Τι συμβαίνει με τις μωβ μέδουσες και γιατί έχει αυξηθεί σημαντικά η παρουσία τους
Οι καταγραφές έχουν τριπλασιαστεί και πλέον βρίσκονται σε όλη τη Μεσόγειο. Το τσίμπημα της μέδουσας, όμως, και οι αριθμοί δεν είναι τόσο επικίνδυνα, όσο η σκληρή πραγματικότητα που αποκαλύπτεται για την κλιματική αλλαγή και την υπεραλίευση των τελευταίων χρόνων.
- 30 ΜΑΙ 2022
«Εάν δεν κάνουμε κάτι για την κλιματική αλλαγή, καλό είναι να εξοικειωθούμε με τις μέδουσες και το ενδεχόμενο να ζούμε όλο τον χρόνο μαζί τους», απαντά από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ο Χρήστος Τσακλής, διαχειριστής στο Ελληνικό Παρατηρητήριο Βιοποικιλότητας και θαλάσσιος βιολόγος.
Όπως εξηγεί, το παρατηρητήριο αξιοποιεί για τις καταγραφές μια διεθνή πλατφόρμα που είναι ανοιχτή προς όλους, το iNaturalist, στην οποία οι αναφορές για τη μωβ μέδουσα έχουν τριπλασιαστεί σε σχέση με άλλες χρονιές. Την ίδια στιγμή, περιλαμβάνεται στις πιο επικίνδυνες μέδουσες της Μεσογείου.
Τα δύο αυτά δεδομένα ήταν αρκετά για να φτάσουν τα πλοκάμια του θαλάσσιου είδους και στο σώμα των μίντια, πυροδοτώντας ένα μπαράζ δημοσιευμάτων για το «επικίνδυνο είδος που κινείται ύπουλα στις ελληνικές θάλασσες». Η απλή λογική, για αρχή, λέει ότι οι μέδουσες ούτε κινούνται ενεργητικά, ούτε είναι ακριβώς μετρήσιμοι πληθυσμοί: μόνο ενδεικτικά λειτουργούν οι καταγραφές, ενώ η αλήθεια είναι ότι «υπάρχει κόσμος που εσκεμμένα αποκρύπτει ένα περιστατικό, επειδή δεν θέλει να επηρεαστεί τουριστικά η περιοχή», όπως εξηγεί ο κύριος Τσόκλης.
Αλλά αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν ουσιαστικά περιοχές χωρίς μωβ μέδουσες. Έχουν ήδη εντοπιστεί σε Κυκλάδες, Χαλκιδική, Ιόνιο πέλαγος, στα νερά νότια της Πελοποννήσου και μεγάλη είναι η έξαρση που παρατηρείται στον Αργοσαρωνικό την τελευταία εβδομάδα. Ζήτημα χρόνου είναι να εισέλθουν από τα ρεύματα σε κορινθιακό και πατραϊκό κόλπο. Οπότε, «δεν είναι τόσο ο αριθμός, όσο η εξάπλωση που μας έχει ανησυχήσει: για πρώτη φορά βρίσκεται αυτό το είδος σε όλη τη Μεσόγειο, ή –τέλος πάντων– είναι θέμα χρόνου να φτάσει σε κάθε σημείο».
Ποιες είναι οι μωβ μέδουσες
Φυσικά, δεν είναι ένα αλλά πολλά τα είδη μέδουσας που συναντάμε στα ελληνικά ύδατα, «όμως, δυστυχώς, ο κόσμος δεν έχει μάθει να τις διακρίνει, ενώ πρακτικά είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμες», όπως επισημαίνει ο Χρήστος Τσακλής.
