«Σκότωσα τον διάβολο»: Το έγκλημα κανιβαλισμού που συντάραξε την Ελλάδα
Κανείς δε γνώριζε τι συνέβαινε μέσα στο διαμέρισμα του 4ου ορόφου, στην οδό Βολανάκη στους Αμπελόκηπους. Μέχρι που ένα αποτρόπαιο έγκλημα αποκάλυψε ένα τραγικό πρόσωπο των καιρών μας.
- 18 ΝΟΕ 2023
Οι αστυνομικοί επέμειναν να χτυπούν την πόρτα στο διαμέρισμα του 4ου ορόφου στους Αμπελόκηπους, απ’ το οποίο είχαν λάβει κλήση. Ήταν λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα και επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Όταν άνοιξαν την πόρτα με τη συμβολή κλειδαρά, αντίκρισαν μια από τις πιο ανατριχιαστικές σκηνές που έχουν καταγραφεί στα ελληνικά χρονικά:
Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με αίμα και το πτώμα του 75χρονου Σ. Π. ήταν κατακρεουργημένο, την ίδια στιγμή που ο γιος του Β. είχε κουλουριαστεί στη γωνία, ξυπόλυτος και ποτισμένος στο αίμα, να μονολογεί: «σκότωσα τον διάβολο».
Η φρικαλέα σκηνή δεν είχε αποκαλύψει ακόμη κάθε της λεπτομέρεια. Από την εξέταση της ιατροδικαστή, προέκυψε ότι στο θύμα έλειπαν κομμάτια του δέρματος από το πρόσωπο, έλειπαν τα μάτια, τα αυτιά, κομμάτια του εντέρου και τα γεννητικά όργανα. Και ούτε βρέθηκαν ποτέ. Τα κοψίματα ήταν βέβαιο πως έγιναν με μαχαίρι, αλλά τα σημάδια πρόδιδαν ότι ο δράστης χρησιμοποίησε και τα δόντια του. Αυτόματα, γεννήθηκε η εικασία ότι ο 31χρονος Β. Π. είχε διαπράξει κανιβαλισμό, κατά τη βάναυση επίθεση ενάντια στον πατέρα του εκείνο το ξημέρωμα.
Κατά την απολογία του, δυο μέρες μετά, παρέμενε ψυχικά συντετριμμένος, δίχως να μπορεί να εξηγήσει πώς έφτασε στην τέλεση της αποτρόπαιας πράξης. Με το δεδομένο ότι ο δράστης λάμβανε ψυχιατρική αγωγή, η πρωτόδικη απόφαση από εισαγγελέα και ανακριτή ήταν να οδηγηθεί στην ψυχιατρική πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, όπως και της προσβολής μνήμης νεκρού, καθώς επιχείρησε να φάει κομμάτια από το πτώμα.
«Εγώ τον σκότωσα, σκότωσα τον διάβολο», παρέμενε να μονολογεί ο ίδιος.
Το κρίσιμο εικοσιτετράωρο
Το περιστατικό συνέβη 8 Οκτωβρίου του 2001. Κανείς από την πολυκατοικία δεν είχε ασχοληθεί πρότερα με το διαμέρισμα του 4ου ορόφου: οι δύο ένοικοι, πατέρας και γιος, έβγαιναν σπάνια από το σπίτι και ουδέποτε είχαν ακουστεί καυγάδες και φασαρίες. Ζούσαν απομονωμένοι επί σειρά ετών, έτσι που κανείς από τους γείτονες δεν τους γνώριζε προσωπικά, πέρα από τη θυρωρό της πολυκατοικίας, η οποία υπήρξε κεντρική μάρτυρας στη δίκη του Β. Π.
