Συνεπιμέλεια: Λύση ενός προβλήματος ή δημιουργία ενός μεγαλύτερου;
Zητήσαμε τη γνώμη πέντε αρμόδιων να μιλήσουν, προσπαθώντας να καταλάβουμε καλύτερα τις δύο αντικρουόμενες θέσεις ως προς το καθεστώς της συνεπιμέλειας και του προωθούμενου νομοσχεδίου.
- 17 ΦΕΒ 2021
Δεν έχουν περάσει πολλοί μήνες από τότε που είδα για πρώτη φορά ένα λευκό πανό αναρτημένο σε μια πεζογέφυρα της Αθηνών-Λαμίας, στο ύψος περίπου της Νέας Φιλαδέλφειας. Το σύνθημα δεν ήταν από αυτά που βλέπεις συχνά στον δρόμο: «ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΩΡΑ». Δίπλα του ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο. Ως μη γονιός ο ίδιος ομολογώ ότι δεν κατάλαβα καθόλου το νόημά του. Θεώρησα ότι επρόκειτο για την απεγνωσμένη αλλά μοναχική κίνηση ενός γονιού που είχε αποκλειστεί από την ανατροφή του παιδιού του και ήθελε να δηλώσει την πικρία του. Όσο οι μέρες περνούσαν τόσο τα συνθήματα ανάλογου ύφους πύκνωναν «ΙΣΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΓΟΝΕΙΣ». Σύντομα κατάλαβα ότι τελικά αυτό το αίτημα αφορούσε πολύ περισσότερους του ενός ανθρώπους.
Για κάποιους ένδειξη υπερβατικής κρίσης του θεσμού της οικογένειας, για άλλους ένα βήμα μπροστά που κάνουν άνθρωποι που δεν μπορούν να υπομείνουν τη ζωή σε έναν τοξικό γάμο και έχουν μια μεγαλύτερη ελευθερία να σπάσουν τα δεσμά τους. Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται μια τάση θεαματικής αύξησης των διαζυγίων που επιτάθηκε μάλιστα ακόμα περισσότερο στους μήνες της καραντίνας. Αν για τα ζευγάρια που δεν έχουν κάνει παιδί, το διαζύγιο είναι κατά βάση μια γραφειοκρατική διαδικασία, όταν οι σύντροφοι γίνονται γονείς, τα πράγματα περιπλέκονται πολύ περισσότερο. Πού θα μείνει το παιδί; Ποιος/-α θα αναλάβει την επιμέλειά του; Ποια θα είναι η σχέση με τον άλλο γονιό;
Το ζήτημα της (υποχρεωτικής) συνεπιμέλειας έχει έρθει στο προσκήνιο με τον πιο επίσημο τρόπο. Μετά από τις εξαγγελίες της κυβέρνησης και του Υπουργού Δικαιοσύνης να φέρουν στη Βουλή μια αλλαγή στο παρόν θεσμικό πλαίσιο. Όπως τόνιζε ο Υπουργός από τη Βουλή: «Όλοι γνωρίζουμε ότι δυστυχώς έχει αναπτυχθεί μια πραγματικότητα η οποία είναι πολύ αρνητική ιδίως για τους πατεράδες». Κατά το Υπουργείο, μέσα από το προωθούμενο νομοσχέδιο (φαίνεται ότι) θα επιχειρηθεί η ανατροπή της υπάρχουσας δικαστικής πρακτικής που αποφασίζει στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων να πηγαίνει η αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα.
Το παρόν θεσμικό πλαίσιο έχει οικοδομηθεί μέσα από τον νόμο 1329 του 1983 που είχε επιφέρει σαρωτικές αλλαγές σε όλους τους τομείς και ιδίως στο οικογενειακό δίκαιο και ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα της Βουλής. Το τότε νομοσχέδιο είχε προταθεί από μια ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό τον Αριστόβουλο Μάνεση που μεταξύ άλλων πρότεινε και τελικά πέτυχε κατάργηση του θεσμού της προίκας, αναγνώριση του δικαιώματος της γυναίκας να διατηρήσει το οικογενειακό της επώνυμο και εκσυγχρονισμό των διατάξεων του διαζυγίου με τη θεσμοθέτηση του συναινετικού διαζυγίου. Αυτόν τον νόμο εξαγγέλθηκε ότι θα επιχειρήσει να αναμορφώσει η κυβέρνηση κυρίως όσον αφορά τα ζητήματα της επιμέλειας των τέκνων.
