© Hulton-Deutsch Collection/Corbis, Getty Images
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Τι έχει κάνει η πανδημία στην ψυχολογία μας

Ανατρέξαμε στους 12 τελευταίους μήνες, αναζητήσαμε έρευνες, ρωτήσαμε ειδικούς για το πόσο κακό κάνουν, τελικά, η πανδημία και τα lockdowns στην ψυχική μας υγεία.

Όλα ξεκίνησαν με το πλύσιμο των χεριών. Μία καθημερινή διαδικασία μεταμορφώθηκε σε μίνι τελετουργικό που ξόρκιζε τα κακά πνεύματα. Έγινε ένα βάσανο το οποίο επαναλαμβανόταν δεκάδες φορές μέσα στη μέρα -βρύση, νερό, σαπούνι, βρύση, νερό, σαπούνι- για λόγους αυτοπροστασίας. Σαν μικρή εμμονή. Αυτά, όταν η πανδημία της Covid-19 έφτασε στην Ευρώπη. Μετά ήρθαν τα lockdowns, τα τρομακτικά στατιστικά, τα sms, τα κλειστά διόδια, οι μάσκες, η πίεση στις ΜΕΘ. Τι έχει, όμως, συμβεί στην ψυχολογία μας όλους αυτούς τους παράξενους μήνες;

«Μην ξεχνάμε ότι η πανδημία και ότι προκάλεσε στην ψυχολογία ήρθε ως συνέχεια μίας παρατεταμένης οικονομικής κρίσης» μου λέει στο τηλέφωνο η Καλλιόπη Δετοράκη, παιδοψυχίατρος και μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. «Εργάζομαι σε ένα προάστιο που δεν ανήκει στις οικονομικά υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας, κι όμως δεν είναι σπάνιο να συναντώ οικογένειες που είναι και οι δύο γονείς άνεργοι».

Οι συνέπειες του κορονοϊού μας αφορούν όλους. Δεν είναι όμως το ίδιο για έναν ιδιοκτήτη μονοκατοικίας 200 τετραγωνικών μέτρων και για πέντε μετανάστες που στοιβάζονται σε κάποιο τυχαίο υπόγειο της Κυψέλης. «Τα προβλήματα έγιναν πιο σοβαρά για ανθρώπους που απειλείται η οικονομική κατάσταση αλλά και η κοινωνική τους ζωή» συμπληρώνει η παιδοψυχίατρος.

Στρες, άγχος, κούραση, βαρεμάρα, αβεβαιότητα. Έννοιες γνωστές σε όλους μας, οι οποίες όμως πήραν μία πολύ διαφορετική διάσταση τον τελευταίο χρόνο. Ήδη γίνεται λόγος για τη μεγαλύτερη ψυχολογική δοκιμασία που έχει υποστεί ο Δυτικός Κόσμος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα.

Τα μπαρ και τα εστιατόρια μένουν κλειστά, η τηλεργασία αποτελεί τη νέα νόρμα, πολλοί από εμάς βρεθήκαμε σε κηδείες όπου ακόμα και ο αποχαιρετισμός έγινε χωρίς ανθρώπινη επαφή. Το περσινό καλοκαίρι εκείνο που επικράτησε, αντί για γλέντια και γάμους, ήταν η εκκωφαντική σιωπή στα κέντρα διασκέδασης.

Τι αποτύπωμα, όμως, μας αφήνουν όλα αυτά; Υπάρχουν ανοικτά τραύματα και επικίνδυνες διαδρομές που παραμονεύουν; Πόσο επιζήμια είναι η πανδημία -εκτός από το σώμα- στην ψυχική μας υγεία;

Μία ζωή κάπως χειρότερη

«Η ξαφνική έκρηξη της Covid-19 μαζί με τα περιοριστικά μέτρα που τη συνοδεύουν έχουν προκαλέσει φόβο, εργασιακή ανασφάλεια, αρνητικά συναισθήματα, τα οποία φαίνεται πως έχουν πυροδοτήσει, σε κάποιες περιπτώσεις, συμπτώματα κατάθλιψης και έντονου άγχους, καθώς και εκδήλωση εμμονών αναφορικά με τις μόλυνσεις, καταναγκασμούς σχετικά με την απολύμανση, συμπτώματα υποχονδρίασης, και, γενικά, έχουν υποβαθμίσει την ποιότητα της ζωής» διαβάζουμε ως συμπέρασμα σε μελέτη που εκπονήθηκε από την Εταιρεία Προληπτικής Ψυχιατρικής σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Nottingham υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας.

