Στο νότιο Πήλιο πας για βουνό, θάλασσα και τσιτσίραβλα
- 12 ΑΠΡ 2017
Η χερσόνησος του Πηλίου μοιάζει με το αναποδογυρισμένο, ατροφικό χέρι ενός άντρα που προσπαθεί να κάνει επίδειξη του μπράτσου του. Η κύρια ελληνική χερσόνησος αποτελεί τον κορμό του κι ο Παγασητικός κόλπος τη μασχάλη του. Αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που στο χάρτη της Ελλάδας το μάτι μου πέφτει πάνω στο νομό Μαγνησίας.
Ενώ έβλεπα το πρωταπριλιάτικο ηλιοβασίλεμα, καθισμένος στο ένα από τα δύο παγκάκια έξω από την εκκλησία του προφήτη Ηλία, που σύμφωνα με τους κατοίκους του Λαύκου, του χωριού στο οποίο έμενα εκείνο το διήμερο και ανήκει η συγκεκριμένη εκκλησία, από εκεί μπορείς να δεις το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα στο νότιο Πήλιο, δεν σκεφτόμουν τον αντρικό βραχίονα πάνω στον οποίο πλέον βρισκόμουν. Έχοντας το βλέμμα μου προς το Τρίκερι, τον καρπό του προαναφερθέντος χεριού, αναρωτιόμουν αν τα κατάφυτα κομμάτια γης που βρίσκονται μέσα στον Παγασητικό είναι νησιά ή συνδέονται με τη χερσόνησο του Πηλίου με κάποια λεπτό κομμάτι γης εκτός του οπτικού μου πεδίου, αφαιρώντας τους το δικαίωμα να λογίζονται ως νησιά. Λες και είχε σημασία αν είναι όντως νησιά ή όχι. Το μόνο που πραγματικά είχε σημασία ήταν πως το Πήλιο θα μου αποδείκνυε για άλλη μια φορά πως είναι ένας ευλογημένος τόπος.
Ο Λαύκος
Είχα επισκεφθεί το Πήλιο άλλες δύο φορές. Στην Ανθή, το κορίτσι που τρέχει το Fyloma, τον ξενώνα που με φιλοξένησε στο Λαύκο, από τις 31 Μαρτίου μέχρι το απόγευμα της 2ης Απριλίου όταν με παρέλαβε, το προηγούμενο μεσημέρι από το ΚΤΕΛ και μου ανακοίνωσε το πρόγραμμα που μου είχε φτιάξει για το διήμερο, είπα ότι δεν είχα πρόβλημα να συμμετέχω σε οτιδήποτε, αρκεί κάπου μέσα σε αυτές τις 48 ώρες να υπήρχε χώρος για αυτό που πέρα από την οργιώδη φύση μου είχε μείνει στο μυαλό από το Πήλιο. Ένα πιάτο σπετζοφάι. Δυο μέρες αργότερα, όταν η Ανθή θα με άφηνε στη στάση για να πάρω το ΚΤΕΛ της επιστροφής, θα της έλεγα πως το σπετζοφάι θα ήταν ένα από τα δέκα τουλάχιστον πιάτα που θα ήθελα να γευτώ ξανά την επόμενη φορά που θα βρισκόμουν στην περιοχή.