Το τελικό κείμενο του νέου νομοσχεδίου, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, είναι άγνωστο και όλη η συζήτηση γίνεται στη βάση διαρροών και φημών. Παρόλα αυτά είναι ιδιαίτερα πολωμένη. Ένα μέρος του νομικού κόσμου αλλά και φεμινιστικές οργανώσεις έχουν διατρανώσει την πλήρη αντίθεσή τους με τις αλλαγές που προωθούνται και που εκλαμβάνονται ως καταστροφικές τόσο για τα παιδιά όσο και για τις μητέρες. Αντιθέτως, πιέσεις υπέρ της ψήφισης του νομοσχεδίου προκύπτουν από οργανώσεις γονέων και κατά βάση διαζευγμένων πατέρων που δηλώνουν πλήρως αποκλεισμένοι από την ανατροφή των παιδιών τους.
«Να είμαστε ισότιμα μέλη στη ζωή των παιδιών»
Ο κ. Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος είναι δικηγόρος και μέλος του συλλόγου ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΩΡΑ. Ζήτησα τη δική του εκδοχή για το παρόν θεσμικό πλαίσιο και ποια είναι τα προβλήματά που ωθούν τον Σύλλογό να ζητάει την αλλαγή του. «Η παρούσα κατάσταση είναι ότι, αντίθετα με το τι προβλέπει ο Αστικός Κώδικας του 1983, και παρά τις διεθνείς συμβάσεις, τα δικαστήρια, για δική τους ευκολία, σε περίπτωση διαζυγίου αφαιρούν κατά τεκμήριο την επιμέλεια σε έναν από τους δύο γονείς, αναθέτοντάς την στον άλλον». Το αποτέλεσμα, κατά τον ίδιο, είναι καταστροφικό καθώς οδηγεί στην απομάκρυνση (κατά βάση) του πατέρα από τη ζωή του παιδιού με επιπτώσεις τόσο για τον ίδιο όσο και για το παιδί του.
Ο σύλλογος ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΩΡΑ δεν είναι πάντως ο μόνος που υπάρχει με σκοπό την προώθηση της συνεπιμέλειας. Πριν από έναν περίπου χρόνο ιδρύθηκε και η ΑΜΚΕ «Ενεργοί Μπαμπάδες, για τα δικαιώματα του παιδιού» με σκοπό, όπως τονίζουν οι ίδιοι, την προάσπιση των συμφερόντων του παιδιού. «Ως ομάδα συναντηθήκαμε διαδικτυακά στις αρχές του 2020, με αφορμή την εξαγγελία από την κυβέρνηση δια στόματος του υπουργού Δικαιοσύνης της αναμόρφωσης του Οικογενειακού Δικαίου, ύστερα από 38 χρόνια. Απώτερος σκοπός μας είναι η προάσπιση και διασφάλιση του δικαιώματος των παιδιών, εντός κι εκτός γάμου, να έχουν ισάξια και ισότιμα στη ζωή τους μετά από ένα χωρισμό τη φροντίδα και την παρουσία και των δύο γονέων, εφόσον είναι ικανοί για τον γονικό τους ρόλο», τονίζει ο κ. Βαγγέλης Καλαϊτζάκης, μέλος του ΔΣ της ΑΜΚΕ και Επίκουρος Καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης.