Ο καθηγητής Γεώργιος Ν. Χριστοδούλου και η Δρ. Ευγενία Τριανταφύλλου, κύριοι συντονιστές της μελέτης, πραγματοποίησαν μαζί με την ομάδα τους τηλεφωνικές συνεντεύξεις με 602 άτομα (64,4% γυναίκες και 35,4% άντρες) από διαφορετικές περιοχές της Αθήνας και τα αποτελέσματα δεν ήταν ενθαρρυντικά. Μάλλον, όμως, ήταν αναμενόμενα.

Ποιο είναι, λοιπόν, το κυρίαρχο συναίσθημα που προκαλεί η πανδημία; «Υπάρχει φόβος θανάτου» αναφέρει με κάποια θλίψη στη φωνή η Καλλιόπη Δετοράκη, πριν συνεχίσει: «Αυτό συνοδεύει τον κορονοϊό. Δεν είναι κάτι που απλά έχουμε στο μυαλό μας, πρόκειται για μία πραγματική, αληθινή απειλή. Η ανθρωπότητα, τουλάχιστον στον Δυτικό Κόσμο, έρχεται αντιμέτωπη με κάτι τέτοιο για πρώτη φορά μετά από έναν αιώνα και την Ισπανική Γρίπη που κόστισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους».

Φόβος για τη δική μας υγεία, φόβος για τις ζωές των δικών μας. Μήπως, όμως, είναι λίγο υπερβολικά όλα αυτά; «Υπήρξε έξαρση της ΓΑΔ (Γενικευμένης Αγχώδους Διαταραχής) για κάτι που είναι 100% πραγματικό» έρχεται να διορθώσει το μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, πριν ολοκληρώσει τη φράση της: «Ο κορονοϊός μας επηρέασε καθολικά και σε πολλά επίπεδα: στην υγειά, στην εργασία, στην ίδια μας τη ζωή τελικά».

Οι ευάλωτες ομάδες έγιναν ακόμα πιο ευάλωτες

ψυχολογία © Hedgehog Digital / Unsplash

«Η αίσθηση έντονου άγχους δεν είναι αδικαιολόγητη. Τους τελευταίους 12 μήνες ο πλανήτης βιώνει ένα πανανθρώπινο άγχος» αναφέρει η ψυχοθεραπεύτρια Λητώ Καλογεράκη στην τηλεφωνική μας συνομιλία. Δεν είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω προσωπικά. Φαντάζομαι όλοι μας, με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με πρωτόγνωρο στρες στην εποχή της Covid-19. Τι μας συμβαίνει; «Δοκιμάζονται οι στρατηγικές αντιμετώπισης. Οι τρόποι, δηλαδή, που έχουμε μάθει για να διαχειριζόμαστε τις δυσκολίες. Σίγουρα, χρειαζόμαστε περισσότερο κόπο για να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες».

Κάποιοι από εμάς έχασαν τις δουλειές τους, άλλοι βρέθηκαν με κλειστά τα μαγαζιά τους για μήνες ολόκληρους, κάποιοι λίγοι εγκλωβίστηκαν και δεν μπορούσαν να δουν τους δικούς τους. Μπορεί όλοι να είμαστε ίσοι κάτω από τον ήλιο, σίγουρα όμως δεν είμαστε ίδιοι. Κάποιοι άνθρωποι σπάνε πιο εύκολα, σωστά;

«Ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι άνθρωποι βιώσαν το αίσθημα της απογοήτευσης» σημειώνει η Καλλιόπη Δετοράκη, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους, για να συνεχίσει: «Οι πιο ευάλωτοι ζουν σε έναν διαρκή φόβο. Όσοι ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου φοβούνται πολύ. Πώς βιώνει άραγε ένας συνταξιούχους τη συμβίωσή του με φοιτητές που δυσκολεύονται να τηρήσουν κανόνες αυτοπροστασίας σε μία πολυκατοικία;».