Όπως κατέθεσε στο δικαστήριο η Ζ. Γ., το μεσημέρι πριν τη δολοφονική έκρηξη του 31χρονου συνέβη κάτι σπάνιο: «Ο Β. ήρθε στο σπίτι μου και κάτι προσπαθούσε να μου πει, αλλά μπέρδευε τα λόγια του. Στην αρχή μού ζήτησε να του βρω ηλεκτρολόγο επειδή είχε κοπεί το ρεύμα. Δεν τον είχα ξαναδεί σε αυτήν την κατάσταση». Φαινόταν σε έντονη ταραχή. Ανάμεσα στα λεγόμενά του, είχε ψελλίσει «θέλω βοήθεια, θέλω ζωή».
Τότε, η θυρωρός ανέβηκε στον 4ο όροφο για να μιλήσει κατ’ ιδίαν στον πατέρα του. «Του πρότεινα να τον πάμε σε κάποιο νοσοκομείο, αλλά αρνήθηκε, δεν μπορούσα να βοηθήσω», ανέφερε ενώπιον ανακριτή και εισαγγελέα. Εγκαταλείποντας την προσπάθειά της, επέστρεψε στο διαμέρισμά της και το υπόλοιπο της ημέρας δε συνάντησε ξανά τους δύο ενοίκους. Τη νύχτα συνέβη το έγκλημα.
Οι μαρτυρίες για τον κακοποιητικό πατέρα
Οι γείτονες μετέφεραν στον Τύπο μια προβληματική εικόνα για τον Β.: κυκλοφορούσε με λερωμένα ρούχα, πάντα σκυφτός και αποστασιοποιημένος, αν και ποτέ δεν είχε δείξει επιθετική συμπεριφορά. Η εσωστρέφειά του είχε οξυνθεί μετά την απώλεια της μητέρας του. Εκείνος παρέμεινε στο διαμέρισμα των Αμπελοκήπων μαζί με τον πατέρα του, αποκόπτοντας κάθε δεσμό με τους υπόλοιπους συγγενείς. Ακόμη και το πανεπιστήμιο, που κάποτε τον ώθησε να σκεφτεί τον εαυτό του δάσκαλο μαθηματικών, το παράτησε.
Φήμες έκαναν λόγο για έναν πολύ αυστηρό και κακοποιητικό πατέρα. Ότι εκείνος δεν του επέτρεπε να βγει απ’ το σπίτι, ότι τον κλείδωνε και ότι τα βράδια ασελγούσε εις βάρος του, κλείνοντας πρώτα το φως. Εξού και η έκκληση για βοήθεια στη θυρωρό, στην οποία ανέφερε κομμένο ρεύμα, ενώ πρακτικά δεν υπήρχε βλάβη στο διαμέρισμα. Τα σενάρια οργίαζαν εκείνη την εποχή για το επίμαχο εικοσιτετράωρο και τα «θεόσταλτα σημάδια» που είδε ο 31χρονος πριν προβεί στη φρικαλέα επίθεση, αλλά ελάχιστη εγκυρότητα έχουν όλα αυτά.
Σύμφωνα με σχόλιο που έχει αναρτήσει συγγενικό πρόσωπο της οικογενείας, «το μεγαλύτερο λάθος που έγινε ήταν πως ο Β. έμεινε να ζει μαζί με τον πατέρα του». Επρόκειτο για έναν άνθρωπο με μεγάλη περιουσία, σε αντίθεση με τη γυναίκα του.
Είχαν τουλάχιστον 20 χρόνια διαφορά και η συμπεριφορά του ήταν κακοποιητική και προς εκείνη. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Β. έπασχε από σχιζοφρένεια και όλα συνέβησαν σε μια στιγμή κρίσης, προδίδοντας ότι και ο ίδιος είχε δεχθεί αντίστοιχη συμπεριφορά από τον πατέρα του επί σειρά ετών.
Στη δίκη, ο συνήγορός του Γιάννης Μαντζουράνης τον χαρακτήρισε «τραγικό» πρόσωπο κι είχε απόλυτο δίκιο.