Ρωτάω και εκείνον να μου περιγράψει την παρούσα συνθήκη: «Στην Ελλάδα επικρατεί το νομολογιακό έθιμο της αποκλειστικής επιμέλειας. Μετά από έναν χωρισμό, η ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της λήψης όλων των αποφάσεων που αφορούν στην υγεία, στην εκπαίδευση και τον καθορισμό του τόπου κατοικίας τους, ανατίθεται στον ένα γονέα, κατά 90% και πλέον στη μητέρα. Ο έτερος γονέας, συνηθέστατα ο πατέρας, περιορίζεται σε ρόλο επισκέπτη συνήθως με δύο σαββατοκύριακα, δηλαδή δύο διανυκτερεύσεις το μήνα!». Δεν είναι όμως μόνο το ζήτημα των διανυκτερεύσεων καθώς οι πατεράδες είναι «χωρίς κανένα λόγο αναφορικά με το πού, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικο, θα διαμένουν τα παιδιά, με τα θέματα υγείας τους, σε ποιό σχολείο θα πηγαίνουν ή ποιές δραστηριότητες θα κάνουν».
Όπως τονίστηκε ήδη δεν ξέρουμε ποιο είναι το τελικό κείμενο του νομοσχεδίου. Οι ενώσεις και οι σύλλογοι γονέων που είναι υπέρ της κοινής γονικής μέριμνας, ωστόσο, έχουν τα δικά αιτήματα και προτάσεις για την αναδιαμόρφωση της υπάρχουσας κατάστασης. «Σε κάθε περίπτωση η γονική μέριμνα, η επιμέλεια και η φροντίδα πρέπει αδιάσπαστα να είναι κοινές και στους δύο γονείς. Εννοείται, όπως γίνεται και σήμερα, οι γονείς θα μπορούν να αποφασίσουν ό,τι εκείνοι θέλουν. Ο δικαστής όμως, όταν θα κληθεί με αγωγή κάποιου από τους γονείς να αποφασίσει, θα πρέπει να μην μπορεί να αφαιρεί επιμέλεια και φροντίδα παρά μόνο για κακή της άσκηση» τονίζει ο κ. Παπαρρηγόπουλος. «Θα πρέπει να προβλεφθεί εξίσου ότι το παιδί θα μεγαλώνει και στα δύο σπίτια. Ο χρόνος, ακόμα και αν είναι μειωμένος για κάποιον λόγο, να μην είναι μικρότερος του 1/3 κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και του 1/2 στις διακοπές». Κατά τη γνώμη του αυτό τελικά θα έχει θετικό αποτέλεσμα και μία περισσότερο συναινετική σχέση των διαζευγμένων γονέων οι οποίοι θα αναγκάζονται να τα βρουν, καθώς «δεν θα υπάρχουν νικητές και ηττημένοι από τις δικαστικές αποφάσεις».
Το πρόβλημα προκύπτει άμεσα. Πόσο εύκολο είναι να μεγαλώσει ένα παιδί, όταν η επιμέλειά του είναι χωρισμένη στη μέση. Ποιος θα είναι αυτός που θα παίρνει τις τελικές αποφάσεις; «Είναι απολύτως απαραίτητη η λειτουργία κοινωνικών μηχανισμών με ένα σύστημα που λέγεται parenting plans. Πρόκειται για μια καλή πρακτική κατά την οποία η πολιτεία δίνει ένα ερωτηματολόγιο το οποίο ανεβάζει στο διαδίκτυο. Εκεί θα ερωτώνται οι γονείς σε ποια πόλη, σε ποιο σχολείο, ποιες εξωσχολικές δραστηριότητες θα κάνει το παιδί και μια σειρά από κατηγορίες. Μιλάμε για ένα πολύ λεπτομερειακό κείμενο όπου οι γονείς καλούνται να απαντήσουν πριν πάνε στην πρώτη υποχρεωτική ενημερωτική συνάντηση διαμεσολάβησης. Σε ποσοστό περίπου 70% θα υπάρχει παρόμοιο πλάνο. Όπου δεν συμφωνούν θα πάνε στη συνεννόηση και στη διαμεσολάβηση και αν ούτε τότε συμφωνήσουν, ο δικαστής θα συμπληρώνει το σχέδιο επιλύοντας διαφωνίες και όχι αποκλείοντας γονείς από την ανατροφή των παιδιών τους».
