Tο all-in της Σουηδίας: Γιατί οι γιατροί απαγορεύεται να φοράνε μάσκα
- 3 ΑΠΡ 2020
Έχει πολλά καλά η ζωή εδώ. Υπάρχει δουλειά, έχει από τους καλύτερους δείκτες ισότητας στην Ευρώπη, υπάρχουν καλές υποδομές για ευπαθείς ομάδες όπως τα άτομα με αναπηρία. Δημιουργείται η αίσθηση ότι το κράτος βάζει πρώτα τους πολίτες του. Αυτή η αίσθηση έχει σκάσει πλέον σαν σαπουνόφουσκα. Θα ξεκινήσω με ένα πρόσφατο περιστατικό από το νοσοκομείο και μετά θα σας εξηγήσω για τα περιβόητα σουηδικά μέτρα, ή μάλλον τα σουηδικά ημίμετρα…
Είμαι σπίτι με λουμπάγκο από τα μέσα Μαρτίου. Κι είμαι τυχερή, γιατί μπορώ να μείνω μέσα και να προστατευτώ. Δε βγαίνω καθόλου, εκτός από ιατρικές επισκέψεις. Στην τελευταία μου επίσκεψη λοιπόν φόρεσα μάσκα και γάντια. Η νοσοκόμα στην υποδοχή με ρώτησε έντρομη αν είμαι άρρωστη. Της εξήγησα ότι τα έβαλα για ασφάλεια και κάθισα στην αναμονή, μαζί με τους υπόλοιπους, κανένας εκ των οποίων δεν είχε αντίστοιχο εξοπλισμό.
Καθώς περίμενα παρατήρησα δυο καθαρίστριες, μετανάστριες κι εκείνες, να καθαρίζουν τις τουαλέτες. Σαπούνισαν τα πάντα, δεν έμεινε τετραγωνικό εκατοστό εκεί μέσα που να μη λάμπει. Καθώς έφευγαν, ήρθε ένας γιατρός που κρατούσε ένα μπουκάλι με αντισηπτικό. «Βρε λες να θα καθαρίσει κι αυτός τίποτα;» αναρωτήθηκα. Ο γιατρός μας κοίταξε όλους στην αναμονή με ένα χαμόγελο, κι έβαλε το αντισηπτικό με κλειστό το καπάκι, σαν μπουκάλι, στο στόμα του -ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ- κι έκανε πώς πίνει. Η νοσοκόμα γέλασε, το ίδιο και κάποιοι ασθενείς… Εγώ πάλι όχι.
Διπλωμένη από την πονεμένη μου μέση και με άγχος μη τυχόν κι ακουμπήσω τίποτα, περίμενα τη δική μου γιατρό. «Επιτέλους, ένας άνθρωπος με μάσκα!» αναφώνησε μόλις ήρθε. Γύρισε στους υπόλοιπους κι είπε: «Ξέρετε πόσα περιστατικά εργαζομένων με τον ιό είχαμε εδώ μέσα; Θέλει προσοχή». Όταν με πήρε στην αίθουσα εξέτασης, μου είπε «Ωχ τώρα, πρέπει να πάω να ζητήσω συγγνώμη. Οι διευθυντές μας είπαν να μη συζητάμε καθόλου τον ιό». Την ακούω λοιπόν από την πόρτα να αρχίζει τα «δεν υπάρχει λόγος πανικού» κι «εγώ μια πρόταση έκανα» κλπ. Μόλις επέστρεψε, έκλεισε την πόρτα και φόρεσε κι η ίδια μάσκα. «Μας το έχουν απαγορεύσει, γιατί είναι λέει αγένεια, αλλά ας έρθουν να την πάρουν πάνω από το πτώμα μου». Ελπίζω να μη χρειαστεί, μουρμούρησα πίσω από τη μάσκα μου.
Η Σουηδία λοιπόν έχει πάρει ελάχιστα μέτρα καταπολέμησης του ιού, κι αυτά με σημαντική καθυστέρηση σε σχέση με άλλες χώρες. Στις 11 Μαρτίου απαγορεύτηκαν οι συναθροίσεις πάνω από 500 άτομα, χωρίς όμως να μετράμε χώρους εργασίας και σχολεία. Μόνο για ψυχαγωγία δηλαδή, συναυλίες, αθλητικούς αγώνες και θέατρα. Από τις 27 Μαρτίου η απαγόρευση ισχύει για συναθροίσεις πάνω από 50 άτομα, αλλά και πάλι δεν αφορά χώρους εργασίας και σχολεία. Έχει γίνει επίσης κυβερνητική πρόταση να κλείσουν τα Λύκεια και τα Πανεπιστήμια, πρόταση που είναι στη διακριτική ευχέρεια του υπεύθυνου κάθε εκπαιδευτικής περιφέρειας να ακολουθήσει.
