Τι είναι η ρήτρα αναπροσαρμογής που φουσκώνει τους λογαριασμούς ρεύματος
- 6 ΜΑΙ 2022
Χαμένοι στη μετάφραση παραμένουμε τις τελευταίες ώρες σχετικά με τους λογαριασμούς του ρεύματος. Ανάμεσα στα νέα μέτρα, τα οποία ανακοίνωσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη προς ενίσχυση των πολιτών από τα πλήγματα της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης και των υπέρογκων λογαριασμών, αναφέρθηκε ότι ενεργοποιείται ένας νέος μηχανισμός στην κοστολόγηση της ενέργειας: για τους επόμενους μήνες, αναστέλλεται η ρήτρα αναπροσαρμογής, ενώ προβλέπεται και να καταργηθεί με νόμο.
Αυτό που πρακτικά αλλάζει στην εμπορική αλυσίδα της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως εξήγησε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας, είναι ότι το κόστος με το οποίο προμηθεύονται οι πάροχοι το ηλεκτρικό ρεύμα σταματάει να συνδέεται με την Οριακή Τιμή και το φυσικό αέριο. Σταματάει, δηλαδή, να εξαρτάται από τους όρους ζήτησης και προσφοράς της ελεύθερης αγοράς, αποκτώντας έμμεσα κάποιου τύπου πλαφόν.
Λόγω της σταθεροποίησης αυτής της τιμής στην κιλοβατώρα, παύει να υπάρχει περιθώριο από πλευράς των παρόχων για χρεώσεις στους καταναλωτές μέσω της περίφημης ρήτρας αναπροσαρμογής, η οποία κατά συντριπτική πλειοψηφία ευθύνεται για το άλμα των λογαριασμών στα τέσσερα μηδενικά.
Δεν είναι λίγοι οι πολίτες που πιάστηκαν εξαπίνης, παρατηρώντας την αναλυτική χρέωση στα πρωτοφανή ποσά που κλήθηκαν να πληρώσουν, αφού δεν είχαν ξανακούσει τον όρο αυτής της ρήτρας.
Ήταν στα ψιλά γράμματα του συμβολαίου, για τα οποία πολλοί πελάτες δεν είχαν ενημερωθεί ποτέ, όπως καταγγέλλει το Συμβούλιο του Καταναλωτή. Χιλιάδες είναι οι καταναλωτές που πρόκειται να προσφύγουν μαζικά στη δικαιοσύνη, διεκδικώντας τη μη καταβολή της ρήτρας. Ήδη έχει χαρακτηριστεί παράνομη από την Ολομέλεια Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας.
Πώς προκύπτει η ρήτρα αναπροσαρμογής
Για να τα πάρουμε από την αρχή, η ρήτρα αναπροσαρμογής απαντάται πρώτη φορά στον Κώδικα Ηλεκτρικής Ενέργειας που έχει ψηφιστεί το 2013, αλλά στην ουσία για τους περισσότερους καταναλωτές είναι πολύ πιο πρόσφατη προσθήκη στο συμβόλαιό τους: υπήρχε στα συμβόλαια των νέων παρόχων που άκμασαν την τελευταία δεκαετία, αλλά στην περίπτωση της ΔΕΗ (που ακόμη και σήμερα κατέχει την πλειοψηφία, με 60%) εφαρμόστηκε από τις 5 Αυγούστου του 2021, χωρίς να υπάρξει επαρκής ενημέρωση.
Μόνο οι παρατηρητικοί καταναλωτές με οικιακά τιμολόγια Γ1 ή Γ1Ν, δηλαδή με ενιαία τιμή χρέωσης προμήθειας είτε νυχτερινό (που είναι και οι συνηθέστερες περιπτώσεις), είδαν τότε στο χαρτί του λογαριασμού τους τη σημείωση για τη νέα ρήτρα αναπροσαρμογής που ενσωματώθηκε στην πολιτική του παρόχου, ενώ σε περίπτωση που έμπαιναν στο site της ΔΕΗ, θα βρίσκονταν μπροστά σε έναν δυσεπίλυτο μαθηματικό «τύπο υπολογισμού» της ρήτρας, που μάλλον πονοκέφαλο θα προκαλούσε, παρά ανακούφιση.
