Το 1974 οι ΗΠΑ προσπάθησαν να καταργήσουν την αλλαγή της ώρας. Απέτυχαν παταγωδώς.
Σε μια εποχή που θύμιζε τη σημερινή, η κυβέρνηση Nixon αποφάσισε να μη γυρίσει τα ρολόγια για λόγους ενεργειακής οικονομίας. Τελικά, το πείραμα άντεξε μόλις 10 μήνες.
- 26 ΟΚΤ 2024
Μα πότε θα τελειώσει το μαρτύριο με την αλλαγή της ώρας; Θα περίμενε κανείς ότι η συγκυρία της ενεργειακής κρίσης θα ήταν η ιδανική ευκαιρία για να επικυρωθεί το αίτημα που εκκρεμεί από το 2019 και την απόφαση της Κομισιόν να καταργήσει το σύστημα θερινής και χειμερινής ώρας.
Διότι, αν αυτό γινόταν πράξη, θα συμπληρωνόταν ένας πλήρης κύκλος: το ζήτημα της ενέργειας με την πετρελαϊκή κρίση των 70s είχε οδηγήσει στην εγκαθίδρυση του μέτρου στην Ευρώπη, το ζήτημα της ενέργειας θα διέκοπτε τώρα την εφαρμογή του.
Διότι δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που έχουν ταχθεί σθεναρά υπέρ στην κατάργηση της αλλαγής της ώρας για λόγους εξοικονόμησης αυτό τον χειμώνα. Τα νοικοκυριά θα μπορούσαν να σώσουν πάνω από 400 ευρώ σε ετήσια βάση από τους λογαριασμούς του με το ενδεχόμενο του να μη γυρίσουν τα ρολόγια μια ώρα πίσω.
Αυτό το μέτρο θα επέφερε επίσης λιγότερα κόστη θέρμανσης, εκπομπές αερίων του άνθρακα (από τη μείωση στην οικιακή χρήση του ρεύματος), και ενώ κατά τη διαβούλευση του 2018 είχε καταγραφεί ένα ηχηρό 84% υπέρ στο να καταργηθεί η αλλαγή της ώρας (και να μονιμοποιηθεί η θερινή ζώνη), από πλευράς των κυβερνήσεων εντός ΕΕ δεν έχει βρεθεί κοινή γραμμή πλεύσης. Κάθε χώρα, λόγω τοποθεσίας, διαφέρει στον χρόνο της Ανατολής, της Δύσης και τη διάρκεια της ημέρας, οπότε δεν έχει επιτευχθεί ακόμη οριζόντια συμφωνία.
Από την άλλη, εάν ισχύει το ρητό ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, είναι λογικός ο δισταγμός: το πείραμα της μονιμοποίησης της θερινής ώρας δοκίμασαν οι ΗΠΑ επί Richard Nixon το 1974. Ενώ η Ευρώπη διαχειρίστηκε το έλλειμμα ενέργειας με δύο εξάμηνες ζώνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να εφαρμόσουν μόνο τη θερινή ζώνη. Το πείραμα άντεξε μόλις 10 μήνες.
Αλλαγή Ώρας: Γιατί απέτυχε το πείραμα
Η τωρινή κατάσταση θυμίζει πολύ εκείνη της δεκαετίας του 1970. Με πρωταρχικό στόχο τη στρατηγική αποδυνάμωση της Δύσης, λόγω ενός πολέμου, ο Οργανισμός Αραβικών Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών επέβαλε εμπάργκο στο πετρέλαιο. Το ορυκτό καύσιμο αποδείχθηκε η αχίλλειος πτέρνα των ΗΠΑ και ο Richard Nixon έσπευσε σε διαπραγματεύσεις, αλλά και μέτρα που θα μείωναν την κατανάλωση ενέργειας. Με την καθιέρωση της θερινής ώρας, η εκτίμησή του ήταν ότι θα εξοικονομούνται 150.000 βαρέλια την ημέρα.
Το πλάνο ήταν να παραμείνει σε ισχύ η θερινή ώρα για δύο χρόνια. Και αυτή η ιδέα έχαιρε ένθερμης αποδοχής από τους πολίτες, με το 78% να δηλώνει υπέρ στη θερινή ώρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, σύμφωνα με τον οργανισμό NORC από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Το μέτρο τέθηκε σε εφαρμογή από αρχές Ιανουαρίου.
Οι πρώτες εβδομάδες χαρακτηρίστηκαν από παρανοήσεις, χαμένες αεροπορικές πτήσεις και δημοσιεύματα στον Τύπο με αγουροξυπνημένους πολίτες.
Το στοιχείο που δεν είχαν προβλέψει όσοι δήλωναν ένθερμοι υποστηρικτές της θερινής ώρας τον χειμώνα, ήταν ότι με τα νέα δεδομένα η Ανατολή στις πιο πολλές πολιτείες της Αμερικής είχε μετατεθεί στις 8:30 η ώρα. «Τις πρωινές ώρες επικρατεί σκοτάδι», δήλωνε πηχυαίος τίτλος στη Washington Post, ενώ οι New York Times έγραφαν ότι περνάμε «δεύτερη Σκοτεινή Εποχή».
Η ανησυχία κορυφώθηκε ότι καταγράφηκαν τα πρώτα ατυχήματα: προτού γυρίσει το ημερολόγιο στον μήνα Φεβρουάριο, στη Φλόριντα είχαν δηλωθεί 8 θάνατοι παιδιών κατά τις πρωινές ώρες – πλέον πήγαιναν στο σχολείο πριν ξημερώσει και κινδύνευαν από τα αυτοκίνητα.
Κάποια σχολεία άλλαξαν πρόγραμμα, κάποιοι δήμοι τοποθέτησαν ανακλαστήρες στους δρόμους, πάρθηκαν και διάφορα άλλα μέτρα ώσπου τελικά με ειδική νομοθετική ρύθμιση η Φλόριντα και μερικές άλλες πόλεις εξαιρέθηκαν από το μέτρο, επαναφέροντας το ρολόγια τους μια ώρα αργότερα.
Στο μεταξύ, έσκασε το σκάνδαλο Watergate, ξηλώνοντας τον Nixon από τη θέση του προέδρου, και με την ανάληψη του Gerald Ford τον Οκτώβριο, τα ρολόγια γύρισαν κανονικά στη χειμερινή ώρα, που ακολουθούσε και η Ευρώπη. Τα στοιχεία από τη χρονιά του 1974 δεν έδειξαν απόσβεση στα επίπεδα που επίπεδα που αναμενόταν: σύμφωνα με το Reuters, οι ΗΠΑ κατέγραψαν 2% λιγότερη κατανάλωση ενέργειας εκείνη τη χρονιά.