Τυρόπιτες, ιμάμηδες, Big Brother: 48 ώρες στην ιστορική Σκόδρα της Αλβανίας
- 13 ΜΑΙ 2023
Πράγματι και εντελώς ανέλπιστα αυτό ακριβώς ήταν το ταξίδι μου στη Σκόδρα.
Βρέθηκα εκεί το περασμένο Σαββατοκύριακο, στις 6 και 7 Μαΐου, με αφορμή το ανέβασμα της Εκάβης του Ευριπίδη από τον Φεζολλάρι και τον θίασο του Θεάτρου Migjeni, το μοναδικό της πόλης και το ίσως πιο ιστορικό και σίγουρα, το πιο πρωτοποριακό από άποψη ρεπερτορίου και μετακλήσεων θέατρο της Αλβανίας γενικότερα.
Ήδη από την πτήση προς τα Τίρανα, μού είχε δημιουργηθεί μία οικεία αίσθηση λες και βρισκόμουν σε πτήση εσωτερικού. Σχεδόν όλο το αεροπλάνο μιλούσε ελληνικά και το γλυκύτατο ζευγάρι που καθόταν δίπλα μου μού έπιασε κατευθείαν κουβέντα. Μου είπαν ότι ζουν 30 χρόνια στου Ζωγράφου και πήγαιναν να επισκεφτούν συγγενείς τους στα Τίρανα για λίγες μέρες. Μαζί με τα παιδιά τους, που σπουδάζουν και τα δύο στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών είχε τύχει να δουν παράσταση του Φεζολλάρι στην Αθήνα πριν κάποια χρόνια.
Με το που προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο των Τιράνων, με παρέλαβε ο σκηνογράφος της Εκάβης, Divni Gushta και κατευθυνθήκαμε με το αυτοκίνητο στη Σκόδρα. Απέχει περίπου 1,30 ώρα στο καλό σενάριο.
«Έχω κάνει αυτή τη διαδρομή κοντά 3 ώρες λόγω της κίνησης. Βλέπεις εμείς εδώ δεν έχουμε σιδηρόδρομο ή καλύτερα, είναι σαν να μην έχουμε, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι του είναι κατεστραμμένο, λόγω της κακής ή και ανεπαρκούς συντήρησης μέσα στα χρόνια», μου λέει και αυτό που βλέπω τον επιβεβαιώνει. Η κίνηση είναι τρομακτική -ειδικά, μέσα στα Τίρανα επικρατεί χάος, όπως μου ανέφερε- φαντάσου έναν ατελείωτο Κηφισό. Ο δρόμος είναι σαν τον δικό μας επαρχιακό με μία λωρίδα δηλαδή στο πήγαινε και μία στο έλα, μόνο σε ελάχιστα σημεία υπάρχουν δύο λωρίδες.
Μία πολυθρησκευτική κοινωνία, μία πόλη χωρίς φανάρια
Φτάνοντας στη Σκόδρα (ευτυχώς, όχι μετά από ένα τρίωρο αν και φλερτάραμε με το δίωρο), το πρώτο πράγμα που αντικρίζω είναι το κάστρο Ροζάφα στην κορυφή ενός λόφου που δεσπόζει στον ποταμό Μπούνα και περιβάλλεται από έναν ακόμα, τον Δρίνο. Το δεύτερο είναι τα χαμόσπιτα τα οποία κατοικούνται. Η φτώχεια είναι ορατή.
Όπως επίσης και ότι πρόκειται για μία πόλη με χαμηλή δόμηση -βλέπεις από παντού ουρανό- και μία σχετικά μπερδεμένη αρχιτεκτονική, που παντρεύει τα παραδοσιακά πετρόχτιστα σκοδρινά σπίτια (μονοκατοικίες) που βρίσκονται σε γραφικά σοκάκια που έχουν κάτι από τη δική μας Πλάκα, με τα παλιά κτίρια και τις πολυκατοικίες που ξυπνούν τις μνήμες του δικτατορικού καθεστώτος και τα μετρημένα στα δάχτυλα καινούργια κτίρια, κυρίως ξενοδοχεία που υψώνονται αρκετά μέτρα από το έδαφος και ξεχωρίζουν από μακριά.