Σε κάθε περίπτωση όμως, προαπαιτούμενο για οποιοδήποτε θεσμικό πλαίσιο είναι να είναι παιδοκεντρικό, να θέτει ως πρώτο και σημαντικότερο κριτήριο το καλό του παιδιού. Με ποιον τρόπο θα λειτουργήσει ευεργετικά στην ανατροφή του παιδιού; «Η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία, στην πρόσφατη γνωμοδότησή της προς τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου συνοψίζει τα οφέλη αυτά ως εξής: (α) χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και γενικότερα ψυχικής δυσφορίας, (β) χαμηλότερη επιθετικότητα και προβλήματα συμπεριφοράς, μειωμένη χρήση αλκοόλ και ουσιών, (γ) καλύτερη σχολική απόδοση και καλύτερη γνωστική ανάπτυξη, (δ) καλύτερη σωματική υγεία, ε) χαμηλότερα ποσοστά καπνίσματος και (στ) καλύτερες σχέσεις με πατέρες, μητέρες, γιαγιάδες και παππούδες», τονίζει ο κ. Καλαϊτζάκης αναφερόμενος στην εξίσου συμμετοχή και των δύο γονέων. Πώς οφελεί όμως τα συγκρουσιακά διαζύγια η προωθούμενη ρύθμιση; «Αυτόματη άρνηση της συνεπιμέλειας στα ζευγάρια αυτά θα παρείχε κίνητρο για συνέχιση της σύγκρουσης δίνοντας δυνατότητα “αρνησικυρίας” στο λιγότερο συνεργάσιμο γονέα, δίνοντας, παράλληλα, το μήνυμα ότι η συντήρηση της σύγκρουσης μπορεί να αποτελεί αποτελεσματική τακτική για διάσπαση της κοινής επιμέλειας και αποκλεισμό του ενός γονέα από την ανατροφή του παιδιού», συμπληρώνει.
«Το πρόβλημα δεν είναι η συνεπιμέλεια αλλά ο καταναγκαστικός της χαρακτήρας»
«Ένα τέτοιο οριζόντιο μέτρο δεν ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις ούτε είναι πάντα προς το συμφέρον του παιδιού. Είναι δε ανεπίτρεπτο μέσω αυτής ο σύζυγος που ασκεί χρόνια κακοποίηση στη γυναίκα του (σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική, οικονομική) να συνεχίζει δι’ αυτής να έχει έλεγχο στη ζωή της» επισημαίνει η δικηγόρος κ. Χαρά Χιόνη εκ μέρους του Κέντρου Γυναικείων Μελετών και Ερευνών Διοτίμα. Φεμινιστικές οργανώσεις και κοινωνικοί φορείς έχουν ταχθεί εναντίον της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας και όσων αυτή θα επιφέρει τόσο για τις γυναίκες όσο και για τα ίδια τα παιδιά.
«Δεν έχει καν δοθεί στα χέρια μας το επίσημο σώμα του νομοσχεδίου. Από τις διαρροές καταλαβαίνουμε ότι θα μας φορέσουν την καταναγκαστική συνεπιμέλεια» τονίζει η δικηγόρος κ. Μίνα Καούνη που διαφωνεί απόλυτα με το προωθούμενο νομοσχέδιο τονίζοντας ότι ο νόμος 1329 που ψηφίστηκε το 1983 έχει ούτως ή άλλως λύσει πολλά από τα προβλήματα της κοινής γονικής μέριμνας και αποτελεί έναν από τους προοδευτικότερους οικογενειακούς νόμους στην Ευρώπη. «Είναι τελείως οξύμωρο να συστήνεις μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή με τους καλύτερους οικογενειολόγους, αυτή να σου βγάζει ένα πόρισμα και το γράφεις στα παλαιότερα των υποδυμάτων σου. Δεν σας αρέσουν οι αποφάσεις των δικαστηρίων, να τα καταργήσουμε; Εκεί πάει όλο το θέμα. Μας στέλνουν σε ιδιωτικά κέντρα διαμεσολάβησης και σε parental plans όπου θα πληρώνεις χιλιάδες ευρώ προωθώντας μια ιδιωτική δικαιοσύνη».