 

 

 

Ας πάρουμε ένα λεπτό για να σκεφτούμε τους πιο ευάλωτους ανθρώπους εκεί έξω. Τον φίλο που δεν άντεξε την απόλυση, τον γέρο θείο που μένει ξεχασμένος στο χωριό, έναν έφηβο με ευαίσθητη ψυχολογία. «Στα ευάλωτα άτομα, όλα αυτά λειτουργούν ως μεγεθυντικός φακός» λέει η παιδοψυχίατρος. «Για όσους ζουν μόνοι, η ζωή άλλαξε δραματικά. Οι εργένηδες νιώθουν αποκλεισμένοι από την κοινωνική ζωή ενώ οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι βιώνουν έντονους φόβους χωρίς να μπορούν εύκολα να βρουν μία διέξοδο» συμπληρώνει, για να ολοκληρώσει με μία γενίκευση που δείχνει να βγάζει πολύ νόημα: «Όσοι έχουν δυσκολία να προσαρμοστούν σε αλλαγές περιβάλλοντος αντιμετωπίζουν πρόσθετες δυσκολίες».

Η Covid-19 μας αφορά όλους

Ο πατέρας μου μένει στα Βόρεια Προάστια, έτσι κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας μου έλεγε πως ανακάλυψε ξανά την ηρεμία του δάσους μετά από χρόνια. Για μένα, που έβγαζα βόλτα το σκυλί σε ένα ερημωμένο Κουκάκι, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά: Οι γειτονιές του Κέντρου δεν είναι ίδιες χωρίς τα μαγαζιά τους ενώ ο ήχος από τους οικογενειακούς καυγάδες ήταν το μοναδικό πράγμα που έσπαγε τη σιωπή. Η καραντίνα κόστισε κάτι σε όλους – σε άλλους περισσότερα, σε άλλους λιγότερα.

Σίγουρα, όμως, υπάρχουν κάποια κοινά πράγματα που βιώσαμε άπαντες. «Αποστέρηση ερεθισμάτων» είναι η επιστημονική απάντηση της Λητούς Καλογεράκη, στην ερώτησή για το τι τελικά μας προκαλεί η διαδικασία των lockdowns. «Μπορεί να λειτουργήσει ως μία δυσκολία για να βρούμε ασχολίες που μας κάνουν χαρούμενους, που μας αποφορτίζουν, που μας ηρεμούν» μου λέει. Ύστερα, ακολουθεί άβολη σιωπή. Θέλω να καταλάβω λίγο καλύτερα. «Φτωχαίνει η καθημερινότητά μας» μου εξηγεί.

«Έχουν εγκαταλείψει ακόμα και πολύ αγαπημένες ασχολίες. Άνθρωποι που διάβαζαν άφησαν τα βιβλία στην άκρη, η μουσική δεν ακούγεται πια το ίδιο στα αυτιά όσων την αγαπούν, ακόμα και άνθρωποι που γυμνάζονταν καθημερινά έχασαν την όρεξη για τη fitness ρουτίνα τους» είναι η παρατήρηση της Καλλιόπης Δετοράκη, όσον αφορά την αλλαγή που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας. «Πολλές φορές οι επιλογές μας είναι αυτοβλαπτικές: υπερβολικό bingewatching, περισσότερο τσιγάρα, πολύ αλκοόλ» συμπληρώνει η ψυχολόγος Λητώ Καλογεράκη.

Όλα αυτά όμως έχουν να κάνουν με τον ελεύθερο χρόνο μας. Τι συμβαίνει όμως στις δουλειές μας και -κυρίως- στην τηλεργασία; «Τα τμήματα της καθημερινότητας συγχωνεύονται, τόσο χρονικά όσο και χωροταξικά. Οι χώροι χάνονται μες στα σπίτια και ο χρόνος γίνεται ενιαίος» αναφέρει η ψυχολόγος.

