Τη Λισαβόνα δεν αξίζει να την αγαπάς μόνο για το Euro 2004
Έξι μέρες στην πολύχρωμη και φωτεινή πρωτεύουσα της Πορτογαλίας.
- 20 ΑΥΓ 2018
Είχαμε κλείσει μερικά μόλις λεπτά στην Λισαβόνα και βρισκόμασταν στο Uber που πήραμε από το αεροδρόμιο με κατεύθυνση το ξενοδοχείο μας, όταν ο οδηγός διαπίστωσε πως κάτι λέμε για το στάδιο ‘Ζοζέ Αλβαλάδε’, το οποίο φαινόταν στα δεξιά μας. Αφού μας εξήγησε πως λίγο πιο κάτω βρίσκεται και το ‘Ντα Λουζ’, με ρώτησε αν είμαι Ολυμπιακός και ξεκίνησε να μου αραδιάζει ονόματα όπως Μήτρογλου, Σάμαρης, Καραγκούνης και Κατσουράνης. Πρόλαβε να κράξει τον Μπέντο, είπε κάποια καλά λόγια για τον Μαρτίνς και είμαι σίγουρος πως θα έφτανε μέχρι τον Τριαντάφυλλο Μαχαιρίδη, όμως φτάσαμε στον προορισμό μας.
Από την παραπάνω ιστορία, μπορείς να συμπεράνεις κάποια βασικά πράγματα για την πρωτεύουσα της Πορτογαλίας: όλα βρίσκονται πολύ κοντά, οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα ευγενικοί και ομιλητικοί, συμπαθούν τους Έλληνες και τρελαίνονται με το ποδόσφαιρο. Αλλά είπαμε, αυτά δεν είναι παρά μόνο τα βασικά. Τα υπόλοιπα, τα ανακάλυψα τις υπόλοιπες έξι μέρες που πέρασα εκεί, με αφορμή το μουσικό φεστιβάλ Nos Alive. Και εκτός του τρομερού μουσικού κομματιού της εκδρομής, ήταν έξι υπέροχες μέρες σε μια πόλη που αξίζει να επισκεφτείς.
Και θα επιμείνω στο αξίζει, γιατί η αλήθεια είναι ότι τα αεροπορικά εισιτήρια είναι ιδιαίτερα ακριβά, εκτός κι αν πετύχεις κάποια τρομερή προσφορά. Η κατάσταση εξισορροπείται όμως από το γεγονός πως είναι μια σχετικά φθηνή πόλη, όπως ακριβώς πρέπει να είναι δηλαδή οι τιμές μια χώρας σε κρίση και με χαμηλούς μισθούς.
Οι βόλτες
Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο πράγμα που πρέπει να σε απασχολήσει στην Λισαβόνα, είναι οι αποστάσεις και το πόσο κεντρικά θα μείνεις. Πραγματικά, αν μείνεις μέσα στην πόλη, μπορείς να πας οπουδήποτε και να τη γυρίσεις ολόκληρη με τα πόδια. Υπάρχει φυσικά μετρό, τα τουκ-τουκ αλλά και τα χρωματιστά τραμ, τα οποία αποτελούν ατραξιόν, όμως καλύτερα να την περπατήσεις και να γνωρίσεις όσες περισσότερες γειτονιές μπορείς.
Τα πέτρινα δρομάκια, τα κτίρια με τα ζωγραφισμένα πλακάκια, τα χρώματα, συνθέτουν μια πόλη ζωντανή και χαρούμενη. Από το Μπάιρο Άλτο με τα παραδοσιακά μαγαζάκια, τα όμορφα μπαρ και τα πλακόστρωτα δρομάκια μέχρι την Αλφάμα με την τέλεια θέα όλης της πόλης και το κάστρο του Αγίου Γεωργίου με τα πανέμορφα μαγαζάκια γύρω του, κάθε περιήγηση (και στάση για μπύρα ή καϊπιρίνια βεβαίως-βεβαίως) θα αξίζει τον κόπο.
Αν θέλεις να φύγεις λίγο από την καρδιά της πόλης, μπορείς να κινηθείς παραλιακά και να φτάσεις μέχρι τη Μπελέμ. Εκεί, εκτός από ωραία μέρη για να φας και να πιεις, θα συναντήσεις τον ομώνυμο πύργο, την επιβλητική Μονή των Ιερονυμιτών αλλά και το σκαλιστό μνημείο των ανακαλύψεων, στην κορυφή του οποίου μπορείς να ανέβεις και να χαζέψεις τη θέα, την κρεμαστή γέφυρα της 25ης Απριλίου που θυμίζει την Golden Gate και το άγαλμα του Χριστού (φαίνεται και το γήπεδο της Μπελενένσες, αμέ). Αφού θα βρεθείς στην Μπελέμ, αξίζει να περιμένεις στην ουρά για να φας τα πεντανόστιμα και παραδοσιακά γλυκά Pasteis De Nata (σαν μικρά γαλατοπιτάκια), κατευθείαν από την πηγή και το Pasteis De Belem. Ωραία είναι μια βόλτα και στον βοτανικό κήπο της περιοχής, για να φας τα παστάκια σου παρέα με τις πάπιες.