Το πρόβλημα δεν αφορά την ίδια την πρακτική της συνεπιμέλειας αλλά τον υποχρεωτικό αλλά και οριζόντια χαρακτήρα της. «Φυσικά και θέλουμε συμμετοχή 50% και των δύο γονέων μέσα στο σπίτι αλλά και στην ανατροφή του παιδιού. Μεταξύ άλλων έτσι θα έχουμε και εμείς αυτόνομη ζωή. Δεν μπορούν όμως να μας δέσουν σε έναν γάμο. Ξέρετε ότι υπάρχει άρθρο που δεν επιτρέπει στον γονέα ο οποίος θα βρει δουλειά σε άλλη πόλη, να μετακινηθεί αν δεν έχει την έγκριση του συζύγου που ορμώμενος από εκδικητικά κίνητρα μπορεί να πάρει την επιμέλεια του παιδιού; Εις βάρος ποιου λειτουργούν αυτά; Δεν λειτουργούν εις βάρος των πιο αδύναμων οικονομικά;». Μου φέρνει και ένα παράδειγμα όπου η εναλλασσόμενη κατοικία θα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί «Δεν μπορούμε να καταναγκάσουμε από τον νόμο. Το δικαστήριο θα κρίνει συγκεκριμένα σε ποιον θα δώσει τη συνεπιμέλεια ή ακόμα και την εναλλασσόμενη κατοικία, γιατί, ναι, σε δύο εύπορους γονείς μπορεί να υπάρξει αυτή. Το ίδιο θα ισχύσει όμως και στις εργατικές οικογένειες; Ο ένας μένει Πειραιά, ο άλλος Χαλάνδρι. Πώς θα γίνει η εναλλασσόμενη κατοικία; Πώς θα νιώθει το παιδί ότι έχει έναν δικό του ασφαλή χώρο;».
Για την κ. Καούνη οι φεμινιστικές οργανώσεις σε αυτή την περίπτωση πιάστηκαν στον ύπνο. Με μία πρώτη σκέψη θα έλεγε κάποιος ότι η υποχρεωτική συνεπιμέλεια θα έπαιρνε ένα μέρος της φροντίδας που έχουν επωμιστεί οι γυναίκες σε πολύ μεγάλο ποσοστό και ίσως ήταν προς όφελός τους. Κάτι τέτοιο μάλλον δεν ισχύει, σύμφωνα με την κ. Χιόνη. «Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία η γυναίκα είναι κατά βάση αυτή που είναι επιφορτισμένη με τη φροντίδα των παιδιών. Σίγουρα η πιο ενεργή συμμετοχή των πατεράδων θα λειτουργήσει βοηθητικά. Κάτι τέτοιο, όμως, θα πρέπει να συνδυαστεί με πολιτικές ουσιαστικής ενίσχυσης της ισότητας των φύλων και εξάλειψης των έμφυλων στερεοτύπων, καταρχάς μέσω της εκπαίδευσης και στη συνέχεια μέσω γενικότερης στήριξης της γονεϊκότητας και ειδικά των μονογονέων. Η υποχρεωτική συνεπιμέλεια δεν είναι πανάκεια ούτε θα επιλύσει εν μία νυκτί τα προβλήματα των εργαζόμενων ή μη γυναικών, που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και στα έμφυλα στερεότυπα που αναπαράγονται».