Μάλιστα, όσο μιλάμε, ανατρέχω στους τρομερούς οικογενειακούς καυγάδες που πιάνει, συχνά πυκνά, το αυτί μου όταν βγάζω βόλτα το σκυλί. Τα στατιστικά για την ενδοοικογενειακή βία στην εποχή της Covid-19 είναι, τουλάχιστον, απογοητευτικά. «Ο καθένας διαχειρίζεται τα προσωπικά του προβλήματα όπως έχει μάθει – με τη βία εν προκειμένω» είναι η απάντησή της, η οποία συνοδεύεται από κάποια απογοήτευση.

 

 

 

Σύμφωνα με πρόσφατη ελληνική έρευνα, που μπορεί να βρεις κανείς στο Science Direct, το 8,96% των συμμετοχόντων βίωσε το πρώτο καταθλιπτικό επεισόδιο εντός της καραντίνας. Αντίστοιχα, το 23,31% ανθρώπων που είχαν κάποιο ιστορικό εμφάνισαν ξανά συμπτώματα κατάθλιψης. Δυστυχώς, το ίσως πιο τρομακτικό στοιχείο της έρευνας είναι άλλο: Οι θεωρίες συνωμοσίας κάνουν θραύση, με τουλάχιστον τους μισούς ερωτηθέντες να πέφτουν θύματα των fake news με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Η θλίψη και το άγχος εισέβαλαν με μεγάλη ορμή στη ζωή μας τους τελευταίους 12 μήνες. Για τους ανθρώπους με δυσλειτουργικές και αυτοβλαπτικές συμπεριφορές τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Μάλιστα, όπως σημειώνει η Λητώ Καλογεράκη, για όσους διακινούνται από τη συνθήκη της μοναξιάς το lockdown δεν προκάλεσε απλά ανία και βαρεμάρα. Ήταν πολύ πιθανό να εξέλαβαν αυτή την έλλειψη κοινωνικοποίησης με ένα αίσθημα εγκατάλειψης. «Μία αίσθηση δυσφορίας που μπορεί να γίνει πολύ τρομακτική».

Συνεδρείες μέσω Zoom και αυτοφροντίδα

ψυχολογία zoom © Ben Collins / Unsplash

Τηλεργασία, τηλεμαθήματα, τηλε-συνεδρίες με ψυχοθεραπευτές. Μέσα στα πολλά πρωτόγνωρα και παράξενα trends που γέννησε η καραντίνα, το ντιβάνι της ψυχοθεραπείας μεταμορφώθηκε σε οθόνη υπολογιστή. «Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν τις θεραπείες μέσω Zoom για δική τους προστασία. Οι λόγοι είναι πολλοί και διαφορετικοί: λόγω ηλικίας, λόγω υγείας, λόγω κάποιας εγκυμοσύνης. Φυσικά, υπάρχουν αρκετές δυσκολίες, με κυριότερη την έλλειψη ιδιωτικότητας στο σπίτι» λέει η ψυχολόγος Λητώ Καλογεράκη, συμπληρώνοντας όμως ότι κατά την πρώτη καραντίνα οι περισσότεροι προτιμούσαν τις συνεδρίες από κοντά: «Ένας από τους βασικούς λόγους είναι και η ανάγκη για μία ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας. Ένα αίσθημα σταθερότητας και προσωπικού χώρου».

Η πανδημία φέρνει κακή ψυχολογία, υπάρχει ψυχολογική κούραση. Το επιβεβαιώνουν οι έρευνες, οι ειδικοί, ακόμα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Η παραίτηση όμως δεν αποτελεί επιλογή γιατί πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε – το οφείλουμε στους εαυτούς μας. Το ζήτημα είναι, τελικά, τι μπορούμε να κάνουμε.

«Καλό είναι να εκθέτουμε τους εαυτούς μας σε συνθήκες που μας ήταν και πριν ευχάριστες – όπως, για παράδειγμα, το να συναντηθούμε με κάποιους φίλους σε ένα πάρκο. Σίγουρα, δεν θα είναι το ίδιο αλλά θα πρέπει να παραμείνουμε ανοιχτοί προς τέτοια ερεθίσματα» τονίζει η ψυχολόγος. «Πολύ σημαντική είναι η αυτοφροντίδα που θα δείξουμε προς τον εαυτό μας. Χρειάζεται να ακούμε το σώμα και τα συναισθήματά μας. Όλα όσα μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα αποτελούν εφόδιο για τις ημέρες που ζούμε: το περπάτημα, η άσκηση, το προσεγμένο φαγητό, η κατ’ οίκον διασκέδαση».