Τέλος, ελάχιστα έξω από την καρδιά της πόλης, βρίσκεται και το LX Factory, ένα urban υπαίθριο εμπορικό γεμάτο πανέμορφα μαγαζιά, εστιατόρια και μπαράκια. Προσωπικά μου θύμισε λίγο τη φάση Brick Lane στο Λονδίνο, σε κάθε περίπτωση όμως αξίζει την βόλτα.
Το φαγητό (και το ποτό)
Όπως φαντάζομαι γνωρίζεις, η Πορτογαλία φημίζεται για τα θαλασσινά της. Σαρδέλες, μπακαλιάροι (μπακαλάου για να μην σε πουν και βλάχο), μύδια, προσφέρονται σε εστιατόρια και ταβέρνες υπεράνω υποψίας, οι οποίες δεν σου γεμίζουν το μάτι αλλά το φαγητό τους είναι πεντανόστιμο.
Το πρώτο μας παραδοσιακό γεύμα ήρθε στην ‘Taverna Ti Camila’, κοντά στην Αλφάμα, όπου δοκίμασα ένα άχαστο πιάτο Francesinha, δηλαδή ψωμί γεμιστό με λουκάνικα, ζαμπόν και τσορίθο, καλυμμένο με λιωμένο τυρί, ελιές και σος ντομάτας. Και ναι, κατάφερα να συνεχίσω την ημέρα μου και να περπατήσω στη συνέχεια την μισή πόλη.
Στο Μπελέμ πάλι, δοκιμάσαμε θαλασσινά σε μία από τις ταβέρνες δίπλα στο ποτάμι και ήταν όλα εξαιρετικά, από τις σαρδέλες και τον μπακαλιάρο μέχρι τις γαρίδες, ενώ εξίσου άχαστη ήταν και η μικρή αραβική ταβέρνα μέσα στο πανέμορφο Casa do Alentejo που βρίσκεται στη R. das Portas. Αν πάλι δεν είσαι του ψαρικού και του παραδοσιακού, στο ‘To. B’ θα φας ωραιότατο μπέργκερ, ενώ επιβάλλεται μια βόλτα και στο Time Out Market, την αγορά που είναι γεμάτη μικρές καντίνες και μαγαζάκια για φαγητό και ψώνια.
(H Francesinha)
Για πρωινό και διάβασμα, μια σούπερ επιλογή είναι το ‘Hello, Kristof’ ενώ εξαιρετικό πρωινό θα βρεις γενικότερα σε κάποια από τις πολλές Padaria της πόλης. Το ποτό επίσης δεν είναι πρόβλημα στην Λισαβόνα, αφού υπάρχουν αμέτρητα μικρά μπαράκια, σε ένα από τα οποία οφείλεις να δοκιμάσεις την τοπική καϊπιρίνια και Ginjinha, το λικέρ που προσφέρεται σε σφηνοπότηρο από σοκολάτα(!). Αρκετές ημέρες της εβδομάδας τέλος, σε εστιατόρια και μπαρ θα συναντήσεις καλλιτέχνες να τραγουδάνε ζωντανά τα μελαγχολικά Fado, ενώ η πόλη έχει και αρκετά υπαίθρια κιόσκια για να πιεις στα γρήγορα ένα ποτό ή έναν καφέ.
Αν πάλι έχεις τα ψώνια ως βασική προτεραιότητα, δεν θα απογοητευτείς, αφού και εδώ οι επιλογές είναι πάμπολλες που θα έλεγε κι ο Βύρωνας Θεοδωρόπουλος. Από τα μεγάλα καταστήματα στο Chiado, μέχρι το ‘A vida Portuguesa’ με τα παραδοσιακά προϊόντα και τα μαγαζάκια με τις σαρδέλες, αν έχεις πάει στη Λισαβόνα με σκοπό να πάρεις πράγματα, θα πετύχεις τον σκοπό σου.
Η φάση
Για να συνοψίσουμε, η Λισαβόνα είναι μια τρομερά ευχάριστη και ζωντανή πόλη, με πολλές επιλογές και ιδανική για ατέλειωτες βόλτες με τα πόδια στους πλακόστρωτους δρόμους της. Οι άνθρωποί της είναι ευγενικοί και χαμογελαστοί, ο ήλιος και η καλή θερμοκρασία, (τουλάχιστον όταν την επισκεφθήκαμε εμείς, γιατί τώρα έχει καύσωνα), ήταν φίλοι μας και είναι ένα ταξίδι που σίγουρα αξίζει τον κόπο να κάνεις.
Αν πας για περισσότερες από 3 ημέρες, καλό θα είναι να το συνδυάσεις με κάποια εκδρομή, σε μέρη όπως η Σίντρα και το Κασκαΐς, ή αν έχεις όρεξη και αυτοκίνητο, να φτάσεις και μέχρι το Πόρτο. Εμείς, λόγω και του φεστιβάλ δεν το προλάβαμε, όμως καλύτερα. Ευκαιρία να ξαναπάμε.