(Στο μονοπάτι προς Μήλινα)
(Όσο κι αν προσπάθησα δεν μου έκαναν τη χάρη να τις βγάλω και τις τέσσερις ταυτόχρονα ανφάς)
”Γλαυκός σημαίνει καθαρός και φωτεινός, σαν τον ορίζοντα του Λαύκου”, μου αποκρίθηκε η Ανθή κάνοντάς με να νιώσω καλύτερα, όταν της είπα πως μέχρι δύο μέρες πριν το ταξίδι νόμιζα ότι το χωριό λεγόταν Γλαύκος και όχι Λαύκος. Ένα τέταρτο, αφότου εγκαταστάθηκα στο δωμάτιό μου στο Fyloma ξεκίνησα το μονοπάτι προς τη Μηλίνα, ένα παραλιακό χωριό πεντέμισι χιλιόμετρα από τον ξενώνα, έχοντας μπροστά μου τον ορίζοντα του Λαύκου. Το μονοπάτι έχει σήμανση από την ομάδα ‘Φίλοι των Καλντεριμιών του Νοτίου Πηλίου’ και κατά τη διάρκεια της διάσχισής του συνάντησα πέντε ανθρώπους, δύο εκ των οποίων μάζευαν σπαράγγια. Τα σπαράγγια μαζί με τις φτέρες και τα τσιτσίραβλα αποτελούν όπως θα μάθαινα λίγες ώρες αργότερα στην Αφροδίτη, καφέ-εστιατόριο στην πλατεία του Λαύκου, τους πιο μερακλίδικους μεζέδες της εποχής. Αυτό το μονοπάτι, το μπάνιο στα παγωμένα νερά του Παγασητικού και η διαδρομή από και προς τον προφήτη Ηλία ήταν οι μόνες δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχα αυτό το διήμερο κι η ενέργεια που κατανάλωσα κατά τη διάρκειά τους ήταν περισσότερη από την ενέργεια (βλ. θερμίδες) που αποκόμισα.
Τα τσίπουρα και τα τσιτσίραβλα
(Τα τσιτσίραβλα)
(Αγριογούρουνο με τηγανητές πατάτες)
Τσιτσίραβλα ή τσουτσουράφλια λέγονται τα τρυφερά βλαστάρια της αγριοφυστικιάς που μαζεύουν κάθε Απρίλη με πολύ κόπο από γκρεμούς οι κάτοικοι του Πηλίου, για να τα κάνουν τουρσί, το οποίο αποτελεί το ιδανικό συνοδευτικό για το τσίπουρο. Στην επιστροφή μου από την Μηλίνα έκανα ένα ντουζ και στο επόμενο πλάνο βρισκόμουν σ’ ένα τραπέζι στην Αφροδίτη, όπου η Ανθή μου ανέλυε τα περί τσιτσίραβλων. Εν τω μεταξύ, είχε παραγγείλει τέσσερα τσίπουρα, όσα και τα άτομα που καθόμασταν εκείνη τη στιγμή στο τραπέζι.
Στη Μαγνησία κάθε 50άρι καραφάκι τσίπουρο αντιστοιχεί σ’ ένα πιάτο με μεζέ. Δώδεκα τσίπουρα και δώδεκα μεζέδες αργότερα, η Ανθή πρότεινε να παραγγείλουμε τα κυρίως πιάτα. Την κοίταξα, περιμένοντας να τη δω να ξεσπάει σε γέλια. Αντ’ αυτού άρχισε σοβαρότατη να μας προτείνει πιάτα όπως αγριογούρουνο, κοκκινιστό αρνί με κολοκύθια και παϊδάκια. Δεν προβάλαμε καμία αντίσταση και στις 23:00, έχοντας δοκιμάσει και τα τρία προαναφερθέντα εδέσματα, χαιρέτησα την παρέα και κατευθύνθηκα προς τον ξενώνα, αφού το ταξίδι από την Αθήνα στο Βόλο σε συνδυασμό με το τσιμπούσι που είχε κρατήσει περίπου τρεισήμισι ώρες, με είχαν εξαντλήσει.
