Στα καζίνο της Γευγελής η Ελλάδα αναστενάζει και ο Κάφκα ντρέπεται
- 28 ΜΑΡ 2019
Σπάνιες οι φορές στη ζωή που η πραγματικότητα την οποία έχεις φανταστεί για ένα μέρος που δεν έχεις επισκεφτεί ποτέ, ξεδιπλώνεται μπροστά σου όπως ακριβώς την έπλασες μέσα από διηγήσεις και σκόρπια διαβάσματα.
Για τα καζίνο που εδρεύουν στη Γευγελή, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τα σύνορα της Ελλάδας με τη Βόρεια Μακεδονία, η διαδεδομένη περιγραφή είναι μια δυστοπική εικόνα με λεπτομέρειες βγαλμένες από τα έργα του Κάφκα. Η πραγματικότητα επιβεβαίωσε τις περιγραφές σε τέτοιο βαθμό, που και ο ίδιος ο Κάφκα θα ντρεπόταν που δεν κατάφερε όσο ήταν εν ζωή να συλλάβει ένα τέτοιο σκηνικό και να το μεταφέρει στο χαρτί. Έτσι και αλλιώς, η ζωή με την ωμότητά της πολλές φορές ξεπερνά ακόμα και την πιο οργιώδη φαντασία.
Το ταξίδι από την πόλη των Σκοπίων μέχρι τη Γευγελή είναι μάλλον βαρετό. Πρόκειται για 120-130 χιλιόμετρα χωρίς την παραμικρή επαφή με οικιστικό ιστό και αστικό τοπίο. Το Βέλες το αφήσαμε στα δεξιά μας, η νύχτα σιγά-σιγά έπεσε και τη μονοτονία των στιγμών έσπαγαν μόνο οι πολλές στάσεις για τα διόδια.
Ήταν μία εκ πρώτης όψεως αδιάφορη Πέμπτη. Η οδηγός μας, πάντως, στοιχημάτιζε ότι παρά το γεγονός ότι η μέρα ήταν εργάσιμη και το κρύο σχετικά τσουχτερό για την εποχή, τα καζίνο θα ήταν σχεδόν γεμάτα. Σε λίγα λεπτά θα φτάναμε και θα δικαιωνόταν πανηγυρικά. Στο πάρκινγκ υπήρχαν πάνω από 100 αυτοκίνητα με ελληνικές, ελληνικότατες, πινακίδες που αντιστοιχούσαν σε πολλούς νομούς της Βόρειας Ελλάδας. Αυτοκίνητα από τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, την Πιερία, την Κοζάνη, την Ημαθία, ακόμα κι από τον Έβρο.
Πριν μπούμε, δεν γινόταν να μην προσέξουμε τις πινακίδες και τις αφίσες, οι οποίες θα μπορούσαν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Σ’ αυτές που προπαγάνδιζαν συναυλίες Ελλήνων τραγουδιστών που θα πραγματοποιούνταν στο χώρο τις αμέσως επόμενες μέρες (Χριστοδουλόπουλος -πατήρ και υιός- Στάμος, Τριαντάφυλλος, Μαραγκόζη) και σ’ αυτή (μία ήταν) που διαφήμιζε ένα οδοντιατρείο που βρισκόταν μόλις 100 μέτρα πιο μακριά. Στη Γευγελή, κοντολογίς, μπορείς να συνδυάσεις το μπλακ τζακ και τα φρουτάκια με τα σφραγίσματα και τις απονευρώσεις. Όλα αυτά, σε ιδιαίτερα προνομιακές τιμές για τα ελληνικά δεδομένα.
Μπήκαμε κάπως μουδιασμένα, όπως μπαίνει κάποιος κάπου για πρώτη φορά. Είχαμε ένα μικρό δισταγμό, ίσως και μία συστολή. Η υπάλληλος με τα σπαστά ελληνικά, μας ενημέρωσε ότι πρώτα θα έπρεπε να βγάλουμε κάρτα εισόδου. Στηθήκαμε, λοιπόν, μπροστά από το φακό και μέσα σε λίγα λεπτά οι κάρτες με τη φωτογραφία και τα στοιχεία μας είχαν εκτυπωθεί. Τα σπαστά ελληνικά μας έκαναν εντύπωση. Κακώς, πολύ κακώς. Πρόκειται για τον κανόνα.
Όσο περιμέναμε στην γκαρνταρόμπα για να αφήσουμε τα μπουφάν μας, ένας άκρως ελληνικός διάλογος τάραξε την ησυχία:
-Να σου πω, δεν χάνεις μόνο εσύ. Χάνω και εγώ. Μην κάνεις έτσι λοιπόν.
-Εντάξει σε λέω, μη φωνάζεις, δεν χρειάζεται.