Μάλιστα, μέσα σε όλο αυτό το δυστοπικό τοπίο, ίσως υπήρξαν και καλές στιγμές. «Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να βρήκαν ξανά πατήματα που είχαν ξεχάσει: Τη βόλτα στη γειτονιά, την πιο κοντινή επαφή με τον/την σύζυγο, τα παιχνίδια με τα παιδιά τους ή ακόμα και την αποσύνδεση από ένα τοξικό εργασιακό περιβάλλον» μου λέει με έναν τόνο αισιοδοξίας η παιδοψυχίατρος Καλλιόπη Δετοράκη, πριν συνεχίσει: «Προσωπικά, όλον αυτόν τον καιρό, είχα την ευκαιρία να περάσω πολλές περισσότερες ώρες με τη μικρή μου κόρη. Το απόλαυσα και το απολαμβάνω».

Ένας λειτουργικός τρόπος για να πάμε παρακάτω

Προβλήματα υπήρχαν, υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν. Τα όσα ζούμε συνοψίζονται πολύ γλαφυρά στα λόγια της Λητούς Καλογεράκη: «Τα υπάρχοντα θέματα που ίσως όλοι αντιμετωπίζουμε (διαπροσωπικές σχέσεις, άγχος, η σχέση με τον εαυτό μας) επανήλθαν με μεγαλύτερη ένταση μέσα στο lockdown. Άλλωστε, αυτό που ζούμε έχει έντονα τα στοιχεία της δυσφορίας και της αβεβαιότητας. Αναζητούμε ένα συγκεκριμένο τέλος, ένας φως στο τούνελ, χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε με σιγουριά ποιο είναι αυτό».

Ίσως, τελικά, πρέπει να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο. Οι φόβοι μας, άλλωστε, ότι μπορεί τα συνεχιζόμενα lockdowns να τσακίσουν την παιδική ψυχολόγια φαίνεται να μην επιβεβαιώνονται. Τουλάχιστον, αυτό πιστεύει η παιδοψυχίατρος αφού, όπως η ίδια λέει: «Τα παιδιά δεν τα έχει τραυματίσει το lockdown σε τόσο μεγάλο βαθμό. Δεν έχω παρατηρήσει κάτι φοβερό».

Οι ελλείψεις που υπάρχουν στις υποστηρικτές δομές ψυχικής υγείας είναι τρομερές – πάντα ήταν. Στην παρούσα φάση δεν πρόκειται όμως να αλλάξει αυτή η κατάσταση από τη μία μέρα στην άλλη, πόσο μάλλον εν μέσω πανδημίας. Θα πρέπει να φροντίσουμε την ψυχολογία μας, τους εαυτούς μας, τους δικούς μας ανθρώπους, εκείνους που μας χρειάζονται. Ίσως χρειαστεί να ζητήσουμε τη βοήθεια ενός ειδικού αλλά αυτό δεν είναι κακό, ούτε αποτελεί κάποια προσωπική ήττα. «Πρέπει να βρούμε έναν λειτουργικό τρόπο για να ανταπεξέλθουμε» αναφέρει η Λητώ Καλογεράκη προς το τέλος της συζήτησής μας.

Τελικά, μετά από έναν χρόνο πανδημίας, αναρωτιέμαι καμιά φορά τι μπορεί να μάθαμε από όλη αυτήν την περιπέτεια που ακόμη δεν έχει τελειώσει. Συνήθως οι σκέψεις μου μπερδεύονται και δεν μπορώ να καταλήξω σε κάποιο μοτό, κάποια κεντρική ιδέα, ένα απόφθεγμα. Η φράση που άκουσα τηλεφωνικά από την παιδοψυχίατρο Καλλιόπη Δετοράκη ανάβει, όμως, ένα λαμπάκι στο μυαλό μου κάθε φορά μα κάθε φορά που την επαναφέρω στο μυαλό μου:

«Το ένστικτο επιβίωσης είναι πολύ δυνατό. Πολύ πιο δυνατό συνήθως από οποιαδήποτε θλίψη, οποιοδήποτε στρες, οποιαδήποτε αβεβαιότητα».