Τα δεδομένα από το Ελληνικό Παρατηρητήριο Βιοποικιλότητας δείχνουν τα εξής: τα είδη που αναπαράγονται και κολυμπάνε περισσότερο στη Μεσόγειο είναι η Μέδουσα Πυξίδα (Chrysaora hysoscella), της οποίας η έξαρση λήγει αυτή την περίοδο, οπότε τη συναντάμε εκβρασμένη στις παραλίες, υπάρχει η Μέδουσα Αυγό (Cotylorhiza tuberculata) κυρίως τον Αύγουστο, αλλά και η Rhizostoma pulmo, που είναι άσπρη είτε γαλάζια με μωβ λωρίδα τριγύρω στην καμπάνα της. Όλες αυτές είναι μικρής έως μεσαίας επικινδυνότητας μέδουσες, σε αντίθεση με τις μωβ που «πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί».
Είναι μικρή σε μέγεθος, με τη διάμετρο της κεφαλής της να μην ξεπερνά τα 12 εκατοστά, χρώματος μωβ στην ενήλικη ζωή, αλλά καφέ στα προηγούμενα στάδια, ενώ διαθέτει δύο είδη από πλοκάμια: υπάρχουν αφενός εκείνα που είναι τροφής και αφετέρου τα μακριά, τα περιμετρικά, τα οποία σε πλήρη έκταση αγγίζουν τα 10 μέτρα.
Κατά βάση, ωστόσο, καθώς κινείται διώχνοντας το νερό με την καμπάνα της, η ζώνη που εκτείνεται είναι στα 2-3 μέτρα. Το διάφανο των πλοκαμιών της, που «μοιάζουν με μικρές πετονιές», καθιστά δύσκολα ορατή τη μωβ μέδουσα, οπότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να νιώσουμε σε ανύποπτο χρόνο το έντονο κάψιμο από τα πλοκάμια της.
Πόσο επικίνδυνη είναι
Σε τι διαφέρει ουσιαστικά αυτό το είδος που επιστημονικά αναφέρεται ως Pelagia noctiluca και εντοπίζεται σε βάθος έως 1.600 μέτρων;
«Το σύστημά της παράγει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά νευροτοξίνης, γι΄ αυτό και προκαλεί στιγμιαία έντονο κάψιμο, φουσκάλες με πύον και ερεθισμό πολύ πιο αισθητό από τις υπόλοιπες μέδουσες που έχουμε συνηθίσει», εξηγεί ο κύριος Τσακλής.
Επίσης, σε αντίθεση με άλλες μέδουσες, έχει ένα βαθμό νευροτοξίνης και στο κεφάλι της, ενώ τα πλοκάμια της παραμένουν τοξικά έως και τρεις ώρες μετά το θάνατο της μέδουσας – γι’ αυτό και κάποιο κομμένο πλοκάμι ενδέχεται να φτάσει στα ρηχά ή και έξω στην αμμουδιά.
Σε δεύτερο χρόνο, το σώμα αντιδρά περισσότερο στο σοκ: είναι πιθανό να εκδηλωθούν ναυτίες, πονοκέφαλοι, εμετοί, ταχυκαρδία και διάρροια, αλλά δεν σημαίνει αυτό ότι ο μέσος οργανισμός θα φτάσει νοσοκομείο.
«Ιδιαίτερα προσεκτικοί οφείλουν να είναι οι υπερτασικοί και γενικότερα όσοι έχουν καρδιακά προβλήματα, οι αλλεργικοί αλλά και τα άτομα με χρόνιες παθήσεις», επισημαίνει ο Χρήστος Τσακλής, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις αρκούν τα εξής βήματα: ξεπλένουμε πρώτα με άφθονο θαλασσινό νερό (το πόσιμο ενεργοποιεί περισσότερο τη νευροτοξίνη), με ένα τσιμπιδάκι αφαιρούμε τα πλοκάμια και κάνουμε πλύσεις με υγρό μείγμα θαλασσινού νερού και μαγειρικής σόδας (1:1). «Με ένα αντισταμινικό χάπι και μια κορτιζονούχα κρέμα, θα μειωθεί αισθητά η επίδραση του τσιμπήματος».