Σε σχέση με τα ακόμη ορθάνοιχτα γυμνάσια, δημοτικά, και νηπιαγωγεία πρέπει να γίνει η εξής διευκρίνηση: στη Σουηδία λειτουργούν πολλά μεγάλα σχολεία, με 700 και πλέον άτομα. Καθημερινά, μαθητές και προσωπικό τρώνε μεσημεριανό στην τραπεζαρία του σχολείου.
Προφανώς μοιράζονται σε μικρότερα γκρουπ των 100 ατόμων τη φορά, αλλά ας σκεφτούμε λίγο με όρους πανδημίας: σε ένα σχολικό μεσημεριανό τρώμε όλοι στα ίδια τραπέζια, που σκουπίζονται περιστασιακά με νερό, σερβίρουμε το φαγητό με τις ίδιες κουτάλες οι οποίες πλένονται στο τέλος της μέρας, και χρησιμοποιούμε τις ίδιες κοντινές τουαλέτες, που στο δικό μας σχολείο είναι τρεις. Αν δεν είναι αυτή συνταγή για ταχύτατη εξάπλωση, δε ξέρω τι είναι.
Γιατί μένουν λοιπόν τα σχολεία ανοιχτά; Αυτές οι τεράστιες εστίες μετάδοσης του ιού; Το ίδιο αναρωτιόμαστε κι εμείς. Με τον άντρα μου πέφτουμε για ύπνο με την ελπίδα η κυβέρνηση να αλλάξει πορεία και ξυπνάμε με τη σιγουριά ότι δε θα το κάνει. Τα επιχειρήματα που έχουν δοθεί μέχρι τώρα για τα εκπαιδευτικά κέντρα είναι διάτρητα αλλά ας τα δούμε ένα- ένα.
«Τα σχολεία πρέπει να μείνουν ανοιχτά γιατί αν κλείσουν, το ιατρικό προσωπικό με παιδιά μικρής ηλικίας θα πρέπει να μείνει σπίτι να τα προσέξει». Πρώτον, δεν έχουν όλα τα παιδιά γονείς γιατρούς και νοσοκόμες. Μιλάμε για ένα μικρό ποσοστό. Δεύτερον, τα παιδιά από μια ηλικία και μετά μπορούν εύκολα να μείνουν σπίτι μέσα στη μέρα.
Τρίτον, αν τα παιδιά αυτά συνεχίσουν να έρχονται σχολείο, σε επαφή με τα μικρόβια 700 ανθρώπων, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να κολλήσουν τον ιό και να τον μεταδώσουν στους γονείς τους. Και τότε ας δούμε πόσους γιατρούς θα έχουμε στο σπίτι. Ακόμη κι έτσι, εγώ θα δεχόμουν να μείνουμε ανοιχτά αποκλειστικά για τα παιδιά κάποιων συγκεκριμένων επαγγελματιών. Αλλά όχι. Η κυβέρνηση μας θέλει ανοιχτούς, γενικώς.
«Τα σχολεία είναι ένας ασφαλής χώρος για παιδιά που έχουν προβλήματα στο σπίτι». Χαίρομαι που σκεφτόμαστε τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, αλλά υπάρχει στη Σουηδία πρόγραμμα απασχόλησης των παιδιών μετά το σχολείο που θα μπορούσε, εν όψει των συνθηκών, να λειτουργήσει με αυτά τα παιδιά ολοήμερα, υποκαθιστώντας το σχολείο. Λύσεις υπάρχουν και δεν αφορούν τη μεγάλη μάζα του παιδικού πληθυσμού.