Δύο γυναίκες, περίπου 40 χρόνων, καυγάδιζαν για τα αποτελέσματα που είχε το παιχνίδι τους εντός της αίθουσας χωρίς να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες. Είχαν ένταση και εκνευρισμό. Πήραν τα πανωφόρια τους και εξαφανίστηκαν.
Εμείς μπήκαμε. Μας καλωσόρισαν πάλι με σπαστά Ελληνικά και κάπου εκεί δεν αντέξαμε και ρωτήσαμε την οδηγό μας. “Απλό είναι, δεν προσλαμβάνεσαι εδώ αν δεν μιλάς Ελληνικά, έστω και σπαστά. Οι περισσότεροι πελάτες είναι Έλληνες, οπότε, είναι απαραίτητο” μας εξήγησε η Σόνια. Απλό όντως, αλλά δεν παύει να κάνει εντύπωση, με δεδομένο ότι βρισκόμαστε στο έδαφος μίας ξένης χώρας, έστω και αν η συγκεκριμένη πόλη βρίσκεται μία ανάσα από τα ελληνικά σύνορα.
Η ανθρωπογεωγραφία του χώρου, εκείνη την Πέμπτη τουλάχιστον, αποκάλυπτε ένα μωσαϊκό ανθρώπων. Οι περισσότεροι ήταν άνδρες, 45-50 χρόνων και πάνω. Δεν έλειπαν όμως και οι γυναίκες, αυτής της ηλικιακής ομάδας αλλά και μικρότερες.
Άπαντες, γυναίκες και άνδρες, ήταν Έλληνες και φυσικά μιλούσαν Ελληνικά
Στις δύο ώρες που παραμείναμε, η γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας ακούστηκε από ελάχιστα έως καθόλου.
Κάποιοι από τους συμπατριώτες μας κουβαλούσαν και τις κακές τους συνήθειες. Κάπνιζαν σαν να μην υπάρχει αύριο, έπιναν ακατάπαυστα κι έβριζαν τα μηχανήματα που δεν τους έκαναν τη χάρη. Στην αίθουσα υπήρχαν και κάποιοι που έσπαγαν πλάκα με την ατυχία τους, αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ο θυμός – άνθρωποι που αν τους κοιτούσες θα έβλεπες καημό και οργή στα μάτια τους.
“Πες του ρε και εσύ, γιατί δεν με ακούει ο μαλάκας”, ακούστηκε από ένα κύριο γύρω στα 55 που μιλούσε στο τηλέφωνο ακριβώς δίπλα μας. Μιλούσε δυνατά σαν να ήταν στο σπίτι του. Ίσως έτσι να ένιωθε. Και δεν ήταν ο μόνος. Ούτε ήταν ο μόνος που κουβαλούσε το φραπέ του στο χέρι.
Εμείς δεν γουστάραμε να παίξουμε. Δεν ξέραμε, κιόλας να παίξουμε, αλλά κυρίως δεν γουστάραμε. Καθίσαμε στην καφετέρια για να χαζεύουμε τους άλλους. Μας ενημέρωσαν ότι αλκοόλ σερβίρεται μόνο σ’ αυτούς που παίζουν, οπότε περιοριστήκαμε στους εσπρέσο βραδιάτικα. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι γιατί το μάτι άνοιξε ακόμα περισσότερο.
Το βλέμμα έπεσε σε μία οικογένεια (το πιο πιθανό) που αναζητούσε την τύχη της στο διπλανό μηχάνημα. Ο πατέρας, γύρω στα 60, με κάπα άλλης εποχής, χαρακτηριστικά προσώπου που μαρτυρούσαν άνθρωπο που έχει δουλέψει πολύ στη ζωή του. Ψηλός, ξερακιανός. Η μητέρα, της ίδιας ηλικίας, έμοιαζε μ’ αυτές τις κυρίες που συναντάμε συνεχώς στις πόλεις και τα χωριά της επαρχίας. Κοντή, στρουμπουλή, φορούσε μαύρη φούστα και μαύρη ζακέτα και τα μαλλιά της ήταν φανερό ότι δεν είχαν υποδεχτεί ποτέ ούτε στάλα βαφής. Ήταν κάτασπρα. Δεν φορούσε κοσμήματα, δεν ήταν από αυτές που χρησιμοποιούν μακιγιάζ. Η κόρη (αν υποθέσουμε πως ήταν τέτοια) γύρω στα 30, με πιο μοντέρνο ντύσιμο, αλλά όχι κάτι εξεζητημένο. Ένα μπλου τζιν κι ένα φούτερ. Τρεις άνθρωποι της διπλανής πόρτας, πιθανότατα μια αγροτική φαμίλια της επαρχίας.