Ωστόσο, εκείνο που συνειδητοποιώ σχεδόν αμέσως και μου προκαλεί τεράστια εντύπωση -και απορία- είναι ότι πουθενά μα πουθενά δεν υπάρχουν φανάρια στους δρόμους, αλλά όλοι συνεννοούνται τέλεια μεταξύ τους, οδηγοί, ποδηλάτες (η Σκόδρα είναι η ποδηλατούπολη των Βαλκανίων, παιδιά, νέοι, ηλικιωμένοι χρησιμοποιούν το ποδήλατο για τις μετακινήσεις τους) και πεζοί, χωρίς να ακούς τον παραμικρό θόρυβο (ούτε φωνές, ούτε βρισίδια, ούτε κόρνες). Αρκεί έναν πεζό να δουν ότι θέλει να περάσει τον δρόμο, είτε είναι σε διάβαση ή όχι, και αρχίζουν να φρενάρουν από μέτρα μακριά. True story, μου συνέβη πολλές φορές, την πρώτη μάλιστα σε κυκλική πλατεία κατευθυνόμενη στο Θέατρο Migjeni.
«Η Σκόδρα δεν είναι μία πολυπολιτισμική πόλη. Είναι μία κοινωνία χωρίς ξένους, που κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από Αλβανούς», μου εξηγεί ο Ένκε Φεζολλάρι, που δεν κατάγεται από εκεί (γεννήθηκε στο Πόγραδετς και μεγάλωσε στα Τίρανα), αλλά την γνώρισε και την αγάπησε μέσα από τη συνεργασία του με τους ηθοποιούς του Migjeni και τη διαμονή του για αρκετούς μήνες.
Είναι όμως μία πόλη με ενσωματωμένα στοιχεία πολλών διαφορετικών πολιτισμών (έχει ζήσει από Σερβική Αυτοκρατορία μέχρι Βενετοκρατία και Οθωμανική Αυτοκρατορία), καθώς και θρησκειών.
Τα τζαμιά συνυπάρχουν σε απόσταση αναπνοής από τις καθολικές και ορθόδοξες εκκλησίες και παράλληλα, οι άνθρωποι που έχουν ασπαστεί τον μουσουλμανισμό συνυπάρχουν με εκείνους που έχουν ασπαστεί τον χριστιανισμό στις δύο διαφορετικές εκδοχές του. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν τους απασχολούν, δεν αποτελούν θέμα συζήτησης πόσω μάλλον σύγκρουσης. Ούτε καν υποδηλώνονται από τον τρόπο που ντύνονται. Συνολικά τις δύο ημέρες που ήμουν στην Σκόδρα είδα ελάχιστες γυναίκες να κυκλοφορούν με μαντήλες.
Ακούω τη φωνή του ιμάμη (τον αποκαλούν χότζα) από τα μεγάφωνα του τζαμιού (να σημειωθεί ότι η πρώτη φορά που βγαίνει μέσα στην ημέρα είναι βασικά τη νύχτα στις 4.30 καθώς εκείνη την ώρα αρχίζει να χαράζει) και μετά από μερικές ώρες τις καμπάνες της εκκλησίας να χτυπάνε και βγάζω το καπέλο σε αυτή την πολυθρησκευτική κοινωνία της αρμονικής συνύπαρξης, του αμοιβαίου σεβασμού και της ζηλευτής ελευθερίας που έχουν φτιάξει.
Αν και βρίσκονται πίσω σε πολλά πράγματα, εν προκειμένω είναι πολλά βήματα μπροστά συγκριτικά με εμάς – όλοι θυμόμαστε τι είχε συμβεί με την ανοικοδόμηση του τζαμιού στο κέντρο της Αθήνας. Αλλά και γι’ αυτό υπάρχει εξήγηση.
«Η εθνική ταυτότητα των Αλβανών δεν προσδιορίστηκε ποτέ μέσω της θρησκείας, όπως για παράδειγμα συνέβη με τους Έλληνες και τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Το ενωτικό στοιχείο δηλαδή δεν ήταν ποτέ η θρησκεία, αλλά ο λεγόμενος αλβανισμός, η συμπεριφορά με βάση τα αλβανικά ήθη».