(Η πλατεία του Λαύκου)
Το στρώμα μνήμης
(To Fyloma διαθέτει πέντε πολυτελή δωμάτια με τζάκι και θέα τον Παγασητικό, κουζίνα με παλιό παραδοσιακό πέτρινο φούρνο και κοινόχρηστο καθιστικό στο οποίο μπορεί ο επισκέπτης να απολαύσει το πλούσιο πρωινό που φτιάχνει κάθε μέρα η Ανθή)
(Το Στρώμα)
‘Το σχήμα του κορμιού σου στο κρεβάτι μου έχει μείνει…’, αναφέρει ένας στίχος του ‘Μήπως είμαι τρελός’ που έχει γράψει ο Σπύρος Γιατράς και έχει τραγουδήσει ο Νότης Σφακιανάκης. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι και αντίκρισα το στρώμα μνήμης πάνω/ μέσα στο οποίο είχα περάσει την προηγούμενη νύχτα. Αν και ήμουν πλέον όρθιος, το στρώμα είχε κρατήσει για 1-2 δευτερόλεπτα το σχήμα του σώματός μου, πριν επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση. Η κούραση της προηγούμενης μέρας δεν μου είχε επιτρέψει να κατανοήσω ότι η αίσθηση που είχα στον ύπνο μου ότι με είχε καταπιεί το στρώμα, δεν οφειλόταν μόνο σε αυτή, αλλά και στο ίδιο το στρώμα. Πειραματίστηκα για λίγα λεπτά μαζί του, χαζεύοντάς το όσο επέστρεφε νωχελικά στην αρχική του κατάσταση, αφότου το είχα πιέσει με την ανοιχτή παλάμη ή την γροθιά μου και κατέβηκα για πρωινό. Εκεί έπεσα με τα μούτρα στην πιπερόπιτα και την πρασόπιτα που είχε φτιάξει η Ανθή, αφήνοντας τη μηλόπιτα, την ομελέτα με το λουκάνικο και τις μαρμελάδες για να τα δοκιμάσω το επόμενο πρωινό.
(Τμήμα του πρωινού από τα χέρια της Ανθής)
Με κάτι παραπάνω από γεμάτο στομάχι, λίγο μετά τις έντεκα, κατευθύνθηκα προς την πλατεία του Λαύκου, η οποία έχει κτιστεί πάνω σ’ ένα παλιό νεκροταφείο και απέχει από το Fyloma δύο λεπτά με τα πόδια. Στο δεξί μου χέρι, λίγο πριν πατήσω την πλακόστρωτη πλατεία, συνάντησα το καφενείο του χωριού, το οποίο ήταν κλειστό, αφού όπως θα μου εξηγούσε αργότερα ο Μιχάλης, ο 33χρονος πρόεδρος του χωριού, λειτουργεί από τις 06:00 μέχρι τις 10:00 κάθε μέρα και ανοίγει ξανά στις 16:00. Ένα καφενείο που άνοιξε το 1765 και δουλεύει για εφτά γενιές η ίδια οικογένεια. Από το καφενείο μέχρι την εκκλησία της Παναγίας, μια απόσταση ίση με μισό γήπεδο μπάσκετ, είχαν βγάλει τα μαγαζιά του χωριού τα τραπέζια τους, ενώ τα δέντρα ήταν ακόμη σημαιοστολισμένα από τους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου. Μεταξύ των μαγαζιών, βρίσκεται και το κατάστημα Ζαφειρίου με χειροποίητα δώρα και βιολογικά προϊόντα, από το οποίο αγόρασα ένα βαζάκι τσιτσίραβλα για την Αθήνα.
(Το μέρος που πρέπει να επισκεφθείς για να πάρεις προμήθειες για το γυρισμό)
Στο Προμύρι
Αν περπατήσεις τη δημοσιά που περνάει από το Λαύκο προς τα βορρά, θα συναντήσεις μία ταμπέλα που θα σε οδηγήσει στο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία. Είκοσι λεπτά αφότου έστριψα προς την κατεύθυνση που μου έδειχνε η πινακίδα, είχα μπροστά μου εκτός από το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα ίσως και την ωραιότερη θέα στο νότιο Πήλιο. Στην επιστροφή μου στο χωριό έκατσα σ’ ένα από τα πεζούλια που βρίσκονται περιμετρικά από το κυπαρίσσι στη μέση της πλατείας, που η διάμετρος του κορμού του θυμίζει περισσότερο πλάτανο. Περίμενα τον Μιχάλη, τον πρόεδρο, να ολοκληρώσει το συμβούλιο του χωριού για να πάμε για βραδινό στον Οντά, ένα εστιατόριο στο Προμύρι, χωριό χτισμένο μέσα σε μια κοιλάδα, έξι χιλιόμετρα έξω από το Λαύκο. Τους τελευταίους μήνες έχει τεθεί το θέμα δημιουργίας ανεμογεννητριών στο νότιο Πήλιο, έργο που οι κάτοικοι της περιοχής δεν βλέπουν με καλό μάτι, αφού από τη μία ανησυχούν πως θα χαλάσει το φυσικό τοπίο, ενώ δεν ξέρουν ποιες θα είναι οι συνέπειες στη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής, με αποτέλεσμα τα τοπικά συμβούλια να κρατούν πολύ περισσότερο από όσο συνήθως.