Τι συμβαίνει όμως με τις ιστορίες γονέων που χάνουν την επιμέλεια σε ένα δικαστήριο και αναγκάζονται να απομονωθούν από τα παιδιά τους; Για την κ. Καούνη αυτό που περιγράφεται ως κανόνας είναι πλασματικό: «Από τα τελευταία που ετέθησαν υπόψη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής με κάποια πρόχειρα στατιστικά από το 9% των αντρών που ζητούν την επιμέλεια, τους παραχωρείται στο 7% και από το 92% που το ζητούν οι γυναίκες, τους παραχωρείται στο 90%. Αυτά είναι τα στοιχεία. Δεν τη ζητούν, δεν τη θέλουν. Θέλουν τη ζωή τους, τον δημόσιο βίο. Και εμείς το θέλουμε αυτό όμως. Δεν θέλουμε να είμαστε κλεισμένες στα σπίτια μας». Η καλύτερη λύση για την ίδια είναι η δημιουργία οικογενειακών δικαστηρίων που θα μπορούν πολύ γρήγορα να βγάζουν αποφάσεις κρίνοντας την κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
«Αυτό που προέχει είναι η συνεννόηση»
Οι δύο αντικρουόμενες θέσεις που διαβάσατε παραπάνω πολύ συχνά εκφράζονται σε ένα απόλυτα πολωμένο και έντονο κλίμα. Υπάρχει όμως και μία αμοιβαία βάση στην οποία θα πρέπει να πατάει οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου: Πρώτιστο είναι το συμφέρον του παιδιού. Για τον κ. Παπαρρηγόπουλο «δεν είναι κάτι που θέλουμε εμείς, είναι κάτι που θα κάνει καλό στα παιδιά μας», ενώ η κ. Καούνη τονίζει ότι σε αυτή την περίπτωση «το συμφέρον του παιδιού μπαίνει πάνω από την ισότητα των φύλων». Η κ. Αλεξάνδρα Καππάτου είναι ειδική ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος που πολύ συχνά έχει αντιμετωπίσει ζητήματα που αφορούν τη συνεπιμέλεια. Όπως για παράδειγμα τι πρέπει να κάνουν οι γονείς σε περίπτωση διαζυγίου και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να λειτουργήσει σωστά μια συνεπιμέλεια.
Επέλεξα να τη ρωτήσω από την αρχή αν και κατά πόσο ένα διαζύγιο επηρεάζει την ψυχοσύνθεση ενός παιδιού. «Και βέβαια την επηρεάζει. Χάνεται από το προσκήνιο της καθημερινότητάς του η μία σταθερή παρουσία που είναι είτε ο πατέρας (στις περισσότερες περιπτώσεις) είτε η μητέρα σπανιότερα. Τα παιδιά έχουν μάθει από τη στιγμή που γεννιούνται ότι στην οικογένειά τους υπάρχει μια σταθερά, οι δύο γονείς τους. Το διαζύγιο δημιουργεί μια τεράστια ανατροπή». Τα πράγματα είναι φυσικά πολύ χειρότερα όταν το διαζύγιο είναι συγκρουσιακό και οι γονείς συνεχίζουν να συγκρούονται πολύ άσχημα ακόμα και μπροστά στο παιδί.
Παρόλα αυτά σε κάποιες περιπτώσεις το διαζύγιο είναι απαραίτητο και μόνοδρομος. Τι πρέπει τότε να κάνουν οι γονείς προς όφελος του παιδιού τους.«Να προσπαθήσουν να μειώσουν τις διαφωνίες τους, να καταλάβουν ότι εδώ, όταν υπάρχουν παιδιά, απαιτείται συνεννόηση στα πράγματα. Άρα λοιπόν οι πικρίες, οι θυμοί και οι δυσκολίες πρέπει να πάνε πίσω. Οι γονείς πρέπει να συνεννοηθούν για τα βασικά ζητήματα. Οι περισσότεροι ασχολούνται μόνο με το πώς θα το πουν στο παιδί. Αυτό είναι σημαντικό αλλά ένα μόνο μέρος του τι πρέπει να γίνει. Το παιδί πρέπει να έχει έναν σχεδιασμό. Να ξέρει με ποιον γονιό θα μένει, πότε θα βλέπει τον άλλο γονιό, πώς θα λειτουργεί το σύστημα, πώς δεν θα χάσει τις σταθερές του. Αυτά είναι όλα σημαντικά ερωτήματα», τονίζει η κ. Καππάτου.
Το βασικό που έχουν να κάνουν, λοιπόν, οι γονείς είναι να προτάξουν τη συνεννόηση προς όφελος κυρίως του παιδιού τους. Η συζήτησή μας πηγαίνει αναγκαστικά στη συζήτηση για τη συνεπιμέλεια. «Η συνεπιμέλεια είναι μια στάση. Δεν είναι μόνο το θέμα της κατοικίας. Είναι η δυνατότητα που έχουν οι γονείς να συναποφασίζουν για όλα τα θέματα που έχουν και αφορούν το παιδί τους, να επιμερίζονται τις ευθύνες της ανατροφής του και μέσα από το πλαίσιο της καλής συνεννόησης θα μπορούσαμε να δούμε και πώς θα λειτουργεί το θέμα της κατοικίας του παιδιού».