Το πρώτο και βασικό είναι το εξής: η ρήτρα αναπροσαρμογής φτιάχτηκε για να αναπροσαρμόζει τις διακυμάνσεις της αγοράς στις πληρωμές. Η αγορά της ενέργειας λειτουργεί με real time δεδομένα, όπως το χρηματιστήριο, οπότε η τιμή της κιλοβατώρας είναι μεταβαλλόμενη. Το θέμα είναι ποιον επιβαρύνει αυτή η μεταβολή: τον πάροχο ή τον καταναλωτή;
Πίσω από τον απαιτητικό τύπο υπολογισμού κρύβεται η απάντηση σε αυτό το ερώτημα: σε κάθε συμβόλαιο κυμαινόμενης κοστολόγησης (όχι πάγιας) τόσο στη ΔΕΗ όσο και στους υπόλοιπους παρόχους, στα ψιλά γράμματα αναφέρεται το ανώτερο και το κατώτατο όριο αυτής της μεταβολής. Αυτά τα όρια καθορίζονται τελείως αυθαίρετα από τους παρόχους. Εάν λοιπόν η διαφορά της κιλοβατώρας ξεπεράσει αυτά τα όρια, τότε η «ζημία» μετακυλίεται στον καταναλωτή.
Αυτό ακριβώς είναι που συνέβη τώρα. Θεωρητικά, η ρήτρα αναπροσαρμογής μπορεί επίσης να ευνοήσει τους καταναλωτές: σε κανονικές συνθήκες, οι τιμές της ενέργειας παρουσιάζουν μικρές αυξομειώσεις, ανάλογα με την εποχή του χρόνου και τις ανάγκες – περισσότερες το καλοκαίρι και το χειμώνα, λιγότερες τους ήπιους μήνες.
Αλλά μέσα στον πανικό της ενεργειακής κρίσης, τα πράγματα εκτροχιάστηκαν. Και αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα, που οδηγεί πολίτες στη δίοδο της δικαστικής διεκδίκησης.
Πού είναι όμως το μεγάλο πρόβλημα;
Τα δύο βασικά είδη συμβολαίων είναι πρώτον, το κυλιόμενο, στο οποίο ανάλογα με την κατανάλωση ρυθμίζεται και το ποσό που πληρώνει ο καταναλωτής, και δεύτερον, το σταθερό συμβόλαιο, που υπόσχεται πάγια χρέωση για πολλούς μήνες, εφόσον η κατανάλωση που γράφει το ρολόι σου κυμαίνεται σε συγκεκριμένο εύρος. Το δεύτερο σενάριο είναι το δέλεαρ που χρησιμοποιούν κατά βάση οι νεότεροι πάροχοι για να προτείνουν ανταγωνιστικά πακέτα στους πελάτες.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις καταγγελίες που έχουν γίνει στο Συμβούλιο του Καταναλωτή πέρσι και φέτος, εκατοντάδες είναι οι πολίτες που μεταφέρθηκαν από τον έναν τύπο συμβολαίου στον άλλον, χωρίς να έχουν ενημερωθεί.
Κατά συνέπεια, βρέθηκαν να πληρώνουν μία ρήτρα για την οποία ουδέποτε άκουσαν, ούτε υπέγραψαν να πληρώνουν. Να αναφέρουμε ότι νομικά αυτή η αλλαγή μπορεί να γίνει μονομερώς από τον πάροχο, εφόσον ισχύουν δύο προϋποθέσεις:
- Να έχουν περάσει τουλάχιστον 6 μήνες από την έναρξη του συμβολαίου
- Να έχει ενημερωθεί ο καταναλωτής τουλάχιστον 60 ημέρες πριν γίνει η αλλαγή στο τιμολόγιό του από σταθερό σε κυμαινόμενο
Κατά πώς φαίνεται, αυτές οι προϋποθέσεις για τους παρόχους, ήταν ό,τι και η ρήτρα αναπροσαρμογής για τους καταναλωτές: ψιλά γράμματα.