Στο κυνήγι των μαγικών πουέντ
- 20 ΟΚΤ 2015
Όχι, δεν είμαι αυτός ο πατέρας. Ο αδιάφορος για τις δραστηριότητες του παιδιού του. Όπως δηλαδή υπήρξε ο δικός μου. Όμως, μετά από πέντε διαφορετικά δοκιμαστικά σε μπαλέτα, δυο σε σωματεία ρυθμικής γυμναστικής και από μια σε σχολή μαγειρικής για παιδιά, εργαστήρι κεραμικής και κολυμβητήριο, παρέδωσα πνεύμα.
‘Πως σου φάνηκε, αγάπη μου το μάθημα;‘, ρωτάω την 5χρονη κόρη μου, ντυμένη σαν πριγκίπισσα κομπλέ με ραβδάκι, καθώς βγαίνει χαμογελαστή από το δοκιμαστικό σε μια εξαιρετική σχολή μπαλέτου στο Παλιό Φάληρο. ‘Ήταν λίγο βαρετό’, μου λέει μπροστά στη ξανθιά αγγελική δασκάλα και τους υπόλοιπους γονείς. Και εμένα μου πέφτουν κανονικά τα μούτρα.
Σχεδόν μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Βλέπεις την συγκεκριμένη ‘ήττα’ δεν την περίμενα. ΟΚ, καταλαβαίνω γιατί δεν της άρεσε το κολυμβητήριο που μου ζήτησε να την πάω. Το πρώτο δηλαδή request της. Ήταν πολλά παιδιά στην τάξη και το μόνο που έκαναν όλη την ώρα ήταν να κρατιούνται από την ‘κουπαστή’.
Επίσης είναι κατανοητό γιατί δεν της άρεσαν οι άλλες δυο σχολές μπαλέτου στις οποίες είχαμε ήδη πάει. Στην πρώτη η δασκάλα έφερνε περισσότερο -φυσιογνωμικά- σε μάγισσα από ότι σε νεράιδα. Και στην δεύτερη το κτίριο ελαφρώς ντέκα. Όμως εδώ, δεν υπήρχε καμία μα καμία δικαιολογία. Το κτίριο ήταν φανταστικό (ένα υπέροχο νεοκλασικό). Η δασκάλα έμοιαζε φτυστή με την Έλσα από τo Frozen. Πριν το μάθημα της έδωσαν ραβδάκι. Και μετά κουλουράκι.
Ήμουν σίγουρος ότι επιτέλους είχα βρει κάτι που θα της άρεσε να την πηγαίνει η μητέρα της τα απογεύματα (Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμείς έτσι το έχουμε χωρίσει. Εγώ βρίσκω την δραστηριότητα. Και η γυναίκα μου, που έχει πιο εύκολο πρόγραμμα μέσα στη χρονιά, την πηγαίνει).
Τόσο σίγουρος ώστε έκανα τον ‘κόπο’ να γνωριστώ με τους υπόλοιπους γονείς στην αίθουσα αναμονής. Στη λογική ότι παίζει να ‘βγάλουμε’ καμία καινούργια φίλη από την ιστορία. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, το πήρα βαρέως. Σκέψου ότι η -αγγελική, στο είπα αυτό ήδη, σωστά;- δασκάλα, που κατάλαβε μάλλον τι περνάω, αναγκάστηκε να βάλει το χέρι στον ώμο για να με παρηγορήσει.
Εντάξει, προφανώς σε όλο αυτό, έπαιξαν ρόλο τόσο τα παιδικά μου ‘τραύματα’ όσο και η απειρία μου. Βλέπεις, επειδή ακριβώς οι δικοί μου γονείς ήταν βουρ μικροαστοί, το μόνο που έκαναν ήταν να με πάνε και να με ‘πετάξουν’ στο πιο κοντινό σωματείο μπάσκετ (στις Τζιτζιφιές). Δεν είχαν την καλλιέργεια ή το budget να με στείλουν σε ωδείο, σε τένις, σε σκάκι. Κάτι που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα κάνω, εφόσον έχω παιδί. Δηλαδή να του δώσω την ευκαιρία να τσεκάρει τα πάντα προκειμένου να βρει κάτι με το οποίο θα είναι πραγματικά παθιασμένο.