Μας έκανε φοβερή εντύπωση ότι από τους τρεις, αυτός που έπαιξε ήταν η μητέρα. Ήταν φανερό ότι δεν γνώριζε τι έκανε κι ότι δεν είχε ιδέα πώς λειτουργούσε αυτό που είχε ακριβώς μπροστά της. Έκανε ό,τι έκανε με τις οδηγίες του συζύγου της και με την κόρη να κάθεται στα αριστερά της και να παρακολουθεί. Οι τρεις τους μιλούσαν πολύ λίγο, μόνο για ό,τι είχε να κάνει με το παιχνίδι. Μπροστά από τα τρία ζευγάρια μάτια περνούσαν πολύ γρήγορα οι καρικατούρες του μηχανήματος. Συνέχεια. Δεν το κούνησαν ρούπι στην περίπου μία ώρα που η ματιά μας είχε κολλήσει πάνω τους. Πώς το έλεγαν παλιά στο πρώτο trainspotting, “Ευτυχώς διάλεξα να μη διαλέξω τέτοια ζωή”.
Μαζί με τους παίκτες, στο περιβάλλον υπήρχαν και οι επαγγελματίες, οι υπάλληλοι του καζίνο. Οι περισσότεροι μέχρι 35 χρόνων, νέοι που αναζητούσαν μία εργασία με σχετικά καλό μισθό. Τα 400 ευρώ μηνιαίως με τα οποία αμείβονται κατά μέσο όρο, μπορεί στα μάτια του Ελληνα να φαίνονται (και να είναι) λίγα, αλλά σ’ αυτά του Βορειομακεδόνα φαντάζουν μισθός αξιοπρεπής. Όλοι τους ξέρουν ελληνικά, αφού εξυπηρετούν κυρίως Έλληνες παίκτες. Κάποιοι είναι από τη Γευγελή, αλλά έρχονται εδώ και από άλλες πόλεις της Βόρειας Μακεδονίας (Σκόπια, Μπίτολα, Βέλες).
Κατά μέσο όρο, τα καζίνο της Γευγελής δέχονται 500-600 Έλληνες τις καθημερινές και 1000 τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες
Δεν είναι τυχαίο ότι η οικονομία της πόλης στηρίζεται κυρίως στα ελληνικά κεφάλαια, μικρά ή μεγάλα. Οι 35.000 κάτοικοί της γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι Έλληνες πληρώνουν και φροντίζουν να προσαρμόζουν την αγορά τους στα ελληνικά γούστα και ανάγκες. Κάπως έτσι προκύπτει μία σχέση αλληλεξάρτησης που δένει την πόλη με το ελληνικό στοιχείο, παρά τις εκατέρωθεν εθνικιστικές κορώνες και τους αφορισμούς.
Πίσω στο καζίνο, ο κόσμος, παρά το προχωρημένο της ώρας, παρέμενε σταθερός στον αριθμό του. Όσοι έφευγαν, τόσοι έρχονταν. Η κυρία με την καφέ γούνα που συνοδευόταν από τον μάλλον παχουλό σύζυγό της, μπήκε στην αίθουσα με το χαμόγελο του παιδιού που αντικρίζει την Ντίσνεϊλαντ. Άλλες κυρίες κάθονταν στον καναπέ της αίθουσας αναμονής και κουβέντιαζαν για την καθημερινότητά τους όπως ακριβώς θα έκαναν και στο μπαλκόνι τους, τινάζοντας τα σεντόνια.
Κάθε τρεις και λίγο, τα ηχεία ανήγγειλαν στα ελληνικά προσφορές ή αλλαγές στα διαθέσιμα παιχνίδια. Σ’ αυτό το σημείο της Γευγελής, ίσως και στα άλλα, υπάρχει μόνο Ελλάδα. Καλό ή κακό, σας αφήνουμε να το κρίνετε.
Μία από τις τελευταίες εικόνες που εντυπώθηκε στο μυαλό μου ήταν η φωτογραφία (τεράστια, σαν αφίσα) του Χρήστου Δάντη επί το καλλιτεχνικόν έργον που υπήρχε πίσω από το πολυτελές μπαρ.
Έξω στο πάρκινγκ, ο αριθμός των αυτοκινήτων δεν είχε μειωθεί καθόλου. Κατέφθαναν συνεχώς συνέλληνες για να δοκιμάσουν την τύχη τους στα τυχερά παιχνίδια. Ήταν μία ακόμη Πέμπτη, νωρίς μέσα στο μήνα. Η 25η Μαρτίου και οι διαμάχες για τη ‘Μακεδονία ξακουστή’ ήταν ακόμη μακριά. Οπότε, γιατί όχι ρε φίλε;
“Κοπελιά, δώσε μου μάρκες σε παρακαλώ!”.