Το τελευταίο επιχείρημα είναι ότι η εκπαίδευση είναι σημαντική για την οικονομία και αν τα παιδιά μείνουν σπίτι και οι γονείς λείψουν από τη δουλειά να τα φροντίσουν, θα έχουμε «οικονομική καταστροφή». Εδώ, πια, γελάω. Έρχομαι από τη χώρα που την οικονομική καταστροφή την έχει στο πετσί της. Αν η Ελλάδα με όλα αυτά που έχει περάσει ο κόσμος της, με χρόνια μέσα στη βαθύτερη κρίση, με ανεργία, με ετήσιες αυτοκτονίες πολιτών λόγω χρέους, πήρε την απόφαση να κλείσει τα σχολεία, ε μπορεί κι η Σουηδία να το κάνει. Ας σοβαρευτούν. Αυτό το τελευταίο επιχείρημα πάντως, τυχαίνει να είναι και το μοναδικό που πιστεύω ότι μετράει για τη Σουηδική κυβέρνηση.
Η σουηδική κυβέρνηση σχηματίζεται από τους Σοσιαλδημοκράτες που είναι από το 2014 στην εξουσία, και το μικρό κόμμα των Πράσινων οικολόγων. Τη σχημάτισαν έτσι ομαδικά στο παρά τρίχα. Στις τελευταίες εκλογές του 2018 το κόμμα των Σουηδοδημοκρατών, το οποίο έχει σαφείς συνδέσμους με ναζιστικές ομάδες, τα πήγαινε τόσο καλά στις προβλέψεις, που είχα χάσει τον ύπνο μου. Ακούγαμε στο σχολείο παιδιά να συζητάνε για τις εκλογές και δαγκώναμε τη γλώσσα μας, γιατί «δε θεωρούνταν πρέπον» να συζητάμε πολιτικά.
Ο κόσμος της Σουηδίας με όλα του τα προνόμια, και τις γονικές άδειες, και τις καλές συνθήκες εργασίας, και τις ετήσιες αυξήσεις μισθών, είχε λέει κουραστεί από την τόσο κακή οικονομία και θα στρεφόταν (ακρο-)δεξιά. Πολλοί δεν ήθελαν μετανάστες, ούτε πρόσφυγες, ούτε κανέναν φουκαρά που θα έπαιρνε κάποια προσοχή και φροντίδα από τον κρατικό μηχανισμό. Έτσι λοιπόν, μόλις οι Σοσιαλδημοκράτες πήραν θέση, έχοντας αποσπάσει ιστορικά τις λιγότερες ψήφους σαν κόμμα από το 1911, ένιωθαν τις καρέκλες τους να τρίζουν.
Για αυτό λοιπόν πιστεύω ότι δεν παίρνονται σοβαρά μέτρα. Γιατί το πλέον σημαντικό στη σουηδική πολιτική είναι η οικονομία. Δεν είμαι οικονομολόγος, αλλά κάποιος με πτυχίο και κοστούμι, τα έβαλε κάτω με το κομπιουτεράκι του κι υπολόγισε ότι αν κολλήσουμε όλοι σύντομα, ρημάζοντας βέβαια τον τομέα της υγείας, έχουμε καλύτερες πιθανότητες για μέλλον με οικονομική άνθηση.
Δυστυχώς οι ανθρώπινες ζωές δε μπαίνουν σε κομπιουτεράκι. Αν έμπαιναν, θα έβαζα τη συνάδελφό μου που έχει χαμηλό ανοσοποιητικό στα 37 της. Το γιο του φίλου μου με καρδιακό νόσημα, πέντε χρονών παιδί. Όλους τους ανθρώπους από την ηλικία του πατέρα μου και πάνω. Τη γνωστή μου που είναι έγκυος με δίδυμα σε όλη αυτή την παράνοια, και τρέμει το φυλλοκάρδι της, μην κολλήσει και για το πώς θα είναι η κατάσταση στο νοσοκομείο όταν γεννάει.
Και ένα τελευταίο για τους φίλους της στατιστικής: Η Σουηδία με 10,1 εκατομμύρια πληθυσμό έχει αυτή τη στιγμή 350 νεκρούς. Μια χώρα με λιγότερους καπνιστές, και πιο αθλητικό πληθυσμό από ότι η Ελλάδα, η οποία έχει μάλιστα 10,7 εκατομμύρια πολίτες. Σε δέκα μέρες υπολογίζεται ότι θα δεκαπλασιαστούν, αυτοί οι 350 άνθρωποι θα γίνουν 3500. Νούμερα που είναι φίλοι, παιδιά, γονείς, σύντροφοι. Ως πότε θα εστιάζει η Σουηδία στα λάθος νούμερα;