(Το καφενείο του 1765)
Όταν φτάσαμε στον Οντά, με μια μικρή καθυστέρηση, ελέω συμβουλίου, δεν πεινούσα. Τα τσίπουρα, οι μεζέδες και τα ενισχυμένα πρωινά της Ανθής των προηγούμενων ωρών δεν είχαν αφήσει ούτε ένα κυβικό εκατοστό άδειο στο στομάχι μου. Ή έστω έτσι νόμιζα. Όταν ο Γιώργος, υπεύθυνος του μαγαζιού άρχισε να μας μιλάει για το menu, λύγισα. Μεταξύ των πιάτων που ανέφερε βρισκόταν και το σπετζοφάι, στο οποίο δεν θα μπορούσα ν’ αντισταθώ με τίποτα, αφού αποτελούσε μία από τις κυριότερες μνήμες που είχα από τις προηγούμενες επισκέψεις μου στο Πήλιο. Αφέθηκα στις ορέξεις που μου δημιούργησαν τα πιάτα που ήρθαν στα επόμενα λεπτά μπροστά μου, από τα οποία πέρα από το σπετζοφάι ξεχώρισα το σαρμαδόρυζο -ένα πιάτο που έχει την όψη και τη γεύση ενός ανοιχτού ντολμά, αφού το μόνο στο οποίο διαφέρει από τον ντολμά είναι πως δεν είναι τυλιγμένο σε αμπελόφυλλο- μιας και αυτό ήταν το τελευταίο μου βράδυ στο Πήλιο και δεν ήξερα πότε θα επέστρεφα.
(Το συγκεκριμένο σπετζοφάι-λουκούμι θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στα γλυκά και όχι στα αλμυρά)
(Το σαρμαδόρυζο-αποκάλυψη)
Στα βιβλία επισκεπτών των ξενοδοχείων βγάζουμε τον ποιητή που κρύβουμε μέσα μας. Αυτή ήταν η πρώτη διαπίστωση που έκανα καθώς ξεφύλλιζα το βιβλίο επισκεπτών στο Fylloma και διάβαζα τις γλαφυρές περιγραφές των τουριστών (Ελλήνων και ξένων), λίγη ώρα πριν ανέβω στο λεωφορείο για Αθήνα. Ήταν φανερό πως όλοι ήθελαν να γράψουν πως ό, τι είχαν ζήσει στο Πήλιο ήταν ποιητικό, αλλά αντί ν’ αναφέρουν τη συγκεκριμένη λέξη έγραφαν κάτι που έμοιαζε με ποίημα. Καθώς κρατούσα το μολύβι, έτοιμος να καταθέσω κι εγώ την δική μου σχετική εμπειρία, σκεφτόμουν πως ήθελα να αποφύγω τις γραφικότητες. ‘Θα τα ξαναπούμε σύντομα’, έγραψα κι έκλεισα το βιβλίο πριν εκτεθώ ανεπανόρθωτα.
Ευχαριστούμε το Fyloma για τη φιλοξενία, την Αφροδίτη, τον Οντά, και τον Άγγελο για το φαγητό, το συλλογή Ζαφειρίου Store για τα βιολογικά προϊόντα και τα είδη δώρων και την Ανθή και τον Μιχάλη για την ξενάγηση στον Λαύκο.