Το Μουσείο Μνήμης και η αιματοβαμμένη ιστορία της Σκόδρας
Η Αλβανία υπέμεινε τον κομμουνιστικό δικτατορικό ζυγό του Ένβερ Χότζα για τέσσερις δεκαετίες, για 45 ολόκληρα χρόνια. Μιλάμε δηλαδή για σχεδόν μισό αιώνα και μάλιστα όχι στο μακρινό παρελθόν, αλλά στο πρόσφατο – η πτώση έγινε στα 90s.
Η Σκόδρα δεν θεωρείται τυχαία ως μία από τις ιστορικότερες, όσο και μαρτυρικές πόλεις της χώρας και των Βαλκανίων γενικότερα. Συγκεκριμένα, αποτέλεσε το προπύργιο της αντίστασης κατά τη διάρκεια του καθεστώτος, βάφτηκε στο αίμα από τις μαζικές εκτελέσεις και έγινε η απαρχή για την πτώση του. Ο λαός της ήταν ο πρώτος στη χώρα που γκρέμισε το άγαλμα του Χότζα στις 13 Δεκεμβρίου του 1990.
Το τραύμα δεν έχει κλείσει και οι μνήμες είναι ακόμα νωπές. Κανείς δεν αναφέρεται θετικά στο καθεστώς, αλλά και κανείς δεν θέλει να ξεχάσει τι συνέβη. Όχι μόνο οι γενιές που έγιναν μάρτυρες της ιστορίας, αλλά και οι νεότερες. Μου έκανε εντύπωση που ακόμα και μικρά παιδιά γνωρίζουν τι ακριβώς συνέβη τότε (πολλοί νέοι στην Ελλάδα αγνοούν σε μεγάλο βαθμό τα γεγονότα της δικής μας δικτατορίας).
Τα τελευταία χρόνια έφτιαξαν ένα μουσειακό χώρο γι’ αυτό, έναν χώρο διατήρησης της μνήμης, όπως το αποκαλούν. Το κτίριο που στεγάζει το Site of Witness and Memory στην Bulevardi Skënderbeu ήταν κάποτε το εκπαιδευτήριο των Φραγκισκανών πατέρων μέχρι που το 1946 κατασχέθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς και μετατράπηκε σε παράρτημα του υπουργείου Εσωτερικών, λειτουργώντας ως χώρος βασανιστηρίων με κελιά που κρατούνταν οι αντιφρονούντες πριν δικαστούν.
Σήμερα, τα κελιά έχουν διατηρηθεί και αποτελούν κομμάτι της έκθεσης, που συμπληρώνεται από μικροαντικείμενα που έφτιαχναν οι κρατούμενοι κατά τη φυλάκισή τους, μία μικρού μήκους ταινία που παρουσιάζει την περιστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους καθεστωτικούς, κολάζ με φωτογραφίες από τα πρόσωπα των αντρών και των γυναικών που βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν και απλώνεται σε δύο τεράστιους τοίχους, info και εικόνες για την ιστορία της Αλβανίας του Χότζα.
Το θέαμα είναι σοκαριστικό (προσωπικά, δεν άντεξα να περπατήσω και στα 10 ή 12 αν δεν κάνω λάθος κελιά. Έφτασα μέχρι το δεύτερο και αποχώρησα). Είναι επίσης αποκαλυπτικό για το γεγονός ότι η σύγχρονη Αλβανία δεν έχει προλάβει να συμφιλιωθεί με τη μαύρη σελίδα της ιστορίας της.
Το επόμενο Μουσείο που επισκέπτομαι είναι το Marubi National Photography στον πεζόδρομο Kolë Idromeno, που σφύζει από ζωή όλη μέρα, και βρίσκεται ανάμεσα στο τζαμί και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέσα από τη φωτογραφική έκθεση που έχει στηθεί ξεδιπλώνεται η κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Ιταλός Pietro Marubi όταν το 1856 άνοιξε το πρώτο φωτογραφείο της χώρας και μαζί με τον Kel Marubi (γιο του κηπουρού του, που υιοθέτησε) και τον γιο αυτού, τον Gege, δημιούργησαν τη δυναστεία των Marubi. Ο φωτογραφίες που εκτίθενται στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο είναι ένα πολύτιμο αρχείο, μία γρήγορη αλλά περιεκτική ματιά για τη ζωή στη Σκόδρα, την εθιμοτυπία του Βορρά της Αλβανίας και τη ζωή στα Βαλκάνια, γενικότερα.