Η ουσία του προβλήματος
Αναίτιος λοιπόν ο πανικός που έχει προκληθεί, ή μάλλον αποπροσανατολιστικός. Διότι ο βασικό κίνδυνος δεν είναι οι μέδουσες, αλλά όσα αποδεικνύει η εξάπλωσή τους. Πιο συγκεκριμένα: οι μωβ μέδουσες έχουν αρχίσει να εξαπλώνονται από το φθινόπωρο του 2020, όπως μεταφέρει το Ελληνικό Παρατηρητήριο Βιοποικιλότητας, και αυτό επειδή άλλαξαν τα δεδομένα στον πυθμένα της θάλασσας.
«Σταδιακά η Μεσόγειος γίνεται τροπική ζώνη με μέσο όρο 1,5 βαθμό Κελσίου αύξησης τα τελευταία χρόνια», αναφέρει ο κύριος Τσόκλης, «οι ελληνικές θάλασσες πλέον δεν πέφτουν κάτω από 12 βαθμούς και ειδικά στα βόρεια της Ρόδου οι βαθμοί είναι μονίμως πάνω από 17 βαθμούς Κελσίου».
Αυτό σημαίνει ότι η μωβ μέδουσα, εάν έβρισκε εκεί τον κατάλληλο βιότοπο, θα μπορούσε να αναπαράγεται όλο τον χρόνο. Κάθε μέδουσα έχει το δικό της φάσμα θερμοκρασιών για αναπαραγωγή και εκείνο της μωβ μέδουσας είναι μεταξύ 16 και 27 βαθμούς.
«Η κλιματική αλλαγή, επομένως, είναι ο πρώτος μεγάλος παράγοντας που κρύβεται πίσω από την τωρινή έξαρση», εξηγεί ο βιολόγος, «ενώ ο δεύτερος είναι φυσικά η υπεραλίευση: εξουδετερώνονται οι φυσικοί εχθροί, έτσι, της μέδουσας, και εκείνη κυριαρχία πληθυσμιακά – άλλωστε είναι από τα πλέον προσαρμόσιμα είδη της θάλασσας».
Το ίδιο μεταφέρει η Αναστασία Μήλιου, υδροβιολόγος και επιστημονική διευθύντρια της ΜΚΟ Αρχιπέλαγος-Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας, εξηγώντας την ουσιαστική πλευρά του ζητήματος, που θάβεται μέσα στην κινδυνολογία. «Τα ελληνικά νερά είναι υπεραλιευμένα, έτσι καθώς οι φυσικοί θηρευτές της μωβ μέδουσας εξαφανίζονται και μετά παρουσιάζονται εξάρσεις στους πληθυσμούς της – έχει συμβεί και παλιότερα, συμβαίνει και τώρα».
Ποιος όμως φταίει για το φαινόμενο; «Όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης: και οι ψαράδες, και οι έμποροι, και τα εστιατόρια, και οι καταναλωτές. Κανείς δε δίνει σημασία στη θαλάσσια καταστροφή που συντελείται όλα αυτά τα χρόνια».
Όσο για τις κρατικές ευθύνες; «Το ελληνικό κράτος δεν έχει καμία πολιτική για τις θάλασσες. Μάλιστα, δε φροντίζει καν να απορροφά τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κονδύλια. Υπάρχουν ακόμα και χώρες της Αφρικής –με πολύ κακή οικονομική κατάσταση–, οι οποίες ακολουθούν πιο σοβαρή πολιτική από ότι η Ελλάδα».
Τελικά, τα πλοκάμια της μωβ μέδουσας είναι πολύ πιο επικίνδυνα απ’ όσο κυκλοφορεί στα πρωτοσέλιδα, όχι για το άμεσο κάψιμο που επιφέρουν (αφού υπάρχουν τα αντισταμινικά), όσο για τη σκληρή πραγματικότητα που αποδεικνύουν για τον υγροβιότοπο της Μεσογείου – αυτό πράγματι δεν γιατρεύεται έτσι απλά.