‘φάε τη γλώσσα σου’, ‘χτύπα ξύλο’ κτλ. Την άλλη μέρα λοιπόν, ξεκινάμε με καλό χρόνο στην πρώτη ειδική και στη δεύτερη μένουμε. Περνάει ένα τέταρτο κι ενώ είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τα μπουφάν μας, να φύγουμε, να σου το αυτοκίνητο, παίρνει πάλι μπροστά. Πάμε στο σέρβις αλλά ουσιαστικά ήταν σα να έχουμε εγκαταλείψει. Δεν ήθελα να πάμε πουθενά. Είχαμε χάσει 13 λεπτά μέσα στην ειδική και είχαμε φάει και καπέλο μισή ώρα για τις καθυστερήσεις. Έλεγα θα βγούμε τελευταίοι, θα γελάει ο κόσμος μαζί μας. Είχα απογοητευτεί. Και έρχεται τότε ο Τάκης Θεοχαράκης, με παίρνει αγκαλιά και μου λέει ‘ψηλά το κεφάλι, είμαστε οι καλύτεροι, θα τα καταφέρουμε’…».

 

Τελικά τερμάτισαν 19οι στους 46 που έφτασαν στο τέρμα. Τα γράφω εγώ γιατί το μέταλλο λύγισε, δεν μου τα είπε. Κάνουμε παύση και για να ελαφρύνω το κλίμα πάω στον Λάμπρο Αθανασσούλα. Τον έχουμε φιλοξενήσει κι εδώ στις σελίδες του ONEMAN, έναν οδηγό που αναδείχθηκε μέσω του θεσμού ‘Γίνε Πρωταθλητής’ που διοργάνωναν οι 4Τροχοί. ‘Παιδί’ λοιπόν ουσιαστικά του Στράτη και εύλογα στάζει μέλι για εκείνον: «Υπάρχουν πολλοί οδηγοί που θα μπορούσαν να έχουν κάνει περισσότερα πράγματα αν ήταν σε άλλη χώρα. Δεν είναι μόνο ο Λάμπρος. Αλλά αυτός έχει ένα ατού: την αγωγή του. Πέρα από το ταλέντο του, η αγωγή αυτή, το πώς διαχειρίζεται τις καταστάσεις, τον κάνει ξεχωριστό. Θα μπορούσε να είναι επαγγελματίας. Στο ίδιο στιλ είναι ο Ιαβέρης Jr, ο Κωνσταντίνοςμ που κι αυτός, είναι ταχύτατος αλλά δουλεύει πολύ και το μυαλό του. Έτσι ήταν από τη δική μου εποχή ο Παύλος Μοσχούτης, ο Μοσχούς, ο μπαμπάς Ιαβέρης. Και μεταγενέστερα, προσωπικά μου άρεσε πολύ ο Άρης Βωβός. Large σαν οδηγός, ενθουσίαζε τον θεατή. Και φυσικά παραδέχομαι και σέβομαι τον Τζίγγερ».

 

Ο ΣΥΝΟΔΗΓΟΣ

Ιδανική ασίστ για να περάσω στον επόμενο «θρύλο» στα δικά μου και όχι μάτια. Τον τότε συνοδηγό του Τζίγγερ, Κώστα Στεφανή. Εκφραστικός, ταξιδεύει στα μονοπάτια των πλούσιων αναμνήσεων και τις φέρνει σαν ολογράμματα μπροστά σου με την περιγραφή του. Με τις κινήσεις των χεριών του, τις αυξομειώσεις της φωνής. Μας αφιέρωσε κι αυτός πολύτιμο χρόνο εν μέσω γυρισμάτων για το Traction. Πάμε λοιπόν, ‘ειδική διαδρομή’ Νο2!