Κατά τα άλλα, η πόλη διαθέτει μεταξύ άλλων Ιστορικό Μουσείο, Πινακοθήκη Τεχνών, το Πανεπιστήμιο Λουίτζι Γκουρακούκι, ένα από τα διασημότερα εκπαιδευτικά κέντρα της Αλβανίας, το Στάδιο Λόρο Μπορίτσι, το δεύτερο μεγαλύτερο της χώρας που φιλοξενεί τον μοναδικό αθλητικό σύλλογο της Σκόδρας, με την ποδοσφαιρική του ομάδα, την ΚΦ Βλαζνία να αποτελεί την παλαιότερη ομάδα, καθώς όχι ένα, αλλά πολλά αγάλματα της Μητέρας Τερέζας, που λατρεύεται ως Αγία. Στα τουριστικά καταστήματα, η μορφή της δεσπόζει από μαντήλια και τσάντες μέχρι μπρελόκ και μανγητάκια.
Οι τυρόπιτες, τα DIY κοκτέιλ, ο παροξυσμός με το Big Brother
Η Σκόδρα έχει μία καθημερινότητα που κινείται σε ρυθμούς χωριού. Ειδικά τις πρωινές και μεσημεριανές ώρες μοιάζει σαν όλος ο κόσμος να κυκλοφορεί στον δρόμο με αυτοκίνητο, κυρίως με ποδήλατο, να ρουφάει ήλιο στις καφετέριες και στα καφενεία, να ξαπλώνει όπου βρει γρασίδι, όπως στον χώρο ενός από τα πολλά τζαμιά, μαζί με τα δεκάδες αδέσποτα σκυλιά που τα φροντίζουν ωστόσο τόσο οι κάτοικοι, όσο και ο δήμος.
Με το που πέσει ο ήλιος, τις βραδινές ώρες οι νέοι ως επί το πλείστον κατακλύζουν τα μπαρ στους πεζόδρομους και στα σοκάκια. Μόνο που εγώ αυτό δεν το βλεπω, τουλάχιστον το πρώτο μου βράδυ.
Αποχωρώντας από το Θέατρο Migjeni μετά το τέλος της Εκάβης που παρουσίασε ο Φεζολλάρι, πηγαίνουμε για πότο σε έναν από τους πιο πολυσύχναστους πεζόδρομους της πόλης και όλα τα μπαρ είναι σχεδόν άδεια. Είναι το Σαββατόβραδο του τελικού του Big Brother και όλοι είναι στα σπίτια τους για να τον δουν, ενώ όσοι έχουν βγει έξω, τον παρακολουθούν από τις οθόνες που παίζουν σε πολλά από τα μαγαζιά.
Οι ηθοποιοί του θιάσου μου εξηγούν ότι στην Αλβανία καταναλώνουν γενικά πολύ ριάλιτι στην τηλεόραση και ότι οι παραγωγές μυθοπλασίας είναι ανύπαρκτες, αλλά με το φετινό Big Brother επειδή οι συμμετέχοντες είναι celebrities της χώρας, έχουν πάθει κάτι σαν παροξυσμό. Το επόμενο πρωί μαθαίνω ότι τελικά ο μεγάλος νικητής είναι ο τραγουδιστής Luiz από τη Σκόδρα.