Στο πλαίσιο αυτής της κουλτούρας της συνεπιμέλειας που είναι τελικά και η καλύτερη επιλογή για το παιδί υπάρχουν και κάποιες πολύ σημαντικές προϋποθέσεις. «Η κοινή επιμέλεια έχει ως προϋπόθεση οι γονείς να έχουν στενή επικοινωνία και στενή συνεργασία με τα παιδιά τους. Δεν είναι εύκολο αυτό, υπάρχουν διαζύγια που δεν είναι καλά. Σε περίπτωση που αυτό δεν συμβαίνει, το καθεστώς της κοινής επιμέλειας δημιουργεί πολλά προβλήματα αντί να τα επιλύει. Αν για παράδειγμα ο ένας γονιός είναι κάθετος και έχει στο μυαλό του ένα μοντέλο διαπαιδαγώγησης και ο άλλος έχει άλλο αντιλαμβάνεστε ότι αυτό είναι εις βάρος του παιδιού και όχι μόνο η συνεπιμέλεια δεν βοηθάει αλλά επιβαρύνει την κατάσταση».
Ανεξαρτήτως θεσμικού πλαίσιου είναι απαραίτητη η διαμόρφωση της κουλτούρας συνεννόησης που θα φέρει και τους δύο γονείς κοντά στο παιδί, χωρίς αποκλεισμούς. «Εμπλοκή, συνεννόηση και αμοιβαίος σεβασμός αφήνοντας πίσω την πίκρα που μπορεί να έχουν για διάφορους λόγους. Χωρίς να μετατρέπεται το παιδί σε πεδίο διεκδίκησης και αντιπαραθέσεων. Μην θεωρηθεί ότι είναι μόνο οι διανυκτερεύσεις. Οι διαφωνίες πάντα θα υπάρχουν αλλά να προτάσσεται το καλο του παιδιού. Στην καθημερινή μου πρακτική βλέπω δυστυχώς τερατώδη πράγματα με καταστάσεις πάρα πολύ δύσκολες στο θέμα της επικοινωνίας. Πολύ συγκρουσιακά διαζύγια, πολύ μεγάλες δυσκολίες που το θύμα είναι πάνω από όλα το παιδί».
Αυτή η κουλτούρα υπάρχει όμως στη χώρα μας; «Στην Ελλάδα έχει παραδοσιακά θεωρηθεί ότι το μεγάλωμα και η ανατροφή ενός παιδιού είναι γυναικεία υπόθεση. Σε αυτό έχουν βοηθήσει πάρα πολύ και οι άντρες οι οποίοι, ακόμα και σήμερα, σε μελέτες που έχουμε δείχνουν να ασχολούνται περισσότερο με εξωτερικές δουλειές και πολύ λιγότερο ασχολούνται με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους», επισημαίνει η κ. Καππάτου.
Η συζήτηση για τη συνεπιμέλεια είναι ούτως ή άλλως ένα ζήτημα πολύ λεπτό. Συχνά μάλιστα χάνεται σε νομικές διακλαδώσεις που είναι αδύνατον να παρακολουθηθούν από κάποιον μη ειδικό. Υπάρχει όμως κάτι εύκολα και άμεσα κατανοητό. Ο ψυχισμός ενός παιδιού πρέπει να μπαίνει μπροστά ως το πρώτο και το βασικότερο κριτήριο αυτής της τόσο «ενήλικης» συζήτησης. Για να γίνει αυτό με ειλικρίνεια, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη συνεννόηση μεταξύ των γονέων.
Ο συντροφικός ρόλος στη ζωή ενός ανθρώπου μπορεί να είναι παροδικός. Ο γονεϊκός θα τους ακολουθεί για πάντα.