Επίσης, μην ξεχνάς, ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που έκανα ‘μακροβούτι’ χωρίς μπουκάλα οξυγόνου στην ‘διαβολοβδομάδα’ των δοκιμαστικών. Εκείνη την περίοδο δηλαδή, από τα μέσα Σεπτέμβρη ως και τις αρχές Οκτώβρη, που μπορείς να πας -το παιδί σου- να κάνει δωρεάν δοκιμαστικό μάθημα σε ότι θέλει, προκειμένου μετά να αποφασίσει και να γραφτεί.
Αν δεν ήταν μάλιστα η γυναίκα μου, που μου το ξέκοψε σε υψηλή ένταση (βλέπε φωνή που ραγίζει διπλά τζάμια και σπάει ποτήρια κρασιού) ότι δεν σκοπεύει να οδηγεί μια ώρα μέσα στο χειμώνα για να την πηγαίνει σε ότι κουλό μάθημα βρω ανά την Αττική, το εύρος των σχολών που θα χτύπαγα θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα νότια προάστια στα οποία ‘περιορίστηκα’.
Ξέρω τι θα πεις. Ότι και η παιδίατρός μου και η γειτόνισσά μου η Τίνα. Ότι, δηλαδή, δεν πρέπει να πιέζεις το παιδί να κάνει κάτι. Ακούς τι θέλει, π.χ. Να παίξει ποδόσφαιρο ή, στην δική μου περίπτωση, να ξεκινήσει κεραμική, και το πηγαίνεις εκεί.
Τελικά αυτό ακριβώς έκανα. Την άκουσα. Πλέον μέσα στην εβδομάδα η μικρή πηγαίνει δυο απογεύματα στη σχολή μπαλέτου που σου έλεγα (Άλλαξε γνώμη. Μάλλον εξαιτίας των νεραιδο-ραβδίων που τους δίνουν. Επίσης επειδή η μάνα της της είπε -ψέματα- ότι αν σταματήσει θα πρέπει να επιστρέψει τη στολή και τις πουεντ). Και κάθε Σάββατο πρωί την πηγαίνω εγώ σε μια εξαιρετική σχολή κεραμικής που βρήκα στον Άλιμο.
Το μόνο πρόβλημα; Ότι έχει τόσο πολύ ‘εθιστεί’ στην διαδικασία των δοκιμαστικών, που σχεδόν κάθε πρωί γυρίζει και μου λέει ‘Μπαμπά, τι άλλο έχεις βρει για να δοκιμάσουμε;’. Κάτι που με γεμίζει ταυτόχρονα χαρά (ναι, είναι δικό μου το παιδί, πάντα πρόθυμο να ξεκινήσει κάτι καινούριο) και τρόμο (πότε επιτέλους θα τελειώσει η αναζήτηση;).
Το μόνο που με παρηγορεί, καθώς περιμένω έξω από το μάθημα, οπλισμένος με μια κούπα καφέ και ένα Ipad γεμάτο sci fi βιβλία και περιοδικά, είναι ότι δεν είμαι μόνος. Εκείνη την ώρα, γύρω στις έξι το απόγευμα τις καθημερινές ή έντεκα το πρωί Σαββάτου, όποιον άλλον πατέρα πάρω (ή, το πιο συνηθισμένο, μητέρα) βρίσκεται αντίστοιχα σε κάποιο άλλο γήπεδο ή σχολή με το δικό του παιδί.
Σχεδόν έχει εξελιχθεί στην νέα ιεροτελεστία της παρέας μου, με τους οποίους γνωριζόμαστε από παιδιά και που πλέον είμαστε όλοι πατεράδες. Είναι η ώρα που ξέρουμε ότι ο άλλος βαριέται θανάσιμα (Εντάξει, κλαις την πρώτη φορά που την βλέπεις να χορεύει ή τον βλέπεις να βάζει γκολ/τρίποντο. Την επόμενη λες ξεψυχισμένα ένα μπράβο και επιστρέφεις στην οθόνη σου) και έχει χρόνο και διάθεση να μιλήσει. Για οτιδήποτε, φυσικά, πέρα από το πόσο ταλαντούχο είναι το παιδί του.