Όσον αφορά το φαγητό και το γλυκό, η Σκόδρα είναι ειλικρινά πεντανόστιμη: από τις παραδοσιακές φημισμένες byrek (τυρόπιτες), που κυκλοφορούν σε δύο εκδοχές με γιαούρτι και μυζήθρα, τα κεμπάπ που δεν είναι καθόλου βαριά και πικάντικα, τις σούπες (όχι βελουτέ) και την ιταλική τους κουζίνα (καταναλώνουν πολύ πίτσα) στην οποία είναι ολοφάνεροι οι στενοί δεσμοί τους με τη γειτονική χώρα μέχρι τα εκλέρ, το trilece που είναι ένα κέικ φτιαγμένο με τριών ειδών γάλατα και γλάσο καραμέλας και το τρία γάλατα και το zupa που αποτελείται από δύο στρώσεις κρέμας (συνήθως βανίλιας και αγριοκέρασου) και μία τρίτη που είναι γλυκό του κουταλιού κεράσι ή βύσσινο.
Ο παραδοσιακός τους καφές είναι σαν τον δικό μας τον ελληνικό. Εκείνοι τον αποκαλούν αλβανικό ή τούρκικο. Πίνουν όμως γενικά εσπρέσο, ακόμα και στα παλιά καφενεία.
Πίνουν επίσης πολύ μπύρα -έχουν και δική τους παραγωγή, με την ξανθιά μπύρα Korca από την Κορυτσά να χρονολογείται από το 1928), χύμα κρασί και gin & tonic, το οποίο σερβίρουν, όπως κι όλα τα άλλα ποτά, σε DIY μορφή. Δηλαδή φέρνουν το ποτήρι με το gin και ξεχωριστά το μπουκάλι με το tonic. Παρομοίως και για το ουίσκι κόλα ή τη βότκα λεμόνι. Καθόλου άσχημα, βλέπεις και τι πίνεις.
Να σημειωθεί ότι ό,τι φας και ό,τι πιεις στη Σκόδρα είναι φτηνό (2,5 ευρώ μία πίτσα 8 κομματιών, 1,41 ευρώ ένα φρέντο εσπρέσο και ένα ανθρακούχο νερό), απόρροια της φτώχειας και των χαμηλών μισθών (γύρω στα 300 με 400 ευρώ).
Μία λίμνη σαν θάλασσα στα σύνορα με το Μαυροβούνιο
Τα τελευταία χρόνια, η Σκόδρα, όπως και γενικότερα η Αλβανία, έχει δει σημαντική αύξηση της τουριστικής της δραστηριότητας, με τις εισροές συναλλάγματος (το επίσημο νόμισμα της χώρας είναι το λεκ) να αποτελούν πηγή επιβίωσης και βελτίωσης των συνθηκών ζωής των κατοίκων της. Στην προκειμένη περίπτωση, η άνοδος του τουρισμού οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στη Λίμνη της Σκόδρας, που ενώνει την Αλβανία με το Μαυροβούνιο.
Είναι η μεγαλύτερη λίμνη της Βαλκανικής χερσονήσου, γι’ αυτό και δίνει την αίσθηση της θάλασσας, αλλά και σημαντικός υγροβιότοπος αγρίων πτηνών της Ευρώπης, με 270 περίπου είδη πτηνών, ενώ τα ύδατά της θεωρούνται πλούσια σε ιχθυοπαραγωγή, ιδιαίτερα καβουριών και χελιών.
Η Λίμνη της Σκόδρας είναι ο κατάλληλος προορισμός για ψαροφαγία, για παστό γαύρο και σαρδέλα, ακόμα και για σούσι γαρίδας και καλαμαριού στα δεκάδες εστιατόρια και ταβέρνες που απλώνονται περιμετρικά αυτής στις όχθες της και τις Κυριακές είναι γεμάτα από κόσμο. Σαν όλη η πόλη να έχει μεταφερθεί στη λίμνη.
Αν και την έζησα για λίγο, ένα Σαββατοκύριακο ουσιαστικά, η Σκόδρα είναι ένας πανέμορφος τόπος, που ζει μεταξύ του χθες και του σήμερα, αλλά αυτό είναι ένα γενικότερο φαινόμενο στη χώρα. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένας φιλόξενος τόπος με ζεστούς ανθρώπους, που αν και στην πλειοψηφία τους είναι φτωχοί και ταλαιπωρημένοι, είναι με το χαμόγελο, κάνουν τον ξένο να νιώσει δικός τους άνθρωπος, γιατί πρώτα οι ίδιοι διψούν να ανοιχτούν αβίαστα στον κόσμο.