«Τι είναι για μένα το Ράλι Ακρόπολις;», αναρωτιέται και γελάει αμήχανα. «Τα δύο τρίτα της ζωής μου είναι! Έτρεξα για πρώτη φορά σε Ράλι Ακρόπολις το 1975, έκανα μαζεμένα περισσότερα από είκοσι και συνολικά έχω φτάσει τα 28! Μέσα από αυτές τις συμμετοχές, γνώρισα μία Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Τόσο από πλευράς περιβάλλοντος και φυσικής ομορφιάς, όσο κι από πλευράς ανάπτυξης των ιστών των πόλεων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν ειδικές διαδρομές. Πάντα το Ακρόπολις τεκμηρίωνε την έννοια της λέξεως ‘ράλι’. Αν ψάξεις στο λεξικό, αυτή η λέξη σημαίνει ‘διασχίζω’. Το ακρόπολις μέχρι τα τέλη του ’90 ήταν πραγματική περιπέτεια. Και μάλιστα, θυμάμαι χαρακτηριστικά, πως ήταν όνειρο και στόχος των κατασκευαστών και των οδηγών να κερδίσουν εδώ και το Ράλι Σαφάρι. Ήταν οι δύο αγώνες που έδειχναν πως τα αυτοκίνητά τους μπορούσαν να αντέχουν στην κακή χρήση. Πως ήταν καλά, ποιοτικά αυτοκίνητα. Σήμερα παιδιά πάνε πάρα πολύ γρήγορα. Πάρα πολύ γρήγορα. Όμως δεν είναι πια Ράλι Ακρόπολις. Πάνε flat out στο Μόντε Κάρλο, flat out στη Φινλανδία, flat out στην Πολωνία, ενώ τότε ξέραμε πως κάθε αγώνας είχε τη δική του ιδιαιτερότητα. Το Μόντε Κάρλο των καιρικών συνθηκών, οι Χίλιες Λίμνες της μεγάλης ταχύτητας και των αλμάτων, το Ακρόπολις ήταν το σπαστήρι. Άρα ο οδηγός έπρεπε να έχει εμπειρία από το Ακρόπολις. Τα σαλομοποιεί (σημ: πεθαίνω για τέτοιες περιγραφές) και να πηγαίνει flat out στις Καρούτες αλλά να προσέχει στη Ξηρονομή. Αυτά δεν υπάρχουν πια. Είναι με το πόδι στο πάτωμα (κάνει και χαρακτηριστική κίνηση) και είτε θα φύγει από κάτω, είτε θα τερματίσει».

 

Είναι ξεκάθαρο πως τον πονάει το πώς έχουν εξελιχθεί οι αγώνες, το πόσο έχουν αλλάξει τα ράλι. Μιλάμε για την ελπίδα μας να γεμίσουν τα βουνά αυτό το Σαββατοκύριακο και μου λέει κάτι παρόμοιο με αυτό που είπε και ο Στρατισσίνο. Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη λένε…

«Ήδη οι αγώνες έχουν δεχθεί γερό πλήγμα. Τα νέα παιδιά δεν έχουν το ερέθισμα που είχαμε εμείς. Θυμάμαι τον εαυτό μου… τερματίζαμε το Ακρόπολις και την επόμενη ημέρα έλεγα στον εαυτό μου: ‘φεύγει ο Alen, o Auriol…’. Θα έκανα ένα χρόνο να τους ξαναδώ αν δεν έκανα κάποιο αγώνα στο εξωτερικό. Μέτραγα τις μέρες. Αλλά πιο πιτσιρικάς, περίμενα πως και πως το Ακρόπολις να πάμε να δούμε γκάζι. Σήμερα τα παιδιά ασχολούνται με ηλεκτρονικά παιχνίδια, με άλλα πράγματα. Τους είναι λίγο άγνωστοι οι αγώνες».

O Markku Alen εν δράσει στο Ράλι Ακρόπολις του 1982

Κι αν νομίζεις πως εσύ ξέρεις τα ράλι, αρκεί να κάτσεις μερικά λεπτά δίπλα σε έναν Στεφανή για να καταλάβεις πως δεν ξέρεις την τύφλα σου! Ρωτάω για μνήμες και ξεδιπλώνονται ιστορίες που με ανατριχιάζουν. Από τα 28 Ακρόπολις, άραγε έχει κάποιο ξεχωριστή θέση στην καρδιά του;

«Κανονικά θα έπρεπε να ήταν αυτό του 1995, όταν κερδίσαμε το Ακρόπολις, αν και δεν υπήρχαν παρά μόνο δύο συμμετοχές ‘παγκόσμιων’ εκείνη τη χρονιά και αμφότερες εγκατέλειψαν. Όμως για να σου μείνει στη μνήμη ένας αγώνας, πρέπει να είναι όλα ιδανικά. Δεν θα διάλεγα εκείνο το Ακρόπολις αν και ήταν η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσα ποτέ να έχω.

Το να κερδίσεις το Ακρόπολις, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, αντιστοιχεί με έναν κλάδο ελιάς, από εκείνους που έπαιρναν κάποτε οι Ολυμπιονίκες.

Κάπως έτσι έχω το Ακρόπολις στο μυαλό μου. Όμως έχω άλλες συμμετοχές μου σε αυτό, πιο αγαπημένες. Ακρόπολις που τα γλέντησα πολύ. Πολλά στιγμιότυπα, πάρα πολλά. Τις τούμπες με τον Ιαβέρη, τον σπασμένο στρόφαλο από το Quattro με τον Τζίγγερ το ’86, όπου μέσα σε μιάμιση μέρα είχα χάσει 6μιση κιλά και για το επόμενο 20ήμερο ζαλιζόμουν όποτε περπατούσα. Αναμφίβολα στο μυαλό και την καρδιά μου είναι η ειδική διαδρομή του Ταρζάν. Ήταν από τις ωραιότερες. Ή η Λεπτοκαρυά, μία ειδική κάτω από τον Όλυμπο. Η Πελοπόννησος με τις δυσκολίες της».

Μοιάζει σαν να ξεφυλλίζει ένα αόρατο βιβλίο, με σκονάκια εμπειριών. Τον ρωτάω για τη δυσκολότερη στιγμή σε Ακρόπολις αλλά εκεί δεν χρειάζεται να ζυγίσει καταστάσεις. Είναι έτοιμη και θα καταλάβετε γιατί τόσο από την αφήγηση, όσο και από το σχετικό video.

 

«Από τις πιο δύσκολες ήταν το 1978. Και ψυχολογικά και σωματικά. Εκείνη την εποχή, κορυφαίο αυτοκίνητο ήταν το πισωκίνητο Ford Ercord Group 4. Είχαμε όνειρο ζωής να μπούμε σε αυτό το αυτοκίνητο. Το νοίκιασε ο Δημήτρης Παντελεημονίτης από τον David Sutton και για να τρέξουμε αλλά στην πρώτη κιόλας ειδική διαδρομή, κατηφόρα στη Ριτσώνα, κάναμε μία μεγαλοπρεπέστατη τούμπα. Όπου παρότι δεν έφταιγε ο Ιαβέρης, πολύ σωστά είπε ‘λάθος μου’. Δεν ήταν όμως έτσι, παρότι κλασικά έβριζαν όλοι. Το αυτοκίνητο είχε ένα στραβοζανταρισμένο λάστιχο, το οποίο δεν είχε αντικατασταθεί, ξεφούσκωσε, τουμπάραμε. Στράβωσε η γέφυρα, έσπασαν τα παρμπρίζ αλλά συνεχίσαμε. Ενώ είχαμε βρεθεί στη Γκιώνα, άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Είχα βρει κάτι γυαλιά μοτοσυκλετιστή και θυμάμαι να νιώθω πως κατάπινα το αίμα μου αραιωμένο. Από τα χείλη μου, λόγω της δυνατής βροχής και του χαλαζιού που έπεφτε. Ήταν τεράστια η ταλαιπωρία. Κάποια στιγμή φτάσαμε στην Καλαμπάκα και το νερό στο αυτοκίνητο έφτανε μέχρι το ύψος του λεβιέ ταχυτήτων! Καθόμασταν μέσα σε μία μπανιέρα γεμάτη νερό.

Φαντάσου λοιπόν να ονειρεύεσαι να τρέξεις με ένα τέτοιο αυτοκίνητο, να σου καταστρέφονται τα όνειρα στην πρώτη κιόλας ειδική διαδρομή. Τερματίσαμε νομίζω 13οι στην ειδική, αλλά τα αστεία ακολούθησαν. Ξεκίνησε αυτοκίνητο από την Αθήνα, να φέρει παρμπρίζ για να το φτιάξουμε, όπου από κάποιο λάθος στην τοποθέτηση, έσπασε κι αυτό. Οπότε πήραν το πίσω και το έβαλαν μπροστά! Όπως καταλαβαίνεις, δεν ταίριαζε απόλυτα και άρχισαν να βαρούν με τις βαριοπούλες και στο τέλος γεμίσαμε και ταινίες για να το κολλήσουμε. Ξεκινήσαμε λοιπόν τη νυχτερινή ειδική Καλαμπάκα-Καλαμπάκα. Έντεκα το βράδυ, με έξι το πρωί! Κάποια στιγμή αυτό το τζάμι έσπασε πάλι. Βγήκαμε από την Κατερίνη για να πάμε προς τον Πλαταμώνα και μετά μπαίναμε ξανά προς τη Λεπτοκαρυά, για να πάμε στην πίσω μεριά. Έκανε τρομερό κρύο.

Μου λέει ο Ιαβέρης: ‘Δεν αντέχω, να φύγουμε για Αθήνα’.

Εγώ όμως είχα την τρέλα να συνεχίσω. ‘Τάσο μου, καλύτερα να πάμε μέσα από την ειδική, θα είναι πιο γρήγορα’.

‘Πιο γρήγορα από την Εθνική οδό’;

‘Ναι, να βγούμε πίσω από το βουνά, θα φτάσουμε Θήβα’, του έλεγα τα δικά μου.

Δέχτηκε. Μπήκαμε λοιπόν μέσα, τουρτουρίζοντας και κάναμε την ειδική. Κάποια στιγμή κατά τις 6.30-7.00, άρχισε να χαράζει, γλυκαθήκαμε λίγο.

‘Καλά που δεν τα παρατήσαμε’, μου λέει. ‘Ζέστανε ο καιρός, συνεχίζουμε’!

Αν ήξερε τι ψέματα του είπα για να τον πείσω να συνεχίσει…  Ήταν δύσκολο Ακρόπολις τότε».

Το βλέμμα του ταξιδεύει, 38 χρόνια πίσω. Είναι σίγουρο πως όχι απλά το θυμάται αλλά το νιώθει σαν χθες. Συνεχίζει και ‘ταξιδεύω’ κι εγώ μαζί του.

 

«Οι πιο παλιοί από εμένα έχουν προλάβει και δυσκολότερα, το Ράλι Ακρόπολις ήταν τέσσερις μέρες χωρίς ύπνο και άλλαζαν θέση ο οδηγός και ο συνοδηγός. Εγώ έχω προλάβει Ακρόπολις με 55 ειδικές διαδρομές – όλες από μία φορά. Αθήνα-Καλαμπάκα, τέσσερις ώρες κενό, Καλαμπάκα-Καλαμπάκα, τέσσερις ώρες κενό, Καλαμπάκα-Αθήνα, είκοσι-τέσσερις ώρες κενό και αργά το επόμενο απόγευμα κάναμε Αθήνα, Αλεποχώρι, Σχοίνο κτλ, πηγαίναμε Ολυμπία στις 3-4 τα ξημερώματα και μετά κατά τις 5, ξεκινούσαμε πάλι! και Τερματίζαμε μεσημεράκι είτε στα Καρνεζέικα, κάτω στο Γαλατά, είτε βγαίναμε παλιά Επίδαυρο και γυρνούσαμε στην Αθήνα. Κάνοντας κάποιες απίστευτες ειδικές, Πάρνωνα, Γεράκια, στον Ταΰγετο. Θυμάμαι διάβαζα σημειώσεις, τετράδια ολόκληρα! Και το κακό είναι πως η ελληνική γλώσσα είναι λίγο κουραστική. Είμαι φοβερά Ελληνολάτρης αλλά θα σου πω το εξής. Οι καλύτερες σημειώσεις για αγώνες, είναι στην αγγλική γλώσσα. Λέει ο συνοδηγός ‘Long, flat, left’. Και λέει ο Έλληνας ‘Πα-τη-μέ-νη α-ρι-στε-ρη δι-α-ρκεί-ας’. Πόσες συλλαβές έναντι τριών! Κάνε λοιπόν τα μαθηματικά αν έχουμε να κάνουμε 55 διαφορετικές ειδικές! Καταστροφή! Υπήρχε όμως μεράκι. Να πάω παραπέρα, να δω και αυτή την ειδική, να σταματήσω να πιω νερό από τη συγκεκριμένη βρύση. Είχε ένα όραμα το πράγμα. Έβλεπες τον ήλιο να χαράζει μέσα από το δάσος, σου έβγαινε η νύστα, η κούραση αλλά έλεγες μέσα σου όχι, συνεχίζω, είναι Ακρόπολις. Θα πρέπει να περιμένω πάλι μέχρι του χρόνου, θα μου λείψει…».

Δεν μπορώ να το αποτυπώσω αλλά το σκηνικό που περιγράφει ο Κώστας Στεφανής και κυρίως ο λυρικός τρόπος του, με κάνει να ανατριχιάζω. Πόσο θα ήθελα να είχα ζήσει ψήγματα έστω αυτού του ψηφιδωτού συγκλονιστικών αναμνήσεων…

 

Μαζί με έναν άλλο ‘θρύλο’, τον αείμνηστο Άρη Σταθάκη, σχολιάζουν το Ράλι Ακρόπολις του 1990

«Έχω μείνει σε Ράλι Ακρόπολις νύχτα, κάπου στις Καρούτες. Τα αυτοκίνητα έρχονται από απέναντι, από τη Δεσφίνα. Και έβλεπες μέσα στη νύχτα να σπαθίζουν οι προβολείς και άκουγες τις εξατμίσεις, τους κινητήρες. Και το αυτοκίνητο ερχόταν μετά από 50 λεπτά, μία ώρα! Δεν υπάρχουν πια τέτοια πράγματα στα ράλι. Ούτε αυθεντικοί rally mean όπως παλιά. Εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσαν ένα λάδι, το καστορέλαιο, που είχε μία ιδιαίτερη μυρωδιά. Αν δεν έχεις μυρίσει καστορέλαιο, είναι σαν να μην έχεις δει αγώνες. Αυτή λοιπόν η μυρουδιά, το θέαμα, η περιπέτεια, η διαφυγή από την καθημερινότητα, με τους φίλους. Παρακολουθούσαν τα δρώμενα ενός τεράστιου πράγματος στη φαντασία τους. Αυτό ήταν κάποτε το Ράλι Ακρόπολις. Έχω προλάβει Ακρόπολις με 200 και βάλε συμμετοχές».

Η επόμενη ερώτηση αφορά στον ‘μόνιμο συνοδηγό’ κάθε ελληνικού πληρώματος: τον κόσμο. Ο Κώστας είναι πολύ αγαπητός και το πόσο, το αντιλήφθηκε σε μία δύσκολη στιγμή: «Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ –δεν θα πω τον οδηγό- ήταν σε κάποιο ράλι που από κάποια λάθος κίνηση το αυτοκίνητο αναποδογύρισε. Έτρεξαν να μας βοηθήσουν, να επαναφέρουν το αυτοκίνητο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, μέχρι να πεθάνω! Κι ακούω, ακούω δέκα φωνές απ’ έξω: ‘Κώστα είσαι καλά;’. Δεν τρέχαμε σε ανάβαση, ήταν και ο οδηγός μέσα. Με τρέλανε αυτό το πράγμα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, με πήραν τα κλάματα μέσα στο αυτοκίνητο».

Η φωνή του τρέμει. Προσπαθώ να πάω στην άλλη άκρη του νήματος, να τον κάνω να γελάσει. Του ζητάω να θυμηθεί μία αστεία ιστορία. Πάμε πάλι στο ’78, στις δοκιμές πριν τον αγώνα.

 

«Είμαστε με τον Ιαβέρη, πάνω στην ειδική του Ταρζάν και τσιμπολογάμε στην Ταβέρνα του Μπάρμπα-Γιώργη. Ακούμε καθαρόαιμο μοτέρ και βγαίνοντας έξω βλέπουμε το Fiat Mirafiori του Markku Alen. Ήταν ο μόνος Φινλανδός που δεν έπινε! Τον χαιρετάει ο Ιαβέρης, μου κλείνει το μάτι και τον ρωτάει αν θέλει κάτι να πιει. Πως του ήρθε, εκείνη τη φορά ζήτησε ένα ουίσκι. ‘Τι λέει το ζαγάρι’, ρωτάει ο Μπάρμπα-Γιώργης. Δεν θα το πιστέψεις του απαντάμε αλλά θέλει ουίσκι. Γουρλώνει τα μάτια ο Μπάρμπα-Γιώργης, σκύβει και του λέει στα ελληνικά, αργά λες και έτσι θα τον καταλάβει: ‘Τι ουίσκι βρε παιδί μου; Φωτιστικό πετρέλαιο για τη λάμπα δεν έχουμε εδώ πέρα. Ουίσκι μου ζητάς;’»

Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΤΥΠΟΥ

Νωρίτερα σας ανέφερα τη Wonder Woman του Γραφείου Τύπου, την Ελένη Ξενάκη. Ας δούμε λοιπόν λίγο το Ακρόπολις, μέσα από τις δικές της εμπειρίες και όσα εισπράττει από τα ξένα πληρώματα σχετικά με τον αγώνα μας.

 

«Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, στα χρόνια που έχω μια επαφή μαζί τους, θα έλεγα ότι σχεδόν ‘πατάνε’ στο θρύλο που θέλει το Ακρόπολις να είναι ένας από τους σκληρότερους αγώνες στον κόσμο, χωρίς ωστόσο να έχουν ζήσει σε πραγματικά σκληρά Ακρόπολις. Οι νεότεροι οδηγοί δεν έχουν αγωνιστεί στον Ταρζάν ή σε άλλες ειδικές που έδωσαν στον αγώνα αυτόν τον χαρακτηρισμό. Ούτε καν έχουν ζήσει στα χρόνια των σέρβις στο δρόμο μέρα-νύχτα».

Αν τους στείλουμε τις παραπάνω περιγραφές των Χατζηπαναγιώτου-Στεφανή, θα εμπεδώσουν το μεγαλείο του Ακρόπολις. Ψάχνω τις αντιθέσεις, την ομορφότερη και τη δυσκολότερη στιγμή που η Ελένη βίωσε εργαζόμενη στον εθνικό μας αγώνα. Τις έχει έτοιμες: «Η ομορφότερη ήταν το 2013, όταν μετά το τέλος του αγώνα, μαζεύτηκαν στο γραφείο Τύπου όλοι οι παλιοί δημοσιογράφοι από το εξωτερικό και μας χειροκροτούσαν για τη δουλειά μας. Η δυσκολότερη ήταν την προηγούμενη χρονιά, όταν διαπιστευμένος δημοσιογράφος που στεκόταν σε απαγορευμένο σημείο εντός ειδικής, χτυπήθηκε στο πόδι από τον Mads Ostberg. Η διαχείριση τέτοιων περιπτώσεων είναι πολύ δύσκολη, πολύ περισσότερο τη στιγμή που πρωταρχικό μας μέλημα είναι η ασφάλεια».

Κι αν όλοι ξέρουμε πως οι αγώνες είναι επικίνδυνοι και πως τέτοια συμβάντα, είναι στο manual ενός motorsport, τι θα λέγατε να βγούμε και λίγο εκτός manual; Δεν θα πιστέψετε τι μπορεί να της έχουν ζητήσει οι ομάδες: «Όλο και κάτι συμβαίνει, που σαν Έλληνες, γνωστοί για τη φιλοξενία μας, τρέχουμε να καλύψουμε… Για παράδειγμα θυμάμαι την υπεύθυνη Τύπου της Citroen, το 2008 στο Τατόι, να απαιτεί γλάστρες με ελιές για το Motorhome της ομάδας ή την υπεύθυνη της Ford να θέλει να της βρούμε μια νοικοκυρά στην Ιτέα το 2001 για να της φρεσκάρει τα ρούχα».

Ιστορίες όχι και τόσο καθημερινής τρέλας. Αλλά κι αυτές, κομμάτι του Ακρόπολις.

ΤΟ ΡΑΛΙ

Ας αφήσουμε όμως το χθες, να στραφούμε στο σήμερα. Όπως είπαμε, ο αγώνας επιστρέφει φέτος στη Λαμία και αποτελεί μεγάλο στοίχημα για την περιοχή, όπως τόνισε στο ONEMAN ο περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας, Κώστας Μπακογιάννης: «Μιλάμε για μία εμβληματική διοργάνωση, με τεράστια σημασία, που μετά από πάρα πολλά χρόνια, επιστρέφει σπίτι της. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως εμείς την καλωσορίζουμε με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό. Ειδικά αυτή την περίοδο, δεν μπορούμε να αφήνουμε αναξιοποίητες τέτοιες ευκαιρίες».

 

Η τελετή εκκίνησης θα διεξαχθεί το απόγευμα της Παρασκευής (7/5) στο μνημείο του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Συνολικά 82 πληρώματα θα ανέβουν τη ράμπα του Seajets Ράλι Ακρόπολις 2016, με 35 πληρώματα να μάχονται στο πλαίσιο του ERC και 47 του Πανελληνίου Πρωταθλήματος Ράλι.

Το Σάββατο θα διεξαχθούν τρεις χωμάτινες ειδικές διαδρομές (εις διπλούν): Νέα Γραβιά (το κλασικό Δροσοχώρι με αντίθετη φορά), Άμφισσα (οι Καρούτες με ανηφορική κατεύθυνση) και Παλαιοχώρι (που ξεκινάει από την έξοδο του ομώνυμου χωριού και καταλήγει στο Ελευθεροχώρι).

Η δεύτερη μέρα περιλαμβάνει επίσης τρεις επαναλαμβανόμενες ειδικές διαδρομές: Ελευθεροχώρι, Ρεγκίνι και Ελάτεια-Καρυά (ξεκινάει από το χωριό Ελάτεια και με κατεύθυνση προς Ζέλι τερματίζει στην Καρυά, πάνω από τα Καμένα Βούρλα).

 

«Βγείτε στα βουνά, θα ξανανιώσετε, θα περάσετε ωραία. Η Ρούμελη έχει υπέροχους μεζέδες, χοληστερίνη πολλή αλλά και πολύ θέαμα. Τα 1600άρια μπορεί να μην είναι WRC αλλά δουλεύουν σαν αλυσοπρίονα. Ψηλές στροφές! Πάρτε τα βουνά, θα είναι πολύ ωραία. Θα τα πούμε εκεί», μας υπόσχεται ο Κώστας Στεφανής ενώ ο Στράτης Χατζηπαναγιώτου δίνει το δικό του μήνυμα: «Να πάνε οι νέοι για να καταλάβουν πως υπάρχει μηχανοκίνητος αθλητισμός στην Ελλάδα και πως είναι μία διαφυγή. Κι εκεί μπορούν να πιουν καφέ κι εκεί θα βρουν καλό φαί αλλά θα μπορέσουν να δουν και πράγματα που δεν βλέπεις κάθε μέρα. Όχι μόνο στις ειδικές διαδρομές. Να δουν πως δουλεύουν οι μηχανικοί, πως συνεργάζονται με κλειστά μάτια, να βρουν έμπνευση. Να ασχοληθούν ίσως με κάτι τέτοιο. Μπορεί για να τρέξεις να χρειάζονται χρήματα αλλά υπάρχουν τόσα άλλα γύρω από τους αγώνες. Να πάνε, να το ζήσουν, να το ευχαριστηθούν».

Έχετε λοιπόν κάτι καλύτερο να κάνετε αυτό το Σαββατοκύριακο; Γεμίστε το σάκο με ‘πολεμοφόδια’, πάρτε νερά, αντηλιακό, φίλους και όρεξη και κατευθυνθείτε προς τη Στερεά Ελλάδα για να δείτε από κοντά τι πάει να πει Ράλι Ακρόπολις!

Δείτε εδώ όλους τους χάρτες και τις πληροφορίες που αφορούν στο Seajets Ράλι